Η Συγγρού είναι από τους δρόμους της Αθήνας που πάντα με γοήτευαν. Διαθέτει κάτι το ελκυστικά αντιφατικό, ώστε ανέκαθεν με έκανε να τον ξεχωρίζω σε σχέση με άλλες, πιο αποστειρωμένες, αστικές αρτηρίες. Από τη μία έχεις δηλαδή τα κεντρικά καταστήματα τραπεζών, τους multiplex κινηματογράφους και τα χλιδάτα ξενοδοχεία κι από την άλλη –σε απόσταση αναπνοής και επιλογών– παραμονεύει ένα από τα πιο underground και σκληροπυρηνικά βασίλεια της μεταμεσονύχτιας Αθήνας. Στο μυαλό μου κατοικούσε λοιπόν ένας ξεκάθαρος συμβολισμός/αναλογία: σε ένα από τα πιο σύγχρονα και «εξευρωπαϊσμένα» καλλιτεχνικά κρησφύγετα της πρωτεύουσας, θα παρακολουθούσαμε ζωντανά το ψυχεδελικό drone των Lumen Drones, που κι αυτοί θαμπώνουν με ξεθωριασμένες κιθαριστικές παραμορφώσεις τα «διαυγή» ηχητικά τοπία τα οποία πλάθει το νορβηγικό βιολί, hardanger.
H μικρή σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών είναι πράγματι αρκετά μικρή, γι' αυτό και δεν μου προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός πως η συναυλία έγινε sold-out, μία εβδομάδα πριν την πραγματοποίησή της. Καθώς η προγραμματισμένη ώρα εμφάνισης των Νορβηγών πλησίαζε, οι θέσεις άρχισαν να καλύπτονται όλο και ταχύτερα από το κοινό, το οποίο αποτελούταν τόσο από τυπικούς πιστούς των εκλεπτυσμένων προτάσεων της Στέγης, όσο και από άτομα που έδειχναν ανοικεία με τον χώρο –και ίσως προτιμούσαν να απολαύσουν όρθιοι το live, καπνίζοντας και πίνοντας σε κάποια πιο underground σκηνή του κέντρου. Η αλήθεια είναι πως και οι Lumen Drones παρουσίασαν ένα set που ισορροπούσε ανάμεσα στην ανάγκη του θεατή να παραμείνει καθιστός, φαντασιωνόμενος ότι βαδίζει γαλήνιος στα σκανδιναβικά λιβάδια τα οποία απλώνονταν ηχητικώς μπροστά του, και στην επιθυμία να σηκωθεί, αφήνοντας το σώμα να πάλλεται ελεύθερο από τον χωροταξικό περιορισμό.
Η μπάντα αποτελείται από τον βιρτουόζο βιολιστή Nils Økland, τον ατμοσφαιρικό κιθαρίστα Per Steinar Lie και τον ντράμερ Ørjan Haaland της πειραματικής post-rock μπάντας Low Frequency In Stereo. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 2014 στο ευγενές μεγαθήριο της ECM και θυμάμαι με την πρώτη ακρόαση να με έχει συνεπάρει η τόσο αρμονική συνύπαρξη της νορβηγικής παράδοσης με μία πληθώρα σύγχρονων τεχνοτροπιών, οι οποίες δεν γνωρίζουν περιορισμούς στην ονοματολογία τους. Η ζωντανή αποτύπωσή του, όχι μόνο επανέφερε τα αρχικά μου συναισθήματα, μα ήρθε να προσδώσει και επιπλέον διαστάσεις ερμηνείας και άντλησης ικανοποίησης.
Θεώρησα λοιπόν ιδιοφυή τον τρόπο με τον οποίον το σχήμα έχει εξασκηθεί στην ακροβασία ανάμεσα στην εύπλαστη δομή των συνθέσεων και στην προαγωγή του αυθόρμητου αυτοσχεδιασμού, με το κάθε όργανο να επιτελεί, παράλληλα, μία συγκεκριμένη και αδιαπραγμάτευτη λειτουργία. Οι ισορροπίες φάνταζαν βέβαια αδύνατα λεπτές ορισμένες στιγμές, παρ’ όλα αυτά απλώνονταν στον χώρο με τέτοια μαεστρία, ώστε, αντί να δοκιμάσουν τις αντοχές των ακροατών, τις εξίταραν· καλώντας για περαιτέρω βύθισμα στα ενδότερα της πράξης.
Ο Nils Økland αποτίνασσε οτιδήποτε το αστικό από το hardanger και είμαι βέβαιος πως σκορπούσε νοσταλγία στην παρέα των 8 συμπατριωτών του, που καθόταν στη μπροστινή μου σειρά. Αυτό, τώρα, άλλοτε έδενε με τη μελωδική, κινηματογραφική φύση των κιθαριστικών εξερευνήσεων του Steinar –δημιουργώντας ενισχυτικά, ωστικά κύματα απόλαυσης– κι άλλοτε η κορυφή κατακτιόταν από τις χρονικές και τεχνικές συγκρούσεις των δύο οργάνων, επιφέροντας μέχρι και ανατριχίλα ηδονής στις πιο σπουδαίες στιγμές της αυτοσχεδιαστικής μάχης. Το περίγραμμα όμως το έθετε με τζαζ κοσμοθεωρία ο Haaland: υπήρχαν στιγμές που ενθάρρυνε αυτές τις εξάρσεις με το παίξιμό του και στιγμές στις οποίες απάλυνε τις διαθέσεις των δύο έγχορδων περιπατητών.
Ο Økland επικοινώνησε μαζί μας για πρώτη φορά περίπου στο 1/3 της εμφάνισης, ευχαριστώντας μας που βρεθήκαμε στη Στέγη και μιλώντας μας για το καλοκαίρι που συνάντησε στην Αθήνα, σε σχέση με την πατρίδα του. Όσο βουτούσαμε βαθύτερα, τόσο έμοιαζε το σύμπαν των Νορβηγών με εκείνο μίας πιο ριψοκίνδυνης εκδοχής των Dirty Three ή με αυτό μίας πιο εξευγενισμένης μορφής των Godspeed You! Black Emperor –δύο μπάντες που έχουν συμβάλλει, με τον τρόπο τους, στο καλλιτεχνικό όραμα των Lumen Drones. Οι δύο σπουδαιότερες στιγμές του live ήρθαν διαδοχικά προς το φινάλε, πρώτα όταν μία εντυπωσιακά μεθοδική στο χτίσιμό της σύνθεση κατέληξε σε καθαρτικό fade-out, κι αμέσως μετά, όταν ο Økland (αφού μας εξήγησε τις ομοιότητες της νορβηγικής, ελληνικής και ιρανικής μουσικής κλίμακας) μετέτρεψε το hardanger του σε πολίτικη λύρα: το ...ποντιακό punk που προέκυψε, πρόβαλλε το πώς θα έμοιαζε το κουαρτέτο του Σωκράτη Σινόπουλου αν είχε και post-rock ανησυχίες.
Τελικά, το έντονο χειροκρότημα του κοινού ενθουσίασε τη μπάντα, ιδιαίτερα τον Steinar, ο οποίος μας ευχαριστούσε επανειλημμένα, ωθώντας σε ένα μάλλον απρογραμμάτιστο encore, αλλά και σε διαδοχικές υποκλίσεις προς ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσέλευση και την αυθεντική, όπως φάνηκε, διάδραση σκηνής και πλατείας. Καθώς ανηφόριζα προς το μετρό λίγο μετά, εκτεθειμένος στο ωστικό χάος της Συγγρού, συνειδητοποίησα πόσο πολύ μας λείπει ένα εγχώριο όνομα σαν τους Lumen Drones, ικανό να αναμείξει με ανάλογο (μετα)μοντέρνο αλλά απέριττο τρόπο την πλούσια παράδοση της χώρας μας με σύγχρονα, επίκαιρα ακούσματα. Μπλέκοντας ηχητικό παρελθόν και παρόν και βαδίζοντας προς ένα πιο συναρπαστικό μέλλον.
{youtube}E3B7wnGOnuU{/youtube}