Οι Mostly Other People Do The Killing είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση στον χώρο της σύγχρονης τζαζ. Επί της ουσίας, πρόκειται για μια ομάδα προβοκατόρων, η οποία επιθυμεί να εμφανιστεί ως πρωτοποριακή και για να το πετύχει σκάβει όλο και πιο βαθιά στο τζαζ παρελθόν. Και από εκεί δεν αντλεί απλώς έμπνευση· ξεπατικώνει ανερυθρίαστα οτιδήποτε της γυαλίσει, το προσθέτει στην εργαλειοθήκη της κι έπειτα παίζει μαζί του: το εντάσσει σε αναπάντεχες συνομιλίες, το αποδομεί ανηλεώς ή απλώς το αφήνει ως έχει (βλέπε, ως προς το τελευταίο, την περσινή τους δουλειά, τη νότα προς νότα επανεκτέλεση του Kind Οf Blue του Miles Davis). Κατά βάση, λοιπόν, άλλοι άνθρωποι κάνουν τη δουλειά, όμως οι Moppa Elliott (κοντραμπάσο), Jon Irabagon (τενόρο σαξόφωνο), Ron Stabinsky (πιάνο) & Kevin Shea (τύμπανα) είναι παραπάνω από πρόθυμοι να την αποτελειώσουν.
Το βράδυ της Παρασκευής ο κόσμος μισογέμισε τη μικρή σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών και οι Mostly Other People Do the Killing μας παρουσίασαν κατά κύριο λόγο το Mauch Chunk, τον δίσκο που μόλις κυκλοφορήσανε. Mauch Chunk ονομάζεται «μια μικρή πόλη στην Πενσυλβάνια», όπως μας την παρουσίασε ο Elliott, βασικός συνθέτης και καθοδηγητής του σχήματος. Η ιστορία της είναι τέτοια που γίνεται βούτυρο στο ψωμί κάτι προβοκατόρων σαν και του λόγου του, οπότε επιτρέψτε μου μια μικρή παράκαμψη.
Αυτή λοιπόν η «μικρή πόλη στην Πενσυλβάνια» (το πρόγραμμα, παρεμπιπτόντως, ήταν γεμάτο με συνθέσεις που πήραν το όνομά τους από κάποια «μικρή πόλη στην Πενσυλβάνια») φαίνεται πως λάτρεψε τον θρυλικό αθλητή του ράγκμπι, Jim Thorpe. Έτσι, όταν πέθανε το 1953, οι αρχές και οι κάτοικοι του Mauch Chunk σκέφτηκαν πως θα ήταν καλή ιδέα να τιμήσουνε τη μνήμη του, παρ' όλο που ο ίδιος φαίνεται πως δεν είχε ποτέ του περάσει ούτε απ’ έξω. Σχεδόν αγόρασαν λοιπόν το πτώμα του, το μετέφεραν από την Οκλαχόμα (απ’ όπου καταγόταν ο Thorpe), του έχτισαν ένα μνημείο και γενικώς τον έκαναν με το έτσι θέλω κάτι σαν trademark για την πόλη, σε σημείο να αλλάξουνε ακόμα και το όνομά της –πλέον υπάρχει στους χάρτες ως Jim Thorpe, Pennsylvania. Αυτή την τραγελαφική αμφισημία που έχει πλέον το όνομα Jim Thorpe σημειώνουνε οι MOPDtK στον τίτλο της σύνθεσης “Mauch Chunk Is Jim Thorpe”.
Γενικώς, η μουσική τους ήταν/είναι γεμάτη από αμφισημίες και αντιφάσεις· αυτή, εν πολλοίς, είναι η δύναμή της. Μπορεί ας πούμε η μισή μπάντα να έτρεχε σε αυτοσχεδιαστικούς δρόμους ταχείας κυκλοφορίας και την ίδια στιγμή η άλλη μισή να έπαιζε κάτι κοντά στην cool jazz. Ή, σε άλλες φάσεις, να ξεκινούσαν μέσα σ’ ένα bop πλαίσιο, στη συνέχεια να το αποδομούσαν και ύστερα να ...αποδομούσαν το ήδη αποδομημένο, ρίχνοντας για παράδειγμα ένα σουίνγκ του χαμού, το οποίο κι αυτό μετά θα έσπαγαν στα εξ ων συνετέθη κ.ο.κ. Έδειξαν επίσης ιδιαίτερη έφεση στις αναπάντεχες μεταβάσεις, ενώ είχαν την τάση να εστιάζουν όχι μόνο στην κίνηση, αλλά και στις ρωγμές που αφήνει πίσω της· διαρκώς ανατρεπτικοί και πρόθυμοι να αφήσουν τον αυτοσχεδιασμό να διαλύσει ό,τι μόλις είχανε χτίσει, δίχως κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι πρώτα δεν εντρυφούσαν αρκετά σε ό,τι επιχειρούσαν.
Συνήθως ο Elliott ήταν αυτός που έδινε τις αρχικές κατευθυντήριες, οδηγώντας στα πρώτα 12μετρα, γρήγορα όμως η σκυτάλη άλλαζε χέρια και έκτοτε δεν έβρισκε ησυχία. Ο Shea ήταν μάλλον ο πιο δραστήριος κι εκείνος που συνήθως ωθούσε τα πράγματα στις αυτοσχεδιαστικές τους παρεκτροπές. Δυναμικός και ευρηματικός ντράμερ –αν και δεν έλειψαν και κάποιες φλύαρες στιγμές, όπου επιβαλλόταν στον ηχητικό χώρο κατά τι περισσότερο. Εξαιρετικός και ο Irabagon, τόσο στους οξείς λαρυγγισμούς του, όσο και στις πιο διακριτικές εντάσεις του, έσμιγε με φαντασία τον αυτοσχεδιασμό με την στυλιζαρισμένη bop· ο Stabinsky κινούταν με άνεση μέσα στον καταιγισμό των συμφραζομένων, ενώ ο Elliott αποτελούσε το σταθερό σημείο αναφοράς.
Έπαιζαν 3-4 συνθέσεις τη μία μέσα στην άλλη, ενώ πετούσαν επιπλέον κι από κανένα γνωστό θεματάκι: κάποια στιγμή λ.χ., μέσα στον όλο χαμό, ο Irabagon ξεκίνησε να παίζει τη μελωδία του “I Will Survive”. Στα ενδιάμεσα ο Elliott προλόγιζε τα κομμάτια με ιστορίες για διάφορες «μικρές πόλεις στην Πενσυλβάνια» και σιγά-σιγά γινόταν αντιληπτό ότι το χιούμορ της λεκτικής αυτής επιτέλεσης διοχετευόταν κωδικοποιημένο μέσα στη μουσική, στους τρόπους δόμησης και σ’ εκείνους της αποδόμησής της.
Χειροκροτήθηκαν ενθέρμως οι MOPDtK όταν μετά από μιάμιση περίπου ώρα μας αποχαιρέτησαν (έπειτα κι από ένα σχετικά σύντομο encore). Και δικαίως, γιατί δεν μας δίνεται συχνά η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μία τόσο περιπετειώδη εκδοχή της τζαζ. Ακόμα πιο σπάνια, κάτι τέτοιο προκύπτει από μία μπάντα που ανακατεύει το χιλιοδιαβασμένο παρελθόν της –ξεκινώντας από τις πρώιμες μέρες του σουίνγκ και φθάνοντας μέχρι τις δικές μας. Οι MOPDtK έχουν όμως αυτή τη λοξή ματιά με την οποία μπορούν να κάνουν ακόμα και το πιο προφανές να φαίνεται ανορθόδοξο. Και στα λάιβ τους είναι μια μπάντα που «χαίρεσαι να την ακούς». Ακόμα κι αν με την παρούσα σύνθεση κυκλοφορούν μόλις κάτι μήνες (το πιάνο του Stabinsky αντικατέστησε την τρομπέτα του Peter Evans –στο Blue μόνο υπήρχανε ως κουιντέτο).
{youtube}hSyEaILzcMQ{/youtube}