Θερμά συγχαρητήρια στη διοργάνωση πρώτα-πρώτα, γιατί είναι μεγάλο πράγμα να έχεις κάνει ό,τι μπορείς για να στριμώξεις τις εργασιακές υποχρεώσεις μιας συνηθισμένης καθημερινής, να φτάνεις έγκαιρα στον χώρο της συναυλίας και να βλέπεις την πρώτη μπάντα να βγαίνει στη σκηνή ακριβώς την ανακοινωμένη ώρα. Δεν συμβαίνει συχνά και προσωπικά έχω πολλές φορές κακοπάθει. Χθες όμως το πρόγραμμα τηρήθηκε μέχρι κεραίας, με εξαίρεση το τέταρτο που έφαγαν οι headliners Blaspheme –όχι πάντως γιατί χαζολογούσαν, υπήρχε κάποιο τεχνικό ζήτημα.
Εφτά το απόγευμα και παρότι είχε και Ολυμπιακό στη συνέχεια, το An Club ήταν ήδη μισογεμάτο, επιφυλάσσοντας θερμή υποδοχή στους πιτσιρικάδες Skullwinx από τη Γερμανία. Αλλά κι εκείνοι, το ανταπόδωσαν στον κόσμο. Δεν μπορούσαν βέβαια να κάνουν και πολλά, είναι μόλις 3 χρόνια μπάντα. Όμως ό,τι είχαν, το έδωσαν και νομίζω τους το αναγνωρίσαμε αυτό το παθιασμένο performance κι ας φάνηκαν λίγο «ξυλοκόποι». Αμάνικο Crimson Glory ο ένας κιθαρίστας, μπλουζάκι Κόναν ο μπασίστας, μαλλί που θύμιζε τον Yngwie Malmsteen στα νιάτα του ο άλλος axeman, ε, καταλαβαίνετε τώρα τι παίζουν οι Skullwinx. Το αγαπάνε ωστόσο και οι κιθαρίστες τους είναι ικανοί να το σηκώσουν το βάρος. Στο τέλος διασκευάσανε και Pretty Maids και του έδωσαν πραγματικά και κατάλαβε, ήταν μάλιστα η καλύτερη στιγμή του frontman Johannes Haller, που τόση το ώρα το προσπαθούσε (φιλότιμα) να ακουστεί πάνω από τα όργανα των υπολοίπων.
Όταν βγήκαν οι Hardraw, το An είχε πλέον γεμίσει στο χαλαρό (κι έτσι θα έμενε για την υπόλοιπη βραδιά). Οι Κύπριοι έδειξαν τα δόντια τους με το καλημέρα και μας «δάγκωσαν» χωρίς να το περιμένουμε. Φοβερές μονάδες, ακαταμάχητοι ως σύνολο και με ένα στιβαρό «επικό» λαρύγγι στην πρώτη γραμμή πυρός, υπήρξαν καταιγιστικοί και έπαιξαν με μεγάλο ενθουσιασμό, ο οποίος δεν άργησε να συνεπάρει ακόμα και διάφορους ξένους τουρίστες που είχαν βρεθεί στις τάξεις του κοινού –άλλοι ακολουθώντας τις μπάντες της βραδιάς, άλλοι ως απλοί επισκέπτες στην Αθήνα. Μας έπαιξαν κι ένα καινούριο κομμάτι ονόματι "Crimson Lake", η (δίκαιη) αποθέωση όμως ήρθε στο φινάλε, όταν ακούστηκε το "Heavy Metal Union". Σε γενική αίσθηση, τα τραγούδια των Hardraw δεν μου φάνηκαν σπουδαία, παρότι διέθεταν εναλλαγές, όπως και ιδέες. Η επί σκηνής υπεράσπισή τους, όμως, ήταν το κάτι άλλο.
Σκυτάλη στους «δικούς μας» Doomocracy από το Ηράκλειο της Κρήτης, οι οποίοι μπήκαν πολύ δυνατά, προφανώς θέλοντας να εκμεταλλευτούν το κλίμα που ήδη είχαν φτιάξει οι Hardraw. Το έκαναν με τον καλύτερο τρόπο, παραδίδοντας ένα σετ που προξένησε πολλά ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Μαθητές –και όχι μίμοι– των Candlemass και των Solitude Aeturnus, οι Κρητικοί τις έχουν αφομοιώσει καλά τις doom επιρροές και ήταν σε θέση να παίξουν με όγκο και με riffs που μας ...ασφαλτόστρωσαν για τα καλά. Δεν είναι πολλά χρόνια μπάντα, μια πενταετία πάνω/κάτω. Φαίνεται όμως να έχουν ήδη διανύσει κάμποσα χιλιόμετρα, καθώς η μεταξύ τους χημεία είναι πραγματικά εξαιρετική. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει όμως και ο frontman Μιχάλης Σταυρακάκης: την επί σκηνής κινησιολογία του δεν τη λες και metal, όταν πάντως ανοίγει το στόμα του να τραγουδήσει, ο άνθρωπος το 'χει.
Οι Mayfair είχαν λοιπόν δύσκολη αποστολή μετά από όλα αυτά, έστω κι αν μπροστά στο κάγκελο της σκηνής είχε μαζευτεί το λιγοστό μα ενθουσιώδες εγχώριο fan club κι έστηνε «κερκίδα». Είχαν δηλαδή πέσει βροχή τα βολτ και ο κόσμος ήταν φτιαγμένος για να ηλεκτριστεί κι άλλο, ενώ εκείνοι έχουν ήχο εγκεφαλικό, πολύ τεχνικό, με prog ρίζες και με υπόγεια ξεσπάσματα. Συχνά μάλιστα δεν τους λες καν metal τους Mayfair, είτε γιατί τα όσα παίζουν συγγενεύουν περισσότερο με σχήματα σαν τους Porcupine Tree, τους Sigur Rós και τους Mogwai, είτε λόγω της έντονης θεατρικότητας την οποία αναπτύσσει επί σκηνής ο τραγουδιστής τους Mario Prünster.
Κι όμως, οι Αυστριακοί κέρδισαν όλο το club σπιθαμή προς σπιθαμή κι έδωσαν μια απίστευτη συναυλία, πολύ υψηλής ποιότητας –σίγουρα το καλύτερο live που έχω προσωπικά δει από την έναρξη του 2016 μέχρι τώρα. Μέχρι και τύποι τους οποίους κατατάσσουμε οι κακεντρεχείς στην κατηγορία «metal κι ας μη γαμήσω ποτέ» τραγούδησαν με πάθος και συναίσθημα το "Waterproof", ενώ ζητωκραυγές και παλαμάκια συνόδευσαν ακόμα και το γερμανόφωνο υλικό τους. Η μπάντα φάνηκε να την εκτιμάει πολύ την υποδοχή που βρήκε στην Αθήνα και μας υποσχέθηκε να ξανάρθει, άλλωστε τον Απρίλιο θα βγάλουν και νέο άλμπουμ. Είχαμε μάλιστα την τιμή να είμαστε οι πρώτοι που ακούσαμε κάποια καινούρια τραγούδια, λίαν αξιόλογα αν με ρωτάτε. Μην τους χάσετε αν όντως ξαναφανούν από τα μέρη μας.
Σπουδαία υποδοχή επιφυλάξαμε όμως και στους Blaspheme, στην πρώτη τους αυτή επίσκεψη στην Ελλάδα. Κι ας μην υπήρξαν ποτέ μπάντα με το βάθος των Mayfair κι ας πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα συναυλιακό απωθημένο της (ενημερωμένης) metal κοινότητας. Έτσι εξηγούνται άλλωστε όλα τα νεαρά πρόσωπα που έβλεπες συγκεντρωμένα μπροστά στη σκηνή ή λίγο πιο πίσω, με τα ραφτά Judas Priest, Manowar, Motörhead και Running Wild –άτομα τα οποία μπορεί να ήταν και αγέννητα όταν έβγαζαν τους δίσκους που έθρεψαν τον μικρό τους μύθο. Βλέπετε, οι Blasphemy ήταν (τηρουμένων των αναλογιών) κάτι σαν τους Εξόριστους της Γαλλίας: η μπάντα που δάμασε μερικές κύριες τάσεις του heavy metal του πρώτου μισού των 1980s στο αμόνι της γαλλικής γλώσσας, αποδεικνύοντας ότι ο συνδυασμός μπορούσε να κολλήσει.
Είδαμε λοιπόν ένα σόου με καθαρά 1980s αισθητική, τσίτα στα γκάζια, στις τσιρίδες και στον γενικότερο ενθουσιασμό εκείνης της εποχής, από μια μπάντα που ακόμα τον κουβαλάει στο πετσί της και γι' αυτό μπορεί να τον αποδώσει τόσο βιωματικά, ώστε της συγχωρείς (τελικά) την αφάνταστη γραφικότητα που τη συνοδεύει. Άλλωστε οι κιθαριές του Pierre Holzhaeuser ακόμα «σκοτώνουν» και ο μπασίστας Philippe Guadagnino παραμένει ένας απολαυστικός μουσικός για να τον βλέπεις live, έτσι όπως παίζει με τρέλα και με έντονες κινήσεις, πάντα φορώντας κορδέλα στο μαλλί και πάντα με τα χαρακτηριστικά του γυαλιά. Στη σκηνή του An Club υπερασπίστηκαν μέχρι κεραίας το υλικό τους, ενώ τον ενθουσιασμό τους για το πώς τους καλωσόρισε το ελληνικό κοινό δεν την έκρυψαν: έμοιαζαν να τρέφονται από αυτή την ενέργεια και να τη γυρίζουν πίσω, χαμογελώντας διαρκώς μέχρι τ' αυτιά.
Να σημειώσω ωστόσο ότι δυστυχώς δεν είδαμε τους Blaspheme με τον αυθεντικό τους τραγουδιστή, Marc Fery. Στη θέση του βρίσκονταν οι εδώ και 2 χρόνια (περίπου) αντικαταστάτες του, ο Alexis Roy-Petit και ο Olivier Del Valle. Με τον δεύτερο να είναι πιο πειστικός στον ρόλο και να φέρνει στα τραγούδια μια αύρα από Riot, που πάει πακέτο με τη χαρακτηριστικότατη 1980s ...χαίτη(!) του. Μα την πίστη μου, είχα πάρα πολλά χρόνια να δω χαίτη.
Με το δεξί μπήκε λοιπόν το 11ο Up The Hammers, αφού η όλη βραδιά αποτελούσε «ζέσταμα» για τις 2 μέρες του φετινού φεστιβάλ, που θα διεξαχθούν αύριο και μεθαύριο στο Κύτταρο. Ες αύριον τα σπουδαία, με Virgin Steele.
{youtube}61lfeZ7cqNo{/youtube}