Απορρίπτοντας κάθε ίχνος οπαδικού παρωπισμού, το διάστημα των 6 ετών που μεσολάβησε από την πρώτη, εξουθενωτική επίσκεψη των Warrior Soul στην Αθήνα φαντάζει μακρινό. Αλλά ακόμη και έπειτα από τον ηχηρό ντόρο που προκάλεσε, το στάτους της μπάντας δεν φαίνεται να έχει μεγεθυνθεί διακριτά σε εισπρακτικό επίπεδο. Κρίνοντας δηλαδή από τις αποθεωτικές κριτικές και τη διαδικτυακή ανταπόκριση που χαίρουν το τελευταίο διάστημα, ο μέσος οπαδός θα ανέμενε μιλούνια κόσμου να έχουν κατακλύσει από νωρίς την αυλή του Six d.o.g.s., αγχομαχώντας στην ουρά για την αγορά ενός τυχερού εισιτηρίου.
Σε αντιδιαστολή, η οριακά sold-out κατάσταση φανερώνει πως το κοινό τους απλώς ανανεώθηκε, καθώς αρκετοί νεότεροι πήραν τη θέση των μεσήλικων που έδιναν μέχρι πρότινος το βροντερό παρών. Το κλίμα, ωστόσο, παρέμεινε εξίσου θερμό, μιας και δεν υπήρχε άνθρωπος στη μικρή «αρένα» της Αβραμιώτου που να μην έχει σηκωθεί στο πόδι, ενόσω οι βραχνιασμένες φωνές μας συχνά επικάλυπταν ακόμη και στιγμιότυπα της ίδιας της μουσικής. Το αντίθετο θα έμοιαζε και παράδοξο, άλλωστε, μιας και το κλίμα έδειχνε από νωρίς δροσερό: τα πλατιά χαμόγελα που διαγράφονταν σε γδαρμένες, ασπριδερές γενειάδες μαρτυρούσαν πως το βράδυ της Πέμπτης έφερε τον χαρακτήρα γιορτής, παρά τον εργασιακό φόρτο μιας καθημερινής ημέρας.
Εδώ όμως απαιτείται μια σύντομη παρένθεση, επειδή στο περιγραφέν οικογενειακό κλίμα σημαίνοντα ρόλο έπαιξαν και οι κάλλιστα ποιοτικές επιδόσεις των support σχημάτων. Φαινόμενο σπάνιο, μιας και οι ιδιαιτέρως αναμενόμενες συναυλίες μας ωθούν συχνά να ελέγχουμε αγχωτικά τους (στατικούς, κατά τ' άλλα) δείκτες των ρολογιών μας. Για την ακρίβεια, τόσο οι Jacks Full, όσο και οι Cemetery Dance προσέδωσαν εξίσου μερακλίδικους τόνους στη βραδιά με το διαποτισμένο hard rock τους –οι δε Jacks Full κέρδισαν τις εντυπώσεις στο νήμα, χάρη στην άπλετη άνεση που επέδειξε ο μπασίστας/τραγουδιστής τους Μιχάλης Απαρτόγλου. Ειλικρινά, η εικόνα που σου μετέδιδε έφερε την αμεσότητα του πιο ανάλαφρου κεφιού, ιδίως καθώς παρέδιδε αραχτά τις μπασογραμμές του σε μια party jam διάθεση, η οποία σε αναζωογονούσε διάτρητα.
Αναλογιζόμενος τώρα την πλούσια δισκογραφία των Warrior Soul που διακλαδώνεται σε διαφορετικές περιόδους, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως τους μεγάλους μουσικούς τους διακρίνει πρωτίστως η ισχυρή τους προσωπικότητα. O Kory Clarke έχει ένα έμφυτο χάρισμα, το οποίο φαντάζει δυσεύρετο ακόμη και στις αρετές των επικρατέστερων εκπροσώπων του είδους: πρόκειται για το λεγόμενο «Άγγιγμα του Μίδα», την πηγαία δηλαδή ικανότητά του να αφήνει το γενετικό του αποτύπωμα σε οποιαδήποτε πιθανή μετενσάρκωση των Warrior Soul, ανεξαρτήτως της φύσης του επιλαχόντος line-up. Παρότι, κοινώς, οι μουσικοί που τον πλαισιώνουν ανακυκλώνονται διαρκώς, η εφαρμοσμένη πεμπτουσία τους παραμένει αναλλοίωτη, ελέω ενός εκρηκτικού attitude, που πυροδοτεί τις σκηνικές (αλλά και συνθετικές) τους επιδόσεις.
Από εκεί και πέρα, όμως, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε το ίδιο και για τις φωνητικές δυνατότητες του Clarke, οι οποίες φαίνεται πια να έχουν πληγεί σε σημείο ανεπανόρθωτο. Το άλλοτε οργισμένο, μα άλλοτε γλυκόπικρο γρέζι που εξύψωσε τις 1990s αναφορές μεταλλάχθηκε σε μια σειρά από σκουριασμένες σιδερόβεργες οι οποίες σκάνε ραγδαία, τινάζοντας τη φθορά ολόκληρων δεκαετιών. Οι καταχρήσεις, ωστόσο, μοιάζουν να λειτουργούν εν μέρει ευνοϊκά στις επιδόσεις του: πόσο μάλλον όταν, ως αεικίνητος χαρακτήρας, εκλύει δόσεις ενέργειας πρωτόγνωρες πια για τα δεδομένα της συσκευασμένης 2010s ροκ εν ρολ κουλτούρας.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές συγκριτικά με την προ 6ετίας εμφάνισή. Όπως είχα αναφέρει και στην ανταπόκριση που έγραψα εκείνη την εποχή (ευρισκόμενος σε άλλο site), το σκαρί αυτού του ανθρώπου είναι φτιαγμένο από τη στόφα του Robert Plant και την πνοή του Iggy Pop: ζώντας και αναπνέοντας για το rock 'n' roll, όπως κάθε άνθρωπος που παραδίδει την ψυχή του. Ο Clarke παραμένει, κοινώς, ένας frontman «πεινασμένος» –μόνο που το περιτύλιγμα έχει αλλάξει διακριτά, μιας και η μακριά του μαλλούρα ξέμεινε παρατημένη σε κάποιο ξεχασμένο κάδο. H περσόνα που θα απολαμβάναμε αυτή τη φορά έμελλε λοιπόν να είναι η ανάλογη της Space Age Playboys εποχής, η ενέργεια της οποίας βουτά σε τόνους gel, πολύχρωμων ρούχων, αλλά και στο acid glam που διαφοροποίησε αισθητά το ιδιαίτερό τους ηχητικό φάσμα.
Έτσι, οι σκονισμένες, γκριζωπές καμπαρντίνες ξεχάστηκαν μεν, αλλά ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις τρεις ξεχωριστές περιόδους της μπάντας παραμένει πανίσχυρος. Σημαντικότατος σε αυτό παραμένει ο Rille Lundell, ο κιθαρίστας-κράμα των John Ricco και XFactor, μιας και τα εργολαβικά του γκάζια δένουν άπταιστα με μια καθαρή acid glam ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, πως, όσοι έχουν παρακολουθήσει τους Warrior Soul, επιβεβαιώνουν ότι διατηρούν άφθαρτο ένα μπαχαλέ party-rock νεύρο, ικανό να συμπυκνώσει ένα ολόκληρο club σε μια γυμνή, ματωμένη γροθιά: «Plenty of girls, plenty of fun, if you got the cash, drugs and the guns». Βρείτε μου έναν άνθρωπο που έπειτα από 30 χρόνια στον δρόμο εξακολουθεί να παραμένει ατσαλάκωτος –και ίσως τότε να παραδεχθώ ότι το φαινόμενο Warrior Soul δεν εξυψώνεται ως μοναδικό στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα.
Setlist (με επιφυλλάξεις για τη σειρά):
Fuck The Pigs
Punk And Belligerent
The Drug
Let's Get Wasted
Blown
Shine Like It
Rotten Soul
Generation Graveyard
Payback's A Bitch
Love Destruction
Downtown
The Losers
The Wasteland
No No No
{youtube}BnxhYyX-5aI{/youtube}