To line-up αυτής της αναπάντεχα βροχερής βραδιάς, σκορπούσε υποσχέσεις για μία (μετα)μοντέρνα αστική περιπλάνηση στα άδυτα της αμερικάνικης μουσικής κληρονομιάς. Η 4ωρη όμως διάρκεια της συναυλίας, καθώς και ορισμένα τεχνικά μα και υφολογικά στραβοπατήματα, κούρασαν ή/και ενόχλησαν. Τελικά, πάντως, έμεινε η αίσθηση μιας ζωντανής εμπειρίας χορταστικής, ψυχικά ταξιδιάρικης και θεατρικά νοτισμένης, μπροστά μάλιστα σε αρκετά παραπάνω κόσμο απ’ ότι προσωπικά ανέμενα.
Το άνοιγμα της βραδιάς ανέλαβε ο Ελληνο-Δανός Mickey Pantelous με την σχεδόν one-man μπάντα του, Dr. Albert Flipout's One CAN Band. Και γράφω σχεδόν, γιατί μαζί του συνυπάρχουν στη σκηνή μία κονσέρβα δεμένη στο δεξί του πόδι (ο Dr. Albert Flipout αυτοπροσώπως) αλλά και η Jess: μία ξανθιά, τζιβάτη νεκροκεφαλή, που χτυπιέται πεθαμένα στα πατίνια του ιδιαίτερα ορεξάτου performer. Τα voodoo blues και τα αιματοβαμμένα boogies των ιστοριών που μας αφηγήθηκε σαν παλιάς κοπής παραμυθάς, προσγειώνονταν φλεγόμενα στο κοινό και μάγευαν με την ηλεκτρισμένη μα και γήινη απλότητά τους. Τεχνικά αψεγάδιαστος και ηχητικά μπαρουτοκαπνισμένος, ο Mickey Pantelous χειρίστηκε με την ιδανική αναλογία χιούμορ και σοβαρότητας τον αμύθητο μουσικό θησαυρό τον οποίον ψηλάφιζε, χαρίζοντάς μας την πιο αξιόλογη και μεστή εμφάνιση του Σαββάτου, στο σύνολό της. Αναμένουμε πια με ανυπομονησία την τρίτη του δισκογραφική δουλειά, που θα κυκλοφορήσει μέσα στους επόμενους μήνες.
Δυστυχώς η θεωρητικά σημαντικότερη (μέχρι τώρα) συναυλιακή στιγμή των Thee Holy Strangers, δεν αποδείχθηκε στην ενδεδειγμένη για την πραγματική ποιότητα της δουλειάς τους. Παρά δηλαδή τις φιλότιμες προσπάθειες όλων των μελών, την αδιαπραγμάτευτη όρεξη που μετέδιδαν, καθώς και τα εντυπωσιακά δεύτερα –σχεδόν gospel– φωνητικά της Τζένης Καπάδαη και της Φλώρας Ιωαννίδη, τα τεχνικά προβλήματα στον ήχο ήταν τόσο ενοχλητικά, ώστε δεν επέτρεψαν ούτε και στους πιο πρόθυμους (συμπεριλαμβανομένου του υποφαινόμενου) να βουτήξουν στο βαλτώδες σύμπαν του 7μελούς σχήματος. Αυτό που έφτανε στους από κάτω, ειδικά στα μπροστινά στρώματα, ήταν ένας ιδιαίτερα σκληροτράχηλος και «γρατζουνισμένος» ήχος, ο οποίος απορροφούσε όλη τη soul γλύκα που αποπνέουν οι συνθέσεις της μπάντας.
Έτσι, τα εξαιρετικά κατά τα λοιπά "Angel Of Danger", "Fiery Road Revisited" –η slide κιθάρα του δεν ακούστηκε ποτέ– και "Orbit" αδικήθηκαν από την περίσταση, ενώ, μόλις λύθηκαν κάπως τα τεχνικά, ήρθαν οι χαμηλοτάβανες κορυφώσεις της εμφάνισής τους, με τα "Truth Αnd Sorrow" και "Trouble On Trouble" να σκορπούν συνειδητοποιημένη ζεστασιά και συναισθηματική αναταραχή. Είναι γεγονός πως ο πήχης είχε τεθεί a priori υψηλά για τους Thee Holy Strangers, φοβάμαι όμως ότι δεν τον άγγιξαν ούτε στις σπουδαιότερές τους στιγμές πάνω στο σανίδι του Gagarin. Ελπίζω στην επόμενή τους προσπάθεια να αποτυπώσουν το ντεμπούτο τους όσο απολαυστικά ηχεί και στα ακουστικά, ανατριχιάζοντάς μας για τους σωστούς λόγους αυτή τη φορά.
Η παράσταση των Dead Brothers ξεκίνησε με αρκετή καθυστέρηση, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Και μπορεί να παρομοιαστεί με μία κυκλική θεατρική πράξη πάνω στη διαχείριση του θανάτου και του θρήνου, με σημεία εκκίνησης και τερματισμού τα δύο μπαρ του Gagarin. Η βιολίστρια της μπάντας, φορώντας ένα μαύρο πλεκτό πέπλο, συν ακόμη ένα μέλος με μάσκα-κοράκι βγαλμένη κατευθείαν από τις πιο τρομαχτικές στιγμές του True Detective, οδηγήθηκαν στη σκηνή υπό το ελεγειακό κλίμα που δημιουργούσε το έγχορδο. Εκεί, ο πνευματώδης frontman Alain Croubalian είχε ήδη εμφανιστεί· κι όταν πια ενώθηκαν όλοι, οι Ελβετοί ξεκίνησαν να ξεδιπλώνουν με μαεστρία τη δραματική τους μουσική κομεντί.
Η εμφάνισή τους χωρίστηκε σε δύο μέρη, όπως μας ενημέρωσε αστειευόμενος και ο ίδιος ο Croubalian: σε αυτήν με τα χαρούμενα κομμάτια και σε εκείνη με τα θλιβερά. Η αλήθεια βέβαια είναι πως το ευρηματικό υφολογικό κράμα που χαρακτηρίζει τους Dead Brothers συνδυάζει εξίσου χιουμοριστικά αλλά και δραματουργικά στοιχεία, μετατρέποντας έτσι τα lives τους σε μία σουρεάλ και στιλιζαρισμένη πράξη, η οποία πραγματοποιεί νύξεις και σε διαφορετικά καλλιτεχνικά πεδία. Ηχητικά, τώρα, ανέμειξαν μακάβρια blues, gypsy punk και country ευαισθησίες με folk από βαλκανικές χώρες, όλα φορτισμένα από τις ιδιαίτερα σπιρτόζικες αφηγήσεις του Croubalian, ο οποίος αποδείχθηκε –για μία ακόμη φορά μετά την περσινή– ικανότατος στο να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του κόσμου. Μέσα σε όλα, μάλιστα, οι Dead Brothers μελοποίησαν και το γνωστό από τον Μίκη Θεοδωράκη μεσαιωνικό ποίημα του τόπου μας με τίτλο "Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού", έπαιξαν το μοναδικό τους κομμάτι που έχει γραφτεί σε ματζόρε (κατέληξε «να ακούγεται ως ένα καταθλιπτικό country τραγούδι») ενώ δια στόματος Croubalian, μας χάρισαν και μία σύντομη, αλληγορική ιστορία ως εισαγωγή στο "The Dead Brother’s Song".
Η κορύφωση βέβαια ήρθε στο φινάλε, όταν το συγκρότημα μετέφερε το νεκρικό του πάρτι στη μέση του Gagarin και στη συνέχεια ανέβηκε στο αριστερό μπαρ, όπου μας κάλεσαν (άτυπα) να ξορκίσουμε τους δαίμονες μας, μέσω μιας διαβολεμένης εκτέλεσης του "Ο Mary Don’t You Weep". Μέσα στη 1,5 ώρα της εμφάνισής τους, οι Ελβετοί μας χάρισαν πολλές στιγμές αυθεντικής ψυχαγωγίας και υποβολής, σε ένα πολύ συγκεκριμένο αισθητικά σύμπαν. Υπήρξαν όμως και σημεία όπου η μονοτονία των συνθέσεων αλλά και το στιλιζάρισμα αυτών, κούρασε· βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την ουσία, δηλαδή την προσπάθεια ανάδειξης της μουσικότητας της κληρονομιάς που πραγματεύονταν.
Συνολικά η βραδιά, αν και τράβηξε παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν, άφησε το κοινό σε μία γιορτινή κατάσταση ευφορίας από τις αλληλοσυμπληρωμένες και ταιριαστές μεταξύ τους εμφανίσεις. Θα ήθελα όμως από τους δύο πρωταγωνιστές της βραδιάς να έπιαναν την ουσία της μουσικής όσο αυθεντικά και απροσποίητα το έπραξε ο Mickey Pantelous, βάζοντας στην άκρη στιλιστικές μανούβρες, ηχητικές υπερβολές και λοιπά περιττά στοιχεία. Άλλωστε η μαγεία της αμερικάνικης κληρονομιάς –την οποία όλοι προσπάθησαν να αποτυπώσουν, καθείς με τον δικό τους τρόπο– βρίσκεται ακριβώς εκεί: στη συναισθηματικά αμακιγιάριστη κατάθεσή της.
{youtube}gW1Tp8l3nSM{/youtube}