Μία από τις πιο απολαυστικές περιπέτειες που μπορεί να σου χαρίσει η ενασχόληση με επίκαιρες μουσικές τάσεις και σύγχρονους καλλιτέχνες, είναι να κυνηγήσεις το όνομα με το οποίο έχεις πωρωθεί τους τελευταίους μήνες σε κάποια πόλη του εξωτερικού, για να το ζήσεις ζωντανά ακριβώς τη στιγμή που η σχέση λατρείας μαζί του έχει πιάσει κορυφή. Και ειδικά αν το όνομα αυτό είναι τόσο «καυτό» όσο της Courtney Barnett και η πόλη το προσωπικά λατρεμένο Λονδίνο, οι αφορμές για ταξίδι πολλαπλασιάζονται.

Η Αυστραλή τραγουδοποιός περιοδεύει ανελέητα με τη μπάντα της τους τελευταίους μήνες, έχοντας ταξιδέψει από την Ιαπωνία μέχρι το L.A. (όπου έπαιξε μαζί με τους Blur), και από τη γενέτειρά της Μελβούρνη σε όλη την κεντρική Ευρώπη, ώστε να υποστηρίξει το, στην ουσία, δεύτερο και καλύτερό της μέχρι στιγμής άλμπουμ –με τον διπλής ερμηνείας τίτλο Sometimes I Sit And Think, And Sometimes I Just Sit. Και καλά κάνει, γιατί είναι από εκείνους τους δίσκους που μόλις τον ξεζουμίσεις στο δωμάτιό σου και τον τιμήσεις με headbanging στα Μ.Μ.Μ, σκέφτεσαι τη στιγμή που θα χτυπιέσαι μαζί με εκατοντάδες άλλα άτομα στο "Pedestrian At Best" ή θα τραγουδάς τους πνευματώδεις και γλυκόπικρους στίχους, πριν διαλυθείς σε χιλιάδες μικρά κομμάτια.

Cbarnett_2.jpg

Το Ο2 Forum βρίσκεται στα βόρεια της βρετανικής πρωτεύουσας, εκεί όπου οι δρόμοι αρχίζουν να ανηφορίζουν. Κοντά στη νεανική και άτακτη γειτονιά του Camden, φημισμένη για τις αχανείς και φθηνές αγορές της, ακόμη όμως περισσότερο συνυφασμένη με την Amy Winehouse –καθώς εκεί γεννήθηκε η θρυλική αυτή περσόνα της πρόσφατης μουσικής ιστορίας. Όταν οι πόρτες άνοιξαν λίγο μετά τις 7 (νωρίς για τα ελληνικά δεδομένα, μα απόλυτα αντιπροσωπευτικά για τα βρετανικά), ο κόσμος ήταν ακόμα ελάχιστος, αλλά δεν είχα λόγο να καταπιέσω τον ενθουσιασμό μου, οπότε μπήκα από τους πρώτους στο άδειο Forum. Ο συναυλιακός χώρος, εντυπωσιακός: μοιάζει περισσότερο με χλιδάτο φουτουριστικό θέατρο βικτωριανής τεχνοτροπίας, βαμμένο σε πορφυρές αποχρώσεις και ιδανικό για πιο «εκλεπτυσμένα» θεάματα, παρά με μία βρώμικη αρένα στην οποία μπορείς να φανταστείς κόσμο να τραντάζεται ριψοκίνδυνα, να τσαλακώνει το επιμελώς ατημέλητο βρετανικό coolness του και να σπάει politically-correct κανόνες.

Cbarnett_3.jpg

Το boy/girl ντούο των Big Scary ήταν εκείνο που ανέβηκε πρώτο στη σκηνή γύρω στις 8, μαζί με το έξτρα μέλος και μπασίστα, ο οποίος τους συνοδεύει στη νυν περιοδεία. Οι συντοπίτες της Barnett έχουν κυκλοφορήσει μόλις 2 δίσκους από το 2006 όταν και σχηματίστηκαν, αλλά έχουν καταφέρει να αναδειχθούν σε ένα από τα πιο συζητημένα ονόματα της αυστραλέζικης σκηνής, φτάνοντας μάλιστα –με το δεύτερο άλμπουμ τους Not Art (2013)– να είναι υποψήφιοι για 3 μουσικά βραβεία. Don’t believe the hype, όμως: τίποτα απ' όλα αυτά δεν δικαιολογήθηκε ούτε καν στο ελάχιστο, τουλάχιστον στα περισσότερα σημεία της εμφάνισής τους. 

Cbarnett_4.jpg

Οι μελωδίες μου φάνηκαν ελαφρώς κιτς, οι συνθέσεις ανύπαρκτες και οι ιδέες χιλιοειπωμένες. Η έλλειψη κιθάρας, επίσης, ζημίωσε ανεπανόρθωτα τις όποιες στιγμές πήγε να γίνει το κάτι παραπάνω, κάτι το οποίο επιτεύχθηκε μερικώς όταν ο μπασίστας της Barnett –με το παρατσούκλι «Bones»– πήρε το όργανο στα χέρια του, και ο αντίστοιχος των Big Scary εμφάνισε από το πουθενά ένα σαξόφωνο, που εξέπληξε αρκετούς. Τα κομμάτια ζωηρής και σκανδαλιάρικης ποπ που παρουσίασε η συγκεκριμένη τετράδα κατάφεραν να βάλουν επιτέλους στο παιχνίδι το κοινό, ενώ σε προσωπικό επίπεδο μου θύμισαν αρκετά τους Menomena και τα δικά τους άλμπουμ. Τελικά οι Big Scary δεν μου πρόσφεραν πάντως καμία ουσιαστική αφορμή για να τους ψάξω περισσότερο στο μέλλον· τουλάχιστον μας ζέσταναν σε ικανοποιητικό βαθμό.

Cbarnett_5.jpg

Αυτή θα ήταν εντωμεταξύ η δεύτερη συνεχόμενη βραδιά που η διάχυτα ορεξάτη και αυτοσαρκαστική Αυστραλή θα έπαιζε στο sold-out Ο2 Forum: η δεύτερη μέρα προστέθηκε μάλιστα καθώς τα εισιτήρια για το live της προηγούμενης βραδιάς εξαντλήθηκαν μέσα σε 24 ώρες, γεγονός που δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. Λίγο πριν η Barnett, ο μπασίστας «Bones» και ο ντράμερ Dave Muddie –με ελληνικές καταβολές, όπως μου είπε μετά το τέλος του σόου– μας προσκαλέσουν για χορό χωρίς επιστροφή, δεν υπήρχε ούτε μισή σπιθαμή χώρου ακάλυπτη από τον κόσμο. Και αν ψάχνετε χαρακτηρισμούς για την ταυτότητα του κοινού, δεν διέκρινα κάποια επικρατέστερη. Υπήρχαν βέβαια οι προβλέψιμοι πρωτοχιπστεράδες του ανατολικού Λονδίνου, που θα τους έβλεπες την επομένη να αγοράζουν όλο το top-10 της φετινής Rough Trade λίστας σε βινύλιο, μέχρι οικογένειες που θα συναντούσα (κυριολεκτικά!) 2 μέρες μετά σε ένα μουσείο για τα χριστουγεννιάτικα έθιμα της μεσοαστικής βρετανικής φαμίλιας. Υγιείς  καταστάσεις.

Cbarnett_6.jpg

Η setlist που επέλεξε η Barnett, ήταν ονειρική. Όχι μόνο έπαιξε όλα τα κομμάτια από τον φετινό της δίσκο (με εξαίρεση το "Boxing Day Blues"), αλλά έχωσε γενναία και μερικά από τα σπουδαιότερα αρχικά της τραγούδια, με την τρυφερότητα της μάνας που δεν θέλει να αφήσει παραπονεμένα τα μεγαλύτερά της παιδιά. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε με το breakthrough χιτάκι "Avant Gardener" –αποδεικνύοντας ότι μια χαρά τα καταφέρνει με τις εισπνοές της– και συνέχισε με το "Dead Fox", μία από τις πιο radio friendly συνθέσεις της, με μελωδικό ρυθμό ικανό να ζαχαρώσει και τις πιο σκληρές ψυχές. Η πρώτη όμως στιγμή που μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε τους λόγους για τους οποίους επικρατεί όλος αυτός ο χαμός γύρω από τις συναυλίες της, ήρθε με το "Small Poppies": η μπλουζ ζεστασιά μούδιασε τις αισθήσεις, μέχρι να έρθει αιφνίδια η τελική κιθαριστική έκρηξη, που συσσωρευόταν στο μεταξύ υπομονετικά· σαν να μας έλουσε ένας τεράστιος κουβάς με εγκληματικά παγωμένο νερό.

Cbarnett_7.jpg

Εντωμεταξύ, τα χαριτωμένα graphics από κλόουν μέχρι τουκάν και από ξωτικά μέχρι φώκιες εναλλάσσονταν σαν φόντο, όντας απόλυτα εναρμονισμένα με τους στίχους και με το αισθητικό σύμπαν που έχει χτίσει η 28χρονη από τη Μελβούρνη. Οδεύοντας προς τη μέση του live, τα καρέ που ξεχώρισαν ήταν το κραυγαλέο φάγωμα των στίχων στο "History Eraser" –το οποίο έφερε στην επιφάνεια την αναμενόμενη κούραση της Barnett μετά από τόσους μήνες περιπλάνησης– ένα νέο κομμάτι ψυχεδελικής φολκ (ενδεχομένως από τον επόμενο δίσκο της;), αλλά και η μαζική συμμετοχή του κοινού στη μελωδική απαγγελία των συγκινητικών, αλληγορικών στίχων εσωτερικής ανάκαμψης του "Depreston": «If you’ve got a spare half a million/You could knock it down and start rebuildin’». Ήταν όμως κάτι παραπάνω από φανερό πως η πρωταγωνίστρια της βραδιάς είχε πια φτάσει στα όρια της: δεν διέθετε και τόση όρεξη να επικοινωνήσει με τον κόσμο, μερικά τραγούδια διαρκούσαν λιγότερο απ’ ότι στον δίσκο και γενικότερα μου άφησε την πικρή (μα απολύτως κατανοητή) αίσθηση πως ήθελε να πατήσει pause στην όλη φρενίτιδα της ατελείωτης περιοδείας.

Cbarnett_8.jpg

Όταν όμως οι πρώτες πεθαμένες νότες του "Kim’s Caravan" αντήχησαν στο απόλυτα σιωπηλό εκείνη τη στιγμή Ο2 Forum, οι παραπάνω σκέψεις αναιρέθηκαν πλήρως. Μπορεί η καπνίλα των αθηναϊκών σκηνών να μην μου έλειπε καθόλου, αλλά ένα τσιγάρο ήθελες να το ανάψεις όταν η Barnett σε ικέτευε να πάρεις ό,τι θες από εκείνη («So take what you want from me»). Εγώ πάλι επέλεξα τη δικιά της πρόταση, «Choose Love», που αναγραφόταν στο t-shirt της. Το κυρίως σόου έκλεισε κατόπιν με τον πιο επικό τρόπο, με τα "Nobody Really Cares If Υou Don’t Go To The Party" και "Pedestrian At Best", δύο κομμάτια προορισμένα για ζωντανές εκτελέσεις και για να σκορπάνε επιδημική υστερία. Αναμενόμενα, το κοινό άρχισε να χορεύει εκστασιασμένο, πετώντας μπλουζάκια και τζάκετς στη σκηνή, ως ένα ελάχιστο ευχαριστώ. Το encore θα προτιμούσα να το ξεχάσω βέβαια, καθώς η Courtney με τη μπάντα της επανεμφανίστηκε μαζί με τους ξυπόλυτους Big Scary, θυμίζοντας συμμετοχή από κάποια Eurovision στα μέσα των 1980s... 

Cbarnett_9.jpg

Πέρα από το δεδομένο fun της υπόθεσης, το live με βοήθησε να συνειδητοποιήσω τόσο γιατί με έχει γοητεύσει το φαινόμενο Courtney Barnett, όσο και γιατί το ίδιο συμβαίνει με μία τεράστια μερίδα κοινού, κριτικών και ατόμων που ασχολούνται ενεργά με τη σύγχρονη εναλλακτική κουλτούρα. Η Aυστραλιανή προσεγγίζει την καριέρα της σαν μουσικός άλλης δεκαετίας: περιοδεύει ασταμάτητα, γράφει ειλικρινείς, επίκαιρους και ταυτίσιμους στίχους, ενώ τα τραγούδια της χαρακτηρίζονται από μία ανεπιτήδευτη διαχρονικότητα. Και μέσα σε όλα αυτά, είναι επίσης προσιτή, αστεία, πνευματώδης –μία τύπισσα δηλαδή την οποία θα ήθελες να την κάνεις παρέα.

Όταν λοιπόν ζούμε σε εποχές που η σχέση μεταξύ μουσικών και ακροατών μοιάζει πιο παροδική και επιφανειακή από ποτέ, αν βρεθεί μία ύπαρξη που νιώθεις ότι μιλάει σε βαθύτερες πτυχές σου, τότε δεν θα τη λατρέψεις απλώς, αλλά θα γραπωθείς από πάνω της. Η Courtney είναι λοιπόν απόλυτα συγχρονισμένη με τα συναισθηματικά θέλω που μπορεί να γεννήσει η μουσική σήμερα, μου φαίνεται μάλιστα πως ακόμη βρίσκεται στα πρώτα της, αναγνωριστικά βήματα. Η συνέχεια, φαντάζει συναρπαστική.

{youtube}4H0wr3zDhjM{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured