2η μέρα για το φεστιβάλ που διοργάνωσε στο Six d.o.g.s. το γνωστό ψυχεδελοδισκάδικο των Εξαρχείων, Sound Effects. Στη σκηνή το Σάββατο το βράδυ,οι δικοί μας Automaton και οι Øresund Space Collective, οι οποίοι μας ήρθαν από την ομώνυμη περιοχή της Σκανδιναβίας που μοιράζονται η Δανία και η Σουηδία (χοντρικά στο ύψος της Κοπεγχάγης και του Μάλμε, αντίστοιχα).
Οι δύο μπάντες ασπάζονται διαφορετικές όψεις της ψυχεδέλειας και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τα διαγαλαξιακά τριπαρίσματα των Øresund Space Collective (ØSC, στο εξής) μέσα στο αργοκίνητο σύμπαν των Automaton. Βρίσκονται βέβαια σημεία επαφής, απόδειξη ότι ο Dr. Space των ØSC συνέπραξε επί σκηνής με τους Automaton –το έχει κάνει προσφάτως και στο στούντιο– προσθέτοντας τα ηλεκτρικά κυκλώματα απ’ το modular συνθεσάιζέρ του στο μασίφ doom/stoner περιβάλλον τους.
Η ψυχεδέλεια όμως των Automaton φαίνεται πως είναι περισσότερο «εδάφους», σε αντίθεση με τις αστρικές βλέψεις των ØSC. Αν θα μπορούσαμε να της προσδώσουμε κίνηση, αυτή θα είχε να κάνει περισσότερο με καταβύθιση, παρά με μετεωρισμό –το «deep down» μοιάζει εδώ πιο ταιριαστό από το «out there». Σε τούτο συντείνει και η κάπως περιοριστική προσέγγιση της αθηναϊκής μπάντας σε σχέση με τα μοτίβα που επέλεξε, πράττοντας ελάχιστα για να ρευστοποιήσει τα συμπαγή όρια εντός των οποίων τοποθετήθηκε.
Βέβαια, η αναγκαιότητα μιας τέτοιας ρευστοποίησης είναι κάτι το σχετικό. Περιοριστική ή μη, η γραφή των Automaton διαθέτει άλλωστε κάμποση ορμή και γίνεται έτσι αρκετά πειστική σε όσα επιλέγει να περιγράψει: ο επιβλητικός κιθαριστικός όγκος, η έμφαση στις χαμηλές συχνότητες και οι αργόσυρτοι βρυχηθμοί ήταν, φαντάζομαι, αρκετά για κάμποσους εξ ημών του ακροατηρίου (καμιά εκατοστή το σύνολο). Προσωπικά, ωστόσο, όσο κι αν παραδέχτηκα τους Automaton για τα παραπάνω (διόλου αμελητέα και αυτονόητα), άλλο τόσο σκεφτόμουν πως η διαδρομή που μας πρότειναν γειτνίαζε επικίνδυνα με τα κλισέ που είναι σπαρμένα σ’ αυτή την πολύ συγκεκριμένη περιοχή του μουσικού χάρτη.
Όχι ότι οι Øresund Space Collective σ’ έκαναν να τρίβεις τα μάτια σου από την πρωτοτυπία. Ήταν όμως περισσότερο εξερευνητικοί, πηγαινοέρχονταν σε διάφορες εκφάνσεις της ψυχεδέλειας και είχαν, αν θέλετε, εκείνη τη ρευστότητα που καθιστά τα μεταξύ τους σύνορα διαπερατά: τόπο δηλαδή συνευρέσεων και όχι νεκρή ζώνη. Ενώ έτσι ο στόχος ήταν δεδηλωμένος –αυτό το «out there»– έβρισκαν κάθε φορά διαφορετικούς τρόπους για να τον προσεγγίσουν, λ.χ. μέσω της motorik επαναληπτικότητας του kraut, μέσω πρόσχαρων βουτιών στη ψυχεδελική θάλασσα των 1960s, μέσω πιο δυναμικών ηχοχρωμάτων, μέσω ενός κιθαριστικού λεξιλογίου που πατούσε στα μπλουζ, ακόμα και οικειοποιούμενοι (στιγμιαία) τις άρσεις από τη φόρμα της reggae.
Το παιχνίδι νομίζω κερδήθηκε αφενός από τις δύο κιθάρες –που αναλάμβαναν να εκφράσουν την εκάστοτε κανονικότητα, αλλά και να προτείνουν πιθανές διεξόδους– και αφετέρου από τη rhythm section, η οποία μπορούσε εύκολα να προσαρμοστεί αναλόγως ή να πάρει με τη σειρά της ορισμένες καίριες πρωτοβουλίες. Τα συνθεσάιζερ, τέλος, όριζαν τις …συμπαντικές συντεταγμένες, παίζοντας με τις κοσμικές συνδηλώσεις της ψυχεδέλειας.
Το γεγονός ότι το σετ ήταν (σχεδόν εξ ολοκλήρου) αυτοσχεδιαστικό βοηθούσε αυτή τη διαρκή ροή, κυρίως γιατί άφηνε τη μουσική ανοιχτή στις πιθανότητες. Κάθε ιδέα έμοιαζε να κρύβει μέσα της την επομένη (τόσο που καμιά φορά δεν γινόταν αντιληπτό αν βρισκόμασταν στην κορύφωση της μίας ή στην αρχή της επομένης), αρκεί κάποιος να έπιανε το σινιάλο και να ακολουθούσε. Υπήρχε ένα συνεχές δούναι και λαβείν μεταξύ των 6 μουσικών –2 από τα οποίους, παρεμπιπτόντως, έπαιξαν και με τους Agusa στην 1η μέρα του φεστιβάλ– και ένα αρκετά οξυμένο αισθητήριο με το οποίο αντιλαμβάνονταν πότε μια ιδέα είχε κάνει τον κύκλο της και πότε χρειαζόταν να επιμείνουν σ’ εκείνη λιγάκι παραπάνω.
Ίσως λοιπόν να μην απέφυγαν κάποιες λίγες αστοχίες, αλλά κι αυτές είναι ένα λογικό τίμημα όταν η έμφαση μεταφέρεται στο επιτόπιο. Άλλωστε, όπως λένε αρκετοί, το σημαντικό στον αυτοσχεδιασμό δεν είναι τόσο στην πλήρη απάλειψη των λαθών (αυτή είναι στα όρια του αδύνατου), όσο στο πώς θα καταφέρει ο αυτοσχεδιαστής να τα διορθώσει ή ακόμα και να φανταστεί μέσα τους την επόμενη κίνηση. Το ζητούμενο είναι επομένως η διατήρηση της δημιουργικής περιέργειας και η δυναμική που μπορεί να κερδηθεί από μία επιτόπια διαδικασία. Και το 90λεπτο σχεδόν σετ των ØSC είχε σίγουρα αρκετή από δαύτη.
{youtube}Fk1CdrLAz_k{/youtube}