Το πρώτο καλύτερο live της νέας σαιζόν, αυτό των Gioumourtzina και των Soft Moon την Παρασκευή στο Κύτταρο. Όλα όπως θα έπρεπε να είναι: η ενέργεια, η μουσική, οι ατυχίες επί σκηνής και η άφατη ευχαρίστηση απόκοσμης ηλεκτρονικής μουσικής και μεστωμένου, σύγχρονου post-punk, άρρηκτα δεμένου με EBM αισθητική.
Οι Βόρειοι Gioumourtzina, τους οποίους πρωτογνωρίσαμε πριν κανά χρόνο ως πουλέν της Pink Motel Records, κλέψανε από την αρχή της βραδιάς τις εντυπώσεις. Με τα αμφισβητούμενης γοητείας για live εμφανίσεις συστατικά της ηλεκτρονικής μουσικής –ήτοι λάπτοπ, εφέ και κόντρα εφέ– καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια μοναδική ατμόσφαιρα, που παντρεύει ήχους μιας άλλης εποχής με τις τελευταίες τάσεις της electronica, ενισχυμένες με μπάσο και φωνητικά που διαπερνούν τα αισθητήριά σου, κάνοντάς σε να ζητάς κι άλλο “Demis Roussos Ιs Αn Android”.
Κι ύστερα έρχονται οι Soft Moon, σαν να ήταν από πάντα προγραμματισμένοι να δίνουν τέτοια σόου. Γιατί για σόου επρόκειτο, καμία σχέση με το κουμπωμένο live τους πριν δυο-τρία χρόνια στο Gagarin. Ήρθαν δηλαδή τώρα τώρα με όλη την αυτοπεποίθηση που τους δίνει ο εξαιρετικός πρόσφατος δίσκος τους Deeper, και έκαναν πανικό. Ξεκίνησαν με αυτόν και προχώρησαν όλο και βαθύτερα, στα δύο προηγούμενα άλμπουμ και ακόμα πιο πίσω, στις απαρχές του post-punk και του darkwave. Έκαναν κατόπιν μια στάση για σπονδή στους Cure και στο ιερό του Robert Smith, και επέστρεψαν πάλι στη σκηνή της Ηπείρου: σε μια μάχη κρουστών και σωμάτων, τα οποία δονούνται από το είδος που οι μουσικολόγοι έχουν ονομάσει «electronic body music» (κάτι θα ξέρουν). Είναι πράγματι φανταστικό πόσο πρωτόγονα δονεί τα κορμιά αυτό το κράμα ύστερου industrial και ηλεκτρονικού post-punk.
Ο Luis Vasquez δικαιώνει τη φήμη του ως πολυοργανίστας, αποδεινκύοντας –συν τοις άλλοις– ότι είναι και εξαιρετικός περκασιονίστας. Λίγο πριν το τέλος χτυπά η «κατάρα του καμένου μπάσου» (όσοι βρέθηκαν πριν 2 εβδομάδες στο Six d.o.g.s. για το πολυαναμενόμενο live των Viet Cong θα πιάσουν το inside joke), το live σταματάει για λίγο καθώς «the bass is fucked up guys», αλλά δεν καταστρέφεται, όπως αυτό των Καναδών.
Δεν είναι άλλωστε δυνατόν να καταστραφεί, οι Soft Moon είναι επαγγελματίες του ήχου και της ατμόσφαιρας, κατέχουν καλά τη σκηνή και το κοινό. Και έτσι, μέσω ενός θριαμβευτικού encore που δεν χαμπαριάζει και με το εμβληματικό “Circles”, οδηγούν τη συναυλία στην κορύφωση και σε μία ακόμα γύρα παγωμένες μπύρες για τον δρόμο. Σε αυτόν τον δρόμο του γυρισμού ή της συνέχειας στο after party στο Φουάρ, θα έπαιρνα όρκο ότι άκουσα κάποιον να ψιθυρίζει μονολογώντας: «this moon/not soft at all».
{youtube}I6ZUBzjKOqM{/youtube}