Στην πρώτη αττική φθινοπωρινή βραδιά της συναυλιακής σαιζόν, στην οποία τα μανίκια των πουκαμίσων χρειάστηκε να κατέβουν και τα φερμουάρ των τζάκετ να ανέβουν κάποιους πόντους, το θελκτικώς αντιφατικό στενό της Αναξαγόρα είχε πλημμυριστεί από εξωτική, αστική γλύκα και μυρωδιές κάρυ που σκόρπιζε το αναιμικό βοριαδάκι. Κόσμος πολύς –κακά τα ψέμματα– δεν προβλεπόταν. Κι έτσι οι όποιες, κάποιες, σκόρπιες, νεανικές και ελαφρώς ανομοιογενών καταβολών παρέες άρχισαν να μαζεύονται ελάχιστα πριν τα πρώτα ψυχεδελικά τιτιβίσματα των Monochromatic Visions, πίνοντας τις ακουμπισμένες στα καπό των παρκαρισμένων αμαξιών μπύρες τους.
Το αθηναϊκό σχήμα του Art Pegis, καλειδοσκοπικής υφής και με όπλο μια πολύχρωμη μουσική βεντάλια (σε πλήρη αντίφαση με το όνομά τους), ανέλαβε άτυπα αλλά και αναμενόμενα τον άχαρο ρόλο του καλέσματος του κοινού στα ενδότερα· το οποίο και ανταποκρίθηκε. Σε ορισμένες στιγμές, το χιλιοειπωμένο μα σοβαρά μελετημένο και δοσμένο ψυχεδελίζον (αλλά και με ευγενικές shoegaze και surf δαγκωματιές) ηχητικό κράμα της μπάντας ανάγκασε τα μεν κορίτσια να χορεύουν με αθόρυβους 1960s λικνισμούς, τα δε αγόρια να κουνούν συνωμοτικά τα κεφάλια. Μπορεί οι συνθέσεις να ήταν προβλέψιμες, οι μελωδίες να μη σου έμεναν στο τέλος και η συνολική προσέγγιση των Monochromatic Visions να περιορίζεται σε μία άλλοτε εύφορη και άλλοτε μελαγχολική αναπαραγωγή ενός αναμασημένου ήχου, πάντως λίγο τα ιδιότυπα γυναικεία φωνητικά, λίγο η cool νεανική αύρα, λίγο ο πράγματι συμπαγής ζωντανός τους ήχος –μαζί βέβαια και με το δεδομένα πιασάρικο της υπόθεσης– ανέδειξαν τελικά τις ρετρό ψυχεδελικές αρετές του σχήματος.
Την οικειότητα που έβγαλαν οι Monochromatic Visions, ακολούθησε η μεταλλική παγωμάρα των Acid Barretts, έστω και προσωρινά. Τόσο τα σαν πίνακα still life drum machines –ναι, τόσο πεθαμένα βιώθηκαν– όσο και το επαναλαμβανόμενο, καθοδηγούμενο από μίνιμαλ (αρχικά) μπασογραμμές ηχητικό και αισθητικό μοτίβο, δημιούργησε μία υποθάλπουσα αμηχανία. Μόνο ένα ζευγάρι μπροστά-μπροστά ξεχώριζε να κραδάζεται άναρχα: έμοιαζε σαν να είχε βγει κατευθείαν από δισκάδικo της Berwick Street στο Σόχο, χρονολογία 1974. Όταν όμως μπήκαν στο παιχνίδι οι ριψοκίνδυνες shoegaze κιθάρες και τα ομιχλώδη reverbs, το ντούο άρχισε προοδευτικά να βρίσκει ρυθμό και εσωτερική χημεία, αναγκάζοντας έτσι το λιγότερα αραιό (πια) κοινό να εισέλθει πρόθυμα στο αισθητικό σύμπαν το οποίο πρότειναν. Έτσι, η εμφάνισή τους κορυφώθηκε ως λογική εξέλιξη στο τελευταίο τους εκρηκτικό κομμάτι, χωρίς όμως στον απολογισμό να δίνουν αφορμές για να πιστέψει κανείς πως το μουσικό σύνολο που παρουσιάζουν είναι ικανό να δεχθεί περαιτέρω βελτιώσεις και ευρηματικές προσθήκες.
Μετά λοιπόν τα τελικώς ικανοποιητικά και, με κάποιον τρόπο, ταιριαστά προεόρτια, σειρά πήρε το «μεγάλο» όνομα της βραδιάς. Εντάξει, μεγάλο τηρουμένων των αναλογιών, καθώς τα αδέρφια Andy & Edwin White από το ημι-τροπικό Ορλάντο κατάφεραν να κάνουν γερό μπάσιμο στα πιο mainstream δρομάκια του εναλλακτικού μουσικού χάρτη, μόλις πέρυσι, με την κυκλοφορία του Overseas: ένα πολύ ιδιαίτερο εγχείρημα, τόσο σε επίπεδο παραγωγής (ηχογραφήθηκε live σε σκόρπιες προσπάθειες), όσο και σε επίπεδο περιεχομένου. Διαθέτοντας πλούσια και αθόρυβη προϋπηρεσία, με διάφορα side projects στα οποία έχουν συμμετάσχει κατά καιρούς, οι Tonstartssbandht –όνομα που ηχεί σαν ισλανδικό ηφαίστειο ή σαν νοτιαμερικάνικη έρημος, αλλά τελικά διαβάζεται πανεύκολα (ως Ταν-Σταρτσ-Μπαντ-Ιτ)– χάρισαν μία αξιομνημόνευτη, περιπετειώδη και βρώμικα θεατρική εμφάνιση σε αυτούς τους λίγους που μυρίστηκαν τη δυνητική δυναμική της βραδιάς.
Ο Andy –ο μικρός αδερφός– έμοιαζε πραγματικός κωμικός δαίμονας επί σκηνής. Με σημείο αναφοράς τη δωδεκάχορδη κιθάρα του, διέθετε μία «ντοπαρισμένη» ευλυγισία, ηχητική αλλά και σωματική, που έρεε καυτή και αδάμαστη ανάμεσα στα μουσικά γκελ και στις απρόσμενες σεναριακές τροπές του σόου· γιατί τελικά ως τέτοιο βιώθηκε το live. Ο Edwin, από την άλλη, είναι εκείνος που οριοθετεί τον αλλοπρόσαλλο ηχητικό χαρακτήρα της μπάντας, πριν αυτός εντροπιάσει ανεπιστρεπτί· χαρίζει επίσης συνοχή στο οργανωμένο χάος το οποίο σερβίρουν. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο εύκολα μεταπηδούσαν από μελωδικές, συναισθηματικές εξάρσεις (με αύρα από την απύθμενη παρακαταθήκη των Beach Boys) σε σύγχρονες, κυματιστές και ψυχεδελικές αερογέφυρες και από εκεί σε hooks και riffs ικανά να σπάσουν πνευμόνια από το πάθος και πόδια από τον χορό. Ακόμη και το μοναδικό τους ολίσθημα –ένα μίνι περιστατικό με τις μπαταρίες του μικροφώνου του Edwin, που σταμάτησαν να λειτουργούν– δεν ξένισε: οποιοδήποτε κενό καλυπτόταν ευχάριστα με το χιούμορ και τη μεταδοτική τους ευδιαθεσία.
Οι Tonstartssbandht ήταν λοιπόν απολαυστικοί, το λιγότερο. Έπαιξαν τα «χιτάκια» τους, δηλαδή το "Alright Medley" και το "Hymn Our Garden" –που αποτέλεσε και την κορυφαία στιγμή της εμφάνισής τους– διασκεύασαν για μερικά δευτερόλεπτα AC/DC και ανάγκασαν το κοινό να τους ζητάει στο τέλος με προθυμία να παίξουν κι άλλο, κάνοντας φυσικά το αίτημά του αποδεκτό. Μα περισσότερο απ’ όλα χάρισαν στον λιγοστό κόσμο που τους παρακολούθησε στο Ρομάντσο μια γερή δόση σεροτονίνης και μια ασυγκράτητα εύφλεκτη αύρα, που εκτονώθηκε με τον πλέον διασκεδαστικό τρόπο.
{youtube}44R6XzJrXvo{/youtube}