«Why conquer? Why solve? Why conquer what cannot evolve?»
Η επέτειος του Αγίου Βαλεντίνου ανήκει στις γιορτές εκείνες που έμελλε να καθιερωθούν εμπορικά, τηρώντας πιστά τις επιταγές μιας στυφά εκμοντερνισμένης κοινωνίας. Όχι πως δεν θα αποτελούσαν ειδάλλως χαράς ευαγγέλιο για τους απανταχού λουλουδάδες, τον εκάστοτε πλανόδιο βιολιτζή, αλλά και τον ζαχαροπλάστη που περίμενε βδομάδες να εξορύξει το ληγμένο γάλα του καταψύκτη. Ας μην υπερβάλλουμε όμως καυστικά στο θέμα, η όλη ιδέα του εορτασμού δύναται να προσδώσει κι ένα κλίμα θαλπωρής –δεδομένης της λιτής τήρησης καθημερινών standards. Ίσως να φταίει βλέπετε ότι, ως σκηνικό, θυμίζει τα αγχώδη φοιτητικά μας γενέθλια ή την Παραμονή Πρωτοχρονιάς που όλα προνοήθηκαν με την πρέπουσα, προδιεγραμμένη εντέλεια.
Η αλήθεια είναι πως, όσο και να οργανώσεις το ξέφρενο γλέντι σου, οι βραδιές κυλούν ομαλότερα όταν δεν έχεις τίποτα προγραμματισμένο. Το αν βέβαια η 14η Φλεβάρη επιλέχθηκε με σκοπιμότητα παραμένει μυστήριο λίαν αμφιλεγόμενο, δεδομένου του κενού που δημιουργήθηκε έπειτα από το σόου των Draconian στη Θεσσαλονίκη. Ουδείς αμφέβαλλε άλλωστε πως το ωραίο φύλο θα σημείωνε δυνατές παρουσίες στο Κύτταρο –τουναντίον, σε πρόσφατες συζητήσεις αρκετοί παθόντες εκμυστηρεύονταν το πόσο ήλπιζαν «η γυναίκα να μην τους ζητήσει να πάνε στους Draconian». Δυστυχώς, για κακή τους μοίρα, η παντόφλα αποτελεί ακλόνητο φόβητρο. Τέτοιο ώστε, ανάμεσα στους αφοσιωμένους fans, υπήρξαν και μερικοί περαστικοί, οι οποίοι υπέμεναν κρυφά τη λήξη της βραδιάς.
Παρόλα αυτά, η πλειονότητα του κόσμου κατέφθασε στο Κύτταρο ήδη από τα πρώτα συγκροτήματα που πλαισίωσαν το event. Δεν γνωρίζω εντούτοις τι ποσοστό τίμησε τους μελωδικούς doom/death metallers Immensity, μιας και το πρόγραμμα των υποχρεώσεων δεν κατέστη ευνοϊκό, παρότι επιθυμούσα να τους παρακολουθήσω. Οι Caelestia παρέλαβαν τη σκυτάλη υπό ψυχαγωγικότατα melodic death/female-fronted πρότυπα, έστω κι αν οι ευκρινείς δόσεις «κιτς» εντυπώθηκαν παράταιρες για την όποια προσωπική οπτική. Η όρεξη ωστόσο την οποία επέδειξαν επί σκηνής στάθηκε ικανή στη σμίλευση του θετικού προσήμου, αντάξιου όσων επιδεικνύουν εργατικότητα σε κάθε τους εμφατική πτυχή.
Οι Elysion αποτελούν συγκρότημα έξω από τα νερά μου, μιας και η οπτική τους μπλέκει female-fronted πρότυπα της metal μουσικής με καθόλα ραδιοφωνικά standards. Κάτι παρόμοιο άλλωστε επιχείρησαν και οι Within Temptation στην πορεία τους, οι οποίοι υπήρξαν τεράστιοι κατ' εμέ, μέχρι και την κυκλοφορία του The Dance EP (1998). Οι όποιες πάντως προτιμήσεις δεν αναιρούν την αναγνώριση μιας διακριτής ποιότητας: συγκροτήματα τύπου Xandria δεν φαντάζουν ποιοτικότερα, εν συγκρίσει. Μόνο μειονέκτημα τα πολλά προηχογραφημένα μέρη σε πλήκτρα και δεύτερα φωνητικά, μιας και η μεταλλική προσέγγιση απορέει συχνά δυναμικότερη από άρτιες σκηνικές αποδόσεις.
«When you paint this town red, why not do it from your veins?
I will raise a statue in the wilderness,
I'll collect the stars you wept»
Δεν θα σας κρύψω πως η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου αποτελεί ξεχωριστή περίσταση, σύμφωνα με την οποία ξεθάβω παραδοσιακά το Another Great Love Song των Αμερικανών Ludicra –και όχι μόνο. Είναι γεγονός, βέβαια, πως οι Ludicra ουδεμία σχέση φέρουν με την αισθητική των Draconian, μήτε και υφίσταται προφανώς η παραμικρή πρόθεση σύγκρισης. Ως κοινό τους στοιχείο, δηλαδή, δεν φαντάζει παρά η νοοτροπία ενός μεθοδικού μπολιάσματος, μιας και ο ανθρώπινος παράγων που εξευμενίζει τις δομές δεν αλλοιώνει στο ελάχιστο τον πρωταρχικό τους πυρήνα. Κοινώς, παρά τα ραδιοφωνικά στιγμιότυπα που ανέσυραν πολλάκις οι Σουηδοί, συναυλιακά έχτισαν υποδομές που σπανίζουν, ακόμη και αναφορικά με τους σκελετούς κλασικών πλέον εκπροσώπων του ήχου.
Βέβαια, το ότι οι Draconian παραμένουν μια αναμφίβολα metal μπάντα σε νοοτροπία, δεν σημαίνει πως αμέριστο μερίδιο της προσοχής δεν κέρδισε η Heike Langhans –και όχι μόνο επειδή πρόκειται για μια πανέμορφη (και πανύψηλη) Γερμανίδα. Το σύνολο που προσφέρει συμπληρώνει άρρηκτα την ταυτότητα των Σουηδών, μιας και επιδεικνύει χαρακτηριστική άνεση επί σκηνής, όντας όσο εκφραστική απαιτούν οι συναυλιακές περιστάσεις. Με τις δε φωνητικές της αποδόσεις να παραμένουν κρυστάλλινες καθόλη τη διάρκεια, αλλά και με τη σκηνική της παρουσία να ξετυλίγεται σε συνάρτηση με τη μεταλλική παιδεία της μπάντας, φαντάζει περισσότερο ως ο σύνδεσμος μιας συμπαγούς ομάδας, παρά ως τυχαίο μέλος στη σύμπραξη ανόμοιων εν συγκρίσει μουσικών.
Σημαντικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω διαδραμάτισαν και τα πλαίσια του ίδιου του χώρου, μιας και το An Club φάνταζε ακατάλληλο να υποστηρίξει την πρώτη επίσκεψή τους, το 2010. Η φαρδύτερη όμως σκηνή του Κυττάρου έδειχνε ιδανική για τα δεδομένα της εξαμελούς σύνθεσης, αφού ο ήχος άπλωνε πιο αρεστά ακόμη και στις δυσμενέστερες στιγμές του. Μέχρι και το αλατοπίπερο της συναυλίας, δηλαδή, προσδώθηκε ικανοποιητικά: ειδικά όταν οι ενδυματολογικές προτιμήσεις των μελών ξεκινούσαν από τους αρχετυπικούς Grotesque, φτάνοντας μέχρι τους Crippled Black Phoenix –στους οποίους συμμετέχει ο Daniel Änghede– αλλά και στο σεβάσμιο Necrospirituals των Σουηδών goth/doomsters Stillborn (1989).
Αν περιέγραφα συνοπτικά τι συναισθήματα αποκομίσαμε από τη φετινή επίσκεψη των Σουηδών, θα επέστρεφα στο έναυσμα υπό τους ήχους των προηχογραφημένων εγχόρδων. O αφηγητικός μονόλογος της εισαγωγής σε ταξίδευε σε κάποιο στενό της γραφικής Βιέννης, το οποίο φάνταζε ακόμη νωπό από τις ψιχάλες μιας δροσερής, φθινοπωρινής βροχής. Το πλακόστρωτο μονοπάτι, βέβαια, εντυπωνόταν ολοένα και πιο γλιστερό, όσο τα αργόσυρτα riffs αυξομείωναν την ένταση, ωσάν μια σύντομη μα ορμητική θύελλα. Ξεκινώντας από τους παλιούς Anathema, κοινώς, και φτάνοντας ως τους My Dying Bride, ακόμη και μέσω των βαρύγδουπων Cathedral, η μετουσίωση της παιδείας τους υπό έναν εύπεπτο ρομαντισμό έμελλε να αγγίξει χορδές καθόλα ευαίσθητες. Τόσο ενδόμυχες, όσο και συναφείς με τις playlists μιας μουντής, επετειακής ημέρας.
«And when there's peace within myself,
And everything else,
A wanderer I am indeed, the son of the moon,
And I will carry mountains soon...»
{youtube}SFeEzBLlUZY{/youtube}