Συγκρότημα στον πρώτο του δίσκο, με όρεξη να τον επικοινωνήσει στον κόσμο, με το hype 100% υποστηρικτικό, με τραγούδια που όντως έχουν κάτι να προσθέσουν στην post-punk παρακαταθήκη και με μομέντουμ το οποίο τους καθιστά μπάντα που έρχεται στην Ελλάδα «τώρα που συμβαίνει». Τι θα μπορούσε άραγε να πάει στραβά σε μια τέτοια συνθήκη; Λογικά τίποτα, σωστά; Τελικά, όμως, η πολυαναμενόμενη εμφάνιση των Καναδών Viet Cong δεν φάνηκε να προσκομίζει αυτά που στη θεωρία περιμέναμε από εκείνους.
Το είπε βέβαια σε ανύποπτη στιγμή και με άλλη αφορμή ο τραγουδιστής και μπασίστας τους Matt Flegel, πως βρίσκονται στο τέλος μιας μεγάλης και κουραστικής περιοδείας. Αυτό έλαβε σάρκα και οστά όταν σε κάποιο σημείο της βραδιάς ο ενισχυτής του μπάσου κλάταρε, με τον Flegel να μας λέει πως όλα στον εξοπλισμό τους φαίνονταν πια να καταρρέουν, στο δεδομένο σημείο της τουρνέ. Αλλά –μάλλον άθελά του– αναφερόταν και στους ίδιους. Δεν γνωρίζω βέβαια αν και πόσο καλοί είναι στο σανίδι οι Viet Cong, πάντως προχθές στο Six d.o.g.s. φάνηκαν να παίζουν με τις μηχανές μια ταχύτητα κάτω από την κανονική. Λες και προσπαθούσαν να κάνουν συντήρηση δυνάμεων.
Ακόμα και το ξεκίνημα, ήταν ιδιαίτερα μουδιασμένο. Tα δύο πρώτα κομμάτια ήχησαν στάσιμα, με τους ίδιους ελαφρώς αποστασιοποιημένους από το συναυλιακό κλίμα. Τα πράγματα άρχισαν βέβαια να παίρνουν μπρος από εκεί και έπειτα, όμως ποτέ δεν έφτασαν στις εντάσεις και στο πάθος που αναβλύζει από το ντεμπούτο άλμπουμ τους. Ή μάλλον –για να είμαστε πιο ακριβείς– έφτασαν, αλλά σε μία μονάχα στιγμή: στο 11λεπτο “Death”, το οποίο παίχτηκε όπως θα περίμενε ένας ένθερμος οπαδός. Ήρθε όμως αργά· οι εντυπώσεις είχαν ήδη διαμορφωθεί, μέχρι τότε.
Εκτός μάλιστα από τον προαναφερθέντα ενισχυτή του μπάσου, πρόβλημα εμφάνισαν και τα πλήκτρα σε κάποιο σημείο, ενώ χρειάστηκε και εφεδρικό καλώδιο κιθάρας. Και αυτά δεν ήταν τα μοναδικά τεχνικά ζητήματα που συνέβησαν. Ως προς τη διάρκεια πάντως του σετ, δεν θα πρέπει να υπάρχουν παράπονα: σύμφωνοι, μείνανε λιγότερο από 1 ώρα επί σκηνής οι Viet Cong, αλλά έναν δίσκο έχουν όλο και όλο, οπότε ό,τι είχαν, μας το προσφέρανε. Για τις αμήχανες παύσεις όμως μεταξύ των τραγουδιών ή ως προς την απόδοση – όπου σίγουρα είχαν κάτι παραπάνω να δώσουν– σαφώς μπορούν να υπάρχουν δεύτερες σκέψεις.
Οι δικοί μας Chickn, από την άλλη, οι οποίοι άνοιξαν τη βραδιά στο Six d.o.g.s., κατάφεραν και γέμισαν ικανοποιητικότατα την ώρα που τους δόθηκε, με έναν ήχο ογκώδη, που σου έστρεφε το βλέμμα προς τη σκηνή. Στο δελτίο τύπου περιγράφονται ως «βασιζόμενοι σε ήχους με επιρροή από το καλό krautrock, που αισίως έχουν μετεξελιχθεί σε θιασώτες του πιο κλασικού ήχου». Ακούγοντάς τους διαπίστωνες πως τα πράγματα ήταν ακριβώς έτσι, με riffs εμπνευσμένα από παρελθούσες δεκαετίες και με μια διάθεση να προσφέρουν απλόχερα τις παραμορφώσεις και τους ρυθμούς τους στο κοινό.
{youtube}AuQZfWtwI_U{/youtube}