Principal, Θεσσαλονίκη (5/9)

του Στέργιου Κοράνα

Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερο άνοιγμα συναυλιακής σαιζόν στη Θεσσαλονίκη. Το νεοϋορκέζικο τρίο έκανε μια ...εκρηκτική (blues explosion, γαρ) εμφάνιση στο Principal, υποστηριζόμενο από δύο τοπικές μπάντες, οι οποίες ταίριαξαν και στο ύφος αλλά και στην παρουσία με τους πρωταγωνιστές της βραδιάς.

Το live του Σαββάτου ήταν πάντως το δεύτερο για το '15 που είχε τόσο λίγο κόσμο, σε σύγκριση με αυτό που μας πρόσφερε. Το πρώτο ήταν εκείνο των Underground Youth, λίγους μήνες πριν (δες εδώ). Από την άλλη, το διπλό φεστιβάλ που έτρεχε στο λιμάνι (Thessalonink και Street Mode) συν τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης που είχε ανοίξει την ίδια μέρα –και καθιστά πολύ δύσκολη την κυκλοφορία στο κέντρο της πόλης– κάπως δικαιολογούν τη μικρή αυτή προσέλευση.

Jonspencb_2.jpg

Το πρώτο support της βραδιάς, οι Missawoman, βγήκε στις 21.45 περίπου. Παρά τους μόλις λίγους μήνες που μετράνε σαν μπάντα, έπαιξαν υποδειγματικά, σαν να ήταν μαζί για χρόνια. Με τράβηξαν πάρα πολύ και είμαι σίγουρος ότι θα μας απασχολήσουν ξανά λίαν συντόμως, αν συνεχίσουν με τον ίδιο ρυθμό. Ύστερα από ένα 25λεπτο σετ, αποχώρησαν και παρέδωσαν τη σκυτάλη στους Million Hollers.

Jonspencb_3.jpg

Οι οποίοι δεν αποτέλεσαν έκπληξη, μιας και τους έχω πλέον δει αρκετές φορές και πάντα μου αφήνουν τις καλύτερες εντυπώσεις. Ακόμα περισσότερο που είχαν και νέο ντράμερ, ο οποίος και στάθηκε μια χαρά δίπλα στα άλλα δύο μέλη του γκρουπ. Μας χάρισαν ένα ωραιότατο 40λεπτο και άφησαν κατόπιν τη σκηνή για τον Jon Spencer και την παρέα του. Έχοντας λοιπόν πάρει φόρα για τα καλά, ήρθαν και οι Αμερικανοί να μας αποτελειώσουν!

Jonspencb_4.jpg

Και ήρθαν με ένα ορμητικό ξεκίνημα, σχεδόν χωρίς κενά ανάμεσα στα τραγούδια και –το κυριότερο– χωρίς να κάνουν την παραμικρή κοιλιά. Το δε σετ ήταν εντελώς «χορευτικό», θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι ανάσταινε και πεθαμένο (ή, έστω, τον βάζει να χορέψει). Συμφωνώ έτσι απόλυτα με τα λεγόμενα του φωτογράφου μας, του Κώστα Καραγιάννη: οι Jon Spencer Blues Explosion παραμένουν η καλύτερη live rock 'n' roll μπάντα στον κόσμο. Εκεί βρίσκεται άλλωστε και η διαφορά. Γιατί έχω πράγματι δει και καλύτερες συναυλίες, ελάχιστες όμως με τέτοιο χορευτικό ύφος. 

Jonspencb_5.jpg

Ο Spencer και η παρέα του πέτυχαν επομένως αυτό ακριβώς που ήθελαν: να φύγει ευχαριστημένος ο κόσμος που ήρθε να τους δει, μετά από 80 λεπτά συναυλίας (συμπεριλαμβανομένου και του encore). Τίμησαν δηλαδή το κοινό, κι ας ήταν ολιγάριθμο, ενώ άλλοι στη θέση τους κάλλιστα θα μπορούσαν να κάνουν ένα live-αγγαρεία. Προσωπικά, πάντως, απογοητεύτηκα από την προσέλευση αυτή, έστω κι αν είδα πολλά αγαπημένα πρόσωπα στο Principal, κάτι που σίγουρα έφτιαχνε το κέφι. Δεν το γεμίσαμε ούτε στο μισό τελικά, αλλά το ευχαριστήθηκαμε με την ψυχή μας!

Φεύγοντας, βέβαια, δεν γινόταν να μη σκεφτώ ότι όσο οι διοργανωτές δεν βλέπουν κόσμο να έρχεται σε τέτοια live, τόσο πιο απρόθυμοι θα γίνονται να κλείνουν διεθνείς καλλιτέχνες και για μας στα βόρεια. Ας ελπίσουμε σε κάτι καλύτερο για το μέλλον, αλλιώς τα δρομολόγια Θεσσαλονίκη-Αθήνα προβλέπεται να πυκνώσουν...

Jonspencb_6.jpg

Gagarin, Αθήνα (6/9)

του Διαμαντή Διαμαντίδη

Τέτοια κουφόβραση αρχές Σεπτέμβρη, είχαμε πολύ καιρό να νιώσουμε. Και το Gagarin δεν είχε προκάμει δυστυχώς να δροσίσει: ο κλιματισμός αισθητός, αλλά σε κατάσταση υπολειτουργίας. Ο δε κόσμος λιγοστός σε σχέση με το μέγεθος του κοινού που θα περίμενε κανείς. Έχοντας κάνει ήδη δύο στάσεις στη χώρα μας κατά το παρελθόν, οι Jon Spencer Blues Explosion είναι αποδεδειγμένα γκρουπ αγαπημένο στο ελληνικό κοινό, τόσο ώστε ορισμένοι προέβλεπαν ακόμα και κάτι κοντά στο sold-out. Κι όμως, ζέστη, ρέκλα, μούχλα, μούργα, γκρίνια, κρίση και όλα μαζί στο μπλέντερ της (Αθλητικής) Κυριακής, στάθηκαν ικανά για να αποτρέψουν να έχει τούτο το live την προσέλευση που του άξιζε

Jonspencb_7.jpg

Γύρω στις 10μμ. βγήκαν στη σκηνή οι BLML (aka Blackmail) του Γιώργου Καρανικόλα των Last Drive, με πλήκτρα, κρουστά, τύμπανα, μπάσο, γυναικεία φωνητικά, ενίοτε βιολοντσέλο –που όμως δεν καλοακούστηκε ποτέ– και τον Καρανικόλα στη φωνή και στην κιθάρα. Το σχήμα παρουσίασε τραγούδια κυρίως από το φετινό Panopticon (ένα πολύ καλό άλμπουμ, με ποικίλες επιρροές και ηχοχρώματα), χωρίς βέβαια να αφήσουν έξω και κομμάτια από το The Gift του 2011, αλλά και από το No Way Out, το οποίο μας πήγε πίσω στις αρχές τής δεκαετίας του 1990. Για κάτι παραπάνω από μία ώρα, αν και δεμένοι μεταξύ τους, υπέστησαν μαζί με όλους μας έναν ήχο ανεπαρκή, στριγκό και λασπερό, αποτέλεσμα προφανώς της έλλειψης σωστού και επαρκούς soundcheck. Γνώμη μου είναι πως καλύτερα να παίζει ένα τέτοιο σχήμα μόνο του στο line-up, ώστε να προετοιμάζει την ηχητική του απόδοση, παρά να χρειάζεται κοινό και μουσικοί να υφίστανται τέτοιο crash-test στους ακουστικούς πόρους. 

Jonspencb_8.jpg

Αν και ο ήχος έφτιαχνε καθώς η setlist προχωρούσε και η εναλλακτική, ψυχότροπη τραγουδοποιία των BLML ξεδιπλωνόταν δυναμικά στ' αυτιά μας, η φωνή του μπροστάρη ακουγόταν κουρασμένη και βραχνή, φέρνοντάς μου στο μυαλό τον Mark Lanegan και τους Screaming Trees (καθόλου δυσάρεστο γεγονός, βέβαια) ή ακόμα και τον Lemmy, χωρίς όμως τούτο να αποτελεί στιλιστική επιλογή του Καρανικόλα. Η ατμόσφαιρα και τα κάποια ανατολίζοντα riffs ομολουγουμένως μας γράπωσαν το ενδιαφέρον σε στιγμές, αν και κάποιες διάρκειες συνθέσεων υπήρξαν πραγματικά «ξεχειλωμένες».

Επιπλέον, τα κινητικά κρουστά αποτέλεσαν σε στιγμές ανάχωμα στην πεμπτουσία της γκρούβας του ντράμερ, ο οποίος ήταν πραγματικά στιβαρός, ενώ το βιολοντσέλο που έκανε σχεδόν track-παρά-track τις παρεμβάσεις του, μόνο υποβοηθούμενο από τα strings του synthesizer μπόρεσε να δικαιολογήσει την ύπαρξή του.  Εν τέλει, η 1 ώρα και κάτι που διήρκησε το set των BLML μού άφησε κούραση, τόσο από το μακροσκελές κάποιων τραγουδιών αποδωμένων με κακό ηχητικό αποτέλεσμα, όσο και από τους αλλεπάλληλους μικροφωνισμούς της κιθάρας του καπετάνιου της μπάντας. Εύχομαι να τους απολαύσουμε στο μέλλον υπό καλύτερες συνθήκες. 

Μισή ώρα μετά, όλα ήταν έτοιμα για τους BX, τα αρχικά των οποίων διακρίνονταν ευκρινέστατα στην κάσα του σετ των τυμπάνων. Το τι επακολούθησε είναι ίσως δύσκολο να περιγραφεί με λόγια, όμως θα ξεκινήσω γράφοντας πως δεν υπήρξε ούτε ένα ψεγάδι στον δυναμίτη που λέγεται Jon Spencer Blues Explosion. 

Jonspencb_9.jpg

Για την ακρίβεια, οι BX «έσκασαν» στη μούρη μας σαν όλμος σε οργανωμένη πλαζ του ΕΟΤ που έχει κατακλυστεί από τα ΚΑΠΗ της γειτονιάς. Με super coolness στο μεγαλείο του και όντας «hip» πριν τα καημένα τα παιδάκια που βλέπουμε τριγύρω μας χαθούν πίσω από μούσια, τατουάζ, εκκεντρικά ρούχα και κοκκάλινους σκελετούς, αυτό το τρίο υπήρξε (για ακόμα μία φορά) δυνατό σαν δεξί κροσέ στο κάθιδρο μάγουλο της μετα-παραθεριστικής πρωτεύουσας. Ένας απολαυστικός οχετός ροκ εν ρολ, μπλουζ power και γκρούβας αδιάλλακτης και αμετανόητης, χωρίς αναστολές και καμία προειδοποίηση. Με τον Spencer σαν φλεγόμενο ευαγγελιστή του ψυχωμένου, εναλλακτικού μπλουζ να ουρλιάζει «Blues Explosion!» κάθε τόσο, προκαλώντας παραλήρημα στο κοινό, αλλά και με τους Russell Simins (τύμπανα) & Judah Bauer (κιθάρα) να συνεισφέρουν κι εκείνοι, τόσο στα φωνητικά και στη φυσαρμόνικα αντίστοιχα, όσο και στο υπέροχο ηχητικό αποτέλεσμα. Το τρίο που αντικρίσαμε ήταν δεμένο λες και τους είχαν κάνει «ένα» με οξυγονοκόλληση. 

Jonspencb_10.jpg

Το ροκ φαινόταν λοιπόν να ξεχειλίζει από τα μπατζάκια των BX, σαν παχύρρευστη ηχητική ηδονή. Σκληρές φάνκι γκρούβες και punk παροξυσμοί συνατούσαν κομμάτια από τα Plastic Fang, Damage, Acme, μα και από το πιο πρόσφατο Meat & Bone, εντός της ελεύθερης ρότας που επέλεγε το τρίο. Με μια αυτοσχεδιαστική ικανότητα που θα ζήλευαν και οι πιο έμπειρες ορχήστρες του bebop και με άνεση που αποδείκνυε διαρκώς την τριβή και τη δουλειά την οποία έχει ρίξει αυτή η παρέα μέσα στα 20 περίπου χρόνια που είναι μαζί. Πάντοτε με τιμονιέρη τον Jon Spencer, έναν 50άρη που δεν φαίνεται να μεγαλώνει ποτέ, αλλά μοιάζει θεόρατος, κάνοντας τις τόσο cool φιγούρες του ή σηματοδοτώντας με το κορμί του παύσεις, crescendi και σολιστικά τερτίπια. Ζήσαμε έτσι μία γεμάτη ώρα ασταμάτητου καλπασμού σε ηλεκτρισμένες εκτάσεις αχαλίνωτου ηχοπλάσματος. «Δωρικό ροκ» το χαρακτήρισε ένας αγαπημένος φίλος που βρήκα στον εξώστη του Gagarin –και δεν θα μπορούσα να μη συμφωνήσω. Τύποι σαν τον Spencer στέλνουν κάτι Black Keys και Jack White για τσαγάκι.

Jonspencb_11.jpg

Ύστερα από μία ώρα, το τρίο αποχώρησε στα ενδότερα, μόνο και μόνο για να επιστρέψει για ένα δυναμικό μισάωρο encore, λεπίδα δίχως έλεος, που δεν άφησε κανέναν μας παραπονεμένο. Ο κόσμος, αποσβολωμένος: χόρευε, ένιωθε, γούρλωνε και απολάμβανε –αν δροσιζόμασταν και λιγάκι, θα ήταν ιδανικά. Η μπάντα πάντως, παρέδωσε και πάλι μαθήματα performance και γαματοσύνης άνευ προηγουμένου. Σαν σαμάνος/λυκειάρχης, ο Jon Spencer με τους Blues Explosion έκαναν τον καλύτερο «αγιασμό» που μπορούσε να γίνει για τη φετινή σχολική/συναυλιακή χρονιά...

{youtube}wuLDuBAbPDE{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured