Έπειτα από 20 χρόνια αξιοσημείωτης πορείας στον χώρο του αμερικάνικου hardcore, οι Bane αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να το διαλύσουνε. Βγήκαν λοιπόν στον δρόμο για μια τελευταία φορά, επιλέγοντας μεταξύ άλλων και αρκετά μέρη στα οποία δεν είχανε ξαναπαίξει ποτέ. Η Αθήνα ήταν ένα από αυτά. 

Καμιά 150 ψυχές ανταποκριθήκαμε στην περίσταση, μισογεμίζοντας το Second Skin. Μαζί και οι δύο μπάντες που άνοιξαν τη συναυλία, οι Ολλανδοί Heartgrown και οι δικοί μας Bring Back Persephone. Μια δυνατή συναυλία, τουλάχιστον από την άποψη των ντεσιμπέλ, γιατί για τα υπόλοιπα δεν αρκούν μονάχα οι τσιταρισμένες εντάσεις και η punk/hardcore συμπεριφορική: έχει σημασία και το τι κάνεις με δαύτα. 

Bane_2.jpg

Οι Heartgrown, για παράδειγμα, διέθεταν μπόλικη ενέργεια έτσι όπως έμπλεκαν το hardcore συγκροτημάτων τύπου Converge με μια κάπως πιο doom αισθητική. Ήταν μάλιστα και αρκετά ενθουσιώδεις –ίσως και υπέρ το δέον– με τον τραγουδιστή να κυλιέται ουρλιάζοντας στα πατώματα πάνω ή και κάτω απ’ τη σκηνή, τη στιγμή που ο κόσμος τριγύρω παρακολουθούσε μάλλον απαθώς τα τεκταινόμενα. Το τελευταίο, βέβαια, άλλαξε λιγάκι όσο προχωρούσε το σετ και είναι κάτι που θα πρέπει να πιστωθεί στους Ολλανδούς. 

Δυναμική παρουσία, λοιπόν, με ορισμένες έξυπνες εναλλαγές, αν και, σε γενικές γραμμές, δύσκολα ξέφευγαν από τις φασόν λύσεις –τόσο στο επίπεδο της επιτέλεσης, όσο και στο καθαρά μουσικό. Το αυτό μπορεί να υποστηριχθεί και για την περίπτωση των Bring Back Persephone. Ή σχεδόν. 

Bane_3.jpg

Εδώ βρισκόμασταν σ’ ό,τι η ίδια η μπάντα περιγράφει ως «blackened hardcore». Αλλά το επί σκηνής αποτέλεσμα μου φάνηκε αρκετά πλαδαρό για να υποστηρίξει την επικινδυνότητα που ευαγγελίζεται η περιγραφή. Ίσως να μην τους βοήθησε κι ο ήχος (που γενικά δεν ήταν κι ο καλύτερος), ίσως και το γεγονός ότι είχαν «δανεικό» τραγουδιστή να λειτούργησε ανασταλτικά. Πάντως, ήταν ελάχιστες οι φορές που το πράγμα δούλευε καλύτερα απ’ όσο μπορεί να δουλέψει μία συρραφή συμπαθητικών μεν, αλλά και αρκετά κοινότοπων μουσικών ιδεών· ελάχιστες οι φορές, δηλαδή, που οι Bring Back Persephone βρήκαν διέξοδο από τους ετεροπροσδιορισμούς τους. 

Bane_4.jpg

Λίγα λεπτά πριν τις 11, είχε έρθει η ώρα και για τους πρωταγωνιστές. Το λάιβ των Bane ξεκίνησε με τον Aaron Bedard να προσκαλεί με μια κάποια ειρωνεία όσους καθόμασταν στις πίσω σειρές του ακροατηρίου να μεταφερθούμε μπροστά και να αναμειχθούμε («get involved») σε ό,τι θα συνέβαινε. Το να κάθεσαι εκεί πίσω, μας έλεγε, δεν είναι η ενδεδειγμένη στάση στήριξης της κοινότητας. 

Και όσο προχωρούσε το λάιβ, γινόταν αρκετά σαφές πως αυτή η έννοια του «community» έχει τη σημασία της, όσον αφορά το πώς βλέπουν τον ρόλο τους οι Bane (φαίνεται κι από τη συνέντευξη που έδωσε ο Bedard στον Χάρη Συμβουλίδη –διαβάστε εδώ). Γρήγορα ανέπτυξαν έτσι μια αρκετά άμεση επαφή με όσους και όσες από το κοινό βρέθηκαν κοντά στη σκηνή, ενώ δεν δυσανασχέτησαν ακόμα κι όταν ορισμένοι/ες ανέβαιναν πάνω στην τελευταία, έπαιρναν τα μικρόφωνα και τραγουδούσαν «αντί αυτών». Στο τέλος δε, αντί για δικό τους encore, ο κιθαρίστας Zach Jordan ανέβασε στη σκηνή δύο ακροατές, κάθισε τον έναν στα τύμπανα, φόρεσε στον άλλον μια κιθάρα και απάντησε στο αίτημα του κοινού για ένα ακόμα τραγούδι λέγοντας: «there is your one more song». Ο ντράμερ Bob Mahoney έπιασε το μπάσο, ολοκληρώνοντας την κακοτεχνία. 

Bane_5.jpg

Αυτό, όμως, πέρα από την ανατροπή μιας έτσι κι αλλιώς βαρετής διαδικασίας (όχι τόσο το ίδιο το encore, όσο κυρίως το όλο τελετουργικό που το συνοδεύει), έδειχνε κι εκείνο το «μαζί» που πρεσβεύουν οι Bane. Βεβαίως, η ίδια η συνθήκη ενός λάιβ ορίζει σε μεγάλο βαθμό και τους ρόλους, μοιράζοντας τους παρευρισκόμενους σε επιτελεστές και ακροατές· όμως η ειρωνεία του Bedard προς εμάς «εκεί πίσω» δεν ήταν απλώς μια φραστική πρόκληση, μα περισσότερο μια διάθεση ρήξης αυτών των παγιώσεων: αποτέλεσμα της πεποίθησης ότι ο ενθουσιασμός του ενός, μπορεί να τροφοδοτήσει τον ενθουσιασμό του άλλου. 

Στη 1 περίπου ώρα που βρέθηκαν στη σκηνή του Second Skin, οι Bane επέδειξαν αρκετούς από τους λόγους για τους οποίους καθιερώθηκαν, ρίχνοντας επαρκή δείγματα αυτού του ορμητικού και αρκετά ιδιαίτερου hardcore τους. Το τραγούδι του Bedard, η συνεργασία στις κιθάρες μεταξύ του Jordan και του Aaron Dalbec και το παίξιμο του Mahoney στα ντραμς (το οποίο ήταν αρκετά λεπτομερές και κατάφερνε να ξεφύγει από τη συνήθως ισοπεδωτική χρήση των δυναμικών σε τέτοιου είδους συναυλίες), ήταν τα δυνατά χαρτιά των Αμερικανών. Μαζί βεβαίως με τα ίδια τα τραγούδια τους, όπως το “Final Backword Glance” με το οποίο μας αποχαιρέτισαν ή και όσα νέα ή παλαιότερα ακούστηκαν. 

Bane_6.jpg

Όσο αφορά τη σκηνική τους παρουσία, η φιγούρα του Bedard (ένα περίεργο σύμφυρμα Αμερικανού μεσοαστού και οργισμένου μετα-εφήβου) στάθηκε κεντρική, κόβοντας διαρκώς νευρικές βόλτες στα λίγα τετραγωνικά που της αντιστοιχούσαν. Ωστόσο, ο ίδιος ο κώδικας επιτέλεσης της μπάντας –με τα χοροπηδητά και τα τυποποιημένα κινητικά ξεσπάσματα– μου έμοιαζε λιγάκι παράταιρος για ανθρώπους που έχουν κλείσει τα 45. Πάντως, ο ήχος των Bane δεν έδειχνε κουρασμένος. Ήταν καλοδουλεμένος και αρκετά κοφτερός για να διοχετεύσει την ενέργεια με την οποία ήταν επενδυμένος. 

Γύρω στα μεσάνυχτα, η σεμνή τελετή έλαβε τέλος κι εμείς βγήκαμε σε ένα αρκετά διαφορετικό τοπίο. Βλέπετε, το Γκάζι της βραδινής διασκέδασης, λίγο ενδιαφέρεται για το hardcore και την όποια κοινότητα. Πάντως κι αυτή η αντίθεση είχε το ενδιαφέρον της… 

{youtube}eBB0oEtVH0I{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured