Παρότι το gothic είναι εμφανώς εκτός μόδας (όχι μόνο στην Ελλάδα), το κοινό στηρίζει συνεπέστατα τις ζωντανές εμφανίσεις των Sisters Of Mercy, γεμίζοντας κάθε χώρο, μεγάλο ή μικρό, στον οποίο φιλοξενούνται κάθε φορά. Και αν υπήρχαν αμφιβολίες ότι το άνετο Gazi Music Hall θα φάνταζε τεράστιο για το οικονομικά «στριμωγμένο» ελληνικό κοινό –δεν λες άλλωστε και φτηνό το εισιτήριο– τελικά η προσέλευση ήταν εξαιρετικά μεγάλη, γεμίζοντας από άκρη σε άκρη τον πλέον ψαρωτικό συναυλιακό χώρο που διαθέτει η Αθήνα.
Παίρνοντας θέση κάπου στα ψηλά μπαλκόνια του club, η βραδιά ανοίγει την προγραμματισμένη ώρα, με τους Mani Deum. «Nick Cave meets darkwave with a Wovenhand twist» η μουσική πρόταση του εγχώριου γκρουπ, η οποία μπορώ να πω ότι ήχησε ιδιαίτερα γοητευτική σε live περιβάλλον. Εξαιρετικά φωνητικά από τους Peri Ayan & Manos K, έντονη χρήση theremin, κιθαριστικές μελωδίες φιλικές με τις καλές εποχές του ελληνικού rock (τα Διάφανα Κρίνα πρέπει να τους αρέσουν) και εξαιρετικά μετρημένο drumming είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που κράτησα από τους Mani Deum, ως πρώτη επαφή με τη συναυλιακή τους υπόσταση. Εάν δεν υπήρχαν και κάποια προβλήματα στον ήχο (συνεχείς μικροφωνισμοί) και εάν το γκρουπ διέθετε επί σκηνής βιολί και γυναικεία φωνητικά, η εμφάνισή τους θα ήταν μια τέλεια αποτύπωση της ποιοτικότατης στουντιακής τους παρουσίας (τσεκάρετε οπωσδήποτε τo When Beauty Ends, που κυκλοφόρησε πέρσι τέτοιο καιρό).
Η «βρετανική» ομίχλη που κάλυψε ύστερα το Gazi Music Hall, μπορεί να είναι μια τυπική ιεροτελεστία για κάθε live εμφάνιση των Sisters of Mercy εδώ και πολλά χρόνια, όμως δεν φτάνει από μόνη της για να μας ταξιδέψει στις ένδοξες μέρες της Floodland. Απαιτείται κυρίως ο ηγεμών της σκοτεινής χώρας, κος. Eldritch, να βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση και σε πνευματική διαύγεια, να έχει κέφι και όρεξη στο ελάχιστο, ώστε να μπορεί να φέρει εις πέρας το έργο του. Και ευτυχώς για τον κόσμο που τον τίμησε με την παρουσία του, απεδείχθη ότι διανύει μια καλή περίοδο στη ζωή του. Περισσότερο ομιλητικός από παλιότερα και με καλή μπάντα στο πλάι του (οι σταθερές των Chris Catalyst & Ben Christo πλέον κρίνονται ως άκρως επιτυχημένες, σε ένα γκρουπ απ’ το οποίο πέρασαν μιλιούνια σεσσιονάδες), ο Eldritch απέδωσε ικανοποιητικά τη νοσηρότητα των στίχων του.
Μπορεί να μην διαθέτει τη γλαφυρότητα των παρελθοντικών του ερμηνειών (ίσως και οι καταχρήσεις να βοήθησαν σε αυτό), αλλά και μόνο το γεγονός ότι διατηρεί μέσα του ζωντανό ένα σημαντικό κομμάτι από εκείνη την εποχή, είναι αρκετό για να ικανοποιηθεί ο ακροατής. Ο Doktor Avalanche παραμένει πιστός, ως ψηφιακός συνοδοιπόρος του όλα αυτά τα χρόνια –και πλέον μπορώ να ομολογήσω ότι η ηχητική του παρουσία έχει μια έντονη vintage χροιά, από τη στιγμή που οι σύγχρονοι pop/rock αστέρες σνομπάρουν τη χρήση drum machine.
Ακούσαμε πολλές από τις επιτυχίες του γκρουπ την Κυριακή και όλοι διασκέδασαν με την ψυχή τους, σε αυτή τη μιάμιση ώρα. Η setlist, βέβαια, αποδείχθηκε ανορθόδοξα στημένη για ένα κοινό που χαρακτηρίζεται από την επιφανειακή του προσέγγιση και έτσι οι εκπλήξεις των «νέων» συνθέσεων –τις οποίες ο Eldritch υποτίθεται ότι δουλεύει εδώ και χρόνια, αλλά δεν κυκλοφορεί γιατί δεν γουστάρει την ηθική της μουσικής βιομηχανίας– δεν βοήθησαν να μην κάνει κοιλιά η εμφάνιση. Ευτυχώς όμως το διπλό encore χαροποίησε τελικά τους πάντες, μιας και δεν το συνηθίζει ο Βρετανός. Με αρκετές λοιπόν ενστάσεις για τα παραπάνω, ας κρατήσουμε μονάχα τα πολλά θετικά μιας όμορφης βραδιάς, για την κατάληξη της οποίας πολλοί πόνταραν αντίθετα.
{youtube}wabg8oFyQUA{/youtube}