Το κοινό στην Ελλάδα διακρίνεται συχνά από πίστη στις μουσικές του αξίες, μα και από παράλογες απαιτήσεις, για τις οποίες πολλάκις απορείς αν αποτελούν κρυφές δικαιολογίες. Το γεγονός πως η αυγουστιάτικη περίοδος είναι καυτή –όχι λόγω συναυλιακού συνωστισμού, αλλά εξ αιτίας των καιρικών συνθηκών– είναι βέβαια γνωστό ακόμη και σε όσους δεν φέρουν γνώση για τα δεδομένα της χώρας. Το ότι υπήρξαν όμως άνθρωποι που δίστασαν να παραβρεθούν στις πρώτες εγχώριες συναυλίες των Agalloch γιατί ο καιρός δεν ήταν ...χειμερινός, είναι κάτι που προσωπικά με ξεπερνά. Άλλωστε η σκηνική παρουσία των Αμερικανών ελάχιστη σχέση φέρει με τη στούντιο αισθητική τους, αν και αυτό ομολογουμένως δεν ήταν γνωστό σε εκείνους που δεν τους είχαν παρακολουθήσει ζωντανά και νωρίτερα.
Ως γνωστόν, οι Agalloch ανέκαθεν επέλεγαν άξιους καλλιτέχνες για να τους συνοδεύουν ως support στις περιοδείες· και η γαλλοελβετική συμμαχία των C R O W N διόλου δεν αποτελεί εξαίρεση. Μέσα από ηχοτρόπια όπου οι Godflesh μηχανισμοί συναντούν τη Neurosis αντίληψη, σμιλεύεται ένα κράμα κάλλιστα ελκυστικό, ακόμη και για όσους δεν διαθέτουν άμεση επαφή με ανάλογες industrial/sludge κατευθύνσεις. Οι λιγοστοί υπάρχοντες οπαδοί δήλωναν πάντως περισσότερο από βέβαιοι για την περισσή ικανότητα υποστήριξης του υλικού τους, έστω κι αν το ακροατήριό τους φαντάζει ξένο εν συγκρίσει με την παγερή, μελαγχολική ατμόσφαιρα των προσφιλών Αμερικανών.
Απόλυτος καταλύτης της ευρείας αποδοχής τους αποδείχθηκε το νεότερο μέλος στη σύνθεση, ο Frederyk Rotter. Πεπειραμένος από τη θητεία του στους Ελβετούς Zatokrev, απέδωσε τα σκισμένα φωνητικά του πιστά στις Scott Kelly παραδοχές, ενόσω το ηχητικό τείχος τροφοδοτούσε επιβλητικά την πυκνή, βιομηχανική ατμόσφαιρα. Η επιτυχέστερη ισοστάθμιση του λεγόμενου «wall of ambience» στη Θεσσαλονίκη, όπως και ο ηχηρός δυναμισμός που οι C R O W N επέδειξαν στην Αθήνα, στάθηκαν καθοριστικά στοιχεία για την αποθέωσή τους, από συντριπτική μερίδα του ακροατηρίου. Άλλωστε οι λωρίδες από μακριά, ξανθά μαλλιά ανέμιζαν διαρκώς στην ταστιέρα, εκπλήσσοντας αυτούς που φοβήθηκαν πως οι χορδές είχαν πρόωρα παραδώσει το πνεύμα τους.
«The firmament above the horizon of history
Heathen fires burn the ancestral night
Esoteric figures move across the arcane plateau
With their symbols engraved in the sky»
Το black metal εμπνέει εκ φύσης τον μηδενισμό, έστω κι αν ουσιαστικό του κομμάτι νοθεύει πλέον τον πυρήνα με ένα πέπλο απόμακρου ρομαντισμού. Ο νιχιλισμός που συναντάται στην «παραδοσιακή» εκδοχή μετουσιώνεται έτσι σε αποξένωση –και μάλιστα όχι μέσω μιας grim αισθητικής, παρά με μια έννοια εσωστρεφούς αποκοπής. Οι Agalloch ακολουθούν πιστά μέρος της φυσιολατρικής αισθητικής του είδους, όντας έντονα επηρεασμένοι από τους πρώιμους Ulver, αλλά δίχως να υποβαθμίζουν την πνευματικότητα και τους αρχέγονους δεσμούς που διαχρονικά τους διακρίνουν.
Κάπου εδώ έρχεται βέβαια ο John Haughm ως ο ουσιαστικότερος καταλύτης μεταξύ των μελών. Ως άνθρωπος που ασχολείται με τέτοια ζητήματα, οι σκηνικές του αναδρομές είναι αρκετές για να αποδείξουν πως προστατεύει ευλαβικά την τελετουργική φύση του γκρουπ από κάθε ξένο οργανισμό που τείνει να τη μολύνει. Οι δέσμες ξύλων τις οποίες αναφλέγει, τα δοχεία που –θρησκευτικά σχεδόν– εναποθέτει πάνω σε κορμούς, αλλά ακόμα και η μαινόμενη φύση του καθαυτή στο κλείσιμο των εμφανίσεων, αναδεικνύει το γενικό concept που έχει αναπτύξει για τους Agalloch, μα και την οδό την οποία ακολουθεί τα τελευταία (πολλά) έτη.
Η σκηνική περσόνα των υπόλοιπων μελών, πάντως, ανήκει σε ένα αμιγές rock συγκρότημα, με κάθε πιθανό θετικό επακόλουθο. Αποδεδειγμένα, ο Haughm εντυπώνεται επί σκηνής απρόσμενα δυναμικός, αλλά αποστασιοποιείται παράλληλα από το εξωστρεφές rock νεύρο των έτερων συνοδοιπόρων. Πρώτος επιλαχών αναδεικνύεται ο Don Anderson, σε lead κιθαριστικό ρόλο, ενώ δεύτερος –σε πιο rhythm section υποδομές– ο πολυπράγμων Aesop Dekker. Οι παρουσίες τους καταγράφονται βέβαια ως διαφορετικές, μιας και ο Anderson επιδίδεται σε αέναα σπασμωδικές κινήσεις, παραδίδοντας κάθε αίσθηση στην εσωτερική ενέργεια που διακατέχει τη φύση της μουσικής του σχήματος. Ο Dekker, πάλι, εντυπώνεται εξίσου εκφραστικός, μα και πιο αποφασιστικός εν συγκρίσει με τα υπόλοιπα μέλη. Η rock απλότητα του drumming των Varathron συναντά την πλούσια φαντασία του, μπολιάζοντας έτσι τον ήχο με καίρια χτυπήματα, τα οποία κλιμακώνουν εκρηκτικά τις εκάστοτε κοφτερές εναλλαγές.
Στυλοβάτης μεταξύ των δύο ανομοιογενών πλευρών αναδεικνύεται ο Jason Walton, η σταθερή δύναμη που συμπληρώνει το σφιχτό drumming του Aesop Dekker. Πραγματικός «γεωργός» –ειδικά τώρα που έχει αφήσει γένια– οργώνει φαρδιά αυλάκια, εμπλουτίζοντας τον Agalloch ήχο με τις κάλλιστα στιβαρές μπασογραμμές του. Δεν είναι τυχαίο πως η απουσία του έγινε περισσότερο από εμφανής στα τρία κομμάτια όπου αντιμετώπισε πρόβλημα στο live της Αθήνας, μιας και καίρια σημεία των τραγουδιών ήχησαν υπολειπόμενα του αρκούντως πλούσιου όγκου του.
Αναφορικά τώρα με το εύρος των σκηνικών συνθηκών που βιώσαμε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τα δεδομένα φαντάζουν παρεμφερή. Μοναδική διαφορά στις setlist αποτέλεσε η επιλογή του “Celestial Effigy” της δεύτερης ημέρας, έναντι του “Of Stone, Wind And Pillor”, το οποίο και αποφάσισαν να αφιερώσουν στην αρχέγονη ελληνική underground σκηνή. Η αλήθεια είναι πως όλα τα μέλη των Agalloch δηλώνουν πιστοί οπαδοί του αρχετυπικού 1990s black metal της χώρας μας, μιας και η εσάνς που προσδίδει δείχνει απρόσμενα εξωτική για την όποια αμερικάνικη κουλτούρα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το “Of Stone, Wind And Pillor” περιέχει τις πιο έντονες ελληνικές επιρροές σε riffing, ούτε πως αποκάλυψαν άκρατη τέρψη μόλις διαπίστωσαν πόσο λάθος είχαν οι ίδιοι οι Septic Flesh, λίγες εβδομάδες πριν την επίσκεψή τους στη χώρα μας.
«Παίζετε τον Αύγουστο στην Αθήνα; Λυπούμαστε, αλλά κανείς δεν πρόκειται να πατήσει στο show σας...», δήλωσαν ηγετικά μέλη της ελληνικής μπάντας σε συνομιλία με τους Agalloch, κομίζοντάς τους γνώση της κατάστασης που επικρατεί κάθε καλοκαίρι στην πρωτεύουσα. Τα γεγονότα απέδειξαν πως οι προβλέψεις τους διέθεταν βάση, κατά ένα μέρος: η Αθήνα, ειδικότερα, έμοιαζε άδεια από ζωή, παρά την ευνοϊκή ημερομηνία που τελικά επιλέχθηκε (Κυριακή). Συνολικά, εντούτοις, οι δύο συναυλίες τιμήθηκαν από 800 άτομα, με εκείνη της Αθήνας να κόβει 500 εισιτήρια, μην υπερβαίνοντας δυστυχώς το όριο που είχε τεθεί αυστηρά ελέω των γνώριμων κλιματικών μας συνθηκών.
Ευτυχώς, όμως, οι συνθήκες αυτές αποδείχθηκαν ιδανικές, έστω και αν η θερμοκρασία ήταν αισθητά ανεβασμένη την Κυριακή στην Αθήνα. Ούτε ο ήχος άφησε παράπονα, μιας και η μπάντα συνοδευόταν από τον δικό της ηχολήπτη, εξαλείφοντας έτσι κάθε πιθανότητα σοβαρής αναποδιάς. Οι δύο δε συνολικά ώρες που διήρκησαν τα live κύλησαν τόσο ανεμπόδιστα, ώστε δεν πτόησαν στο ελάχιστο τα σποραδικά παλαμάκια της Αθήνας, ούτε τις ξέφρενες αντιδράσεις που παρατηρήθηκαν στις πρώτες σειρές του Eightball, στη Θεσσαλονίκη. Η διάρκεια καθαυτή, άλλωστε, παίζει σημαίνοντα ρόλο στην περίπτωση των Agalloch: οι εμφανίσεις τους απαιτούν μακροσκελή όρια, ώστε ο κάθε παρευρισκόμενος να μυηθεί σταδιακά στην άβυθη, υπόγεια μαγεία τους.
Όντας πιστοί λοιπόν στις αρχετυπικές παραδοχές του λαού μας, αν μας ζητούσαν να περιγράψουμε με μία και μόνο φράση το φαινόμενο Agalloch, θα ενθυμούμασταν τον τρίτο κατά σειρά δίσκο των Samael, Ceremony Of The Opposites (1994). Κι αυτό γιατί αποτελεί τη μοναδική σωστά στοχευμένη ορολογία στην απελευθέρωση των ενδόμυχών τους ανησυχιών, δίχως να παραβλέπει τις στουντιακές διαφορές, αλλά και τις εκλάμψεις τελετουργικής προσήλωσης που αναμενόμενα αποκαλύπτουν. Προφανέστατα, η συναυλιακή εξωστρέφεια των μελών καταρρίπτει άδοξα τον μυστηριακό τους μύθο, ο δυναμισμός όμως τον οποίον προσδίδουν δομικά στις συνθέσεις εξυψώνει κατά πολύ την ποιότητα του υλικού. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε παρευρισκόμενος στις συναυλίες Αθήνας και Θεσσαλονίκης ανέφερε διαφορετικό προσωπικό highlight, ούτε πως κάθε άποψη παρατήρησε και από μια διαφορετική τους πλευρά, η οποία αναπτυσσόταν καθόλα σταδιακά εν τέλει.
Ωστόσω, η ενεργειακή μας υπόσταση –με όσα την περιβάλλουν– παραμένει και θα παραμένει ανέκαθεν δομική για την ταυτότητα του ίδιου του John Haughm. Ύστερα λοιπόν και από την εμφάνιση της Θεσσαλονίκης, προσωπικό highlight αποτέλεσαν οι δύο αποδόσεις του “Plateau Of The Ages”, που άφησαν τον υποφαινόμενο αφυδατωμένο από κάθε κρυφό συναίσθημα. Τα κινηματογραφικά πλαίσια του “Blaise Bailey Finnegan III” των Godspeed You! Black Emperor έσκασαν σαν εικόνα μιας μακρινής εποχής: σαν αυτά τα ασπρόμαυρα κολλάζ φωτογραφιών που εισβάλλουν περνώντας φευγαλέα από μπροστά σου. Παρότι μάλιστα απήλαυσα στο έπακρο κάθε λεπτό της εμφάνισης, τα 12 εκείνα λεπτά έμεινα αποστασιωποιημένος από κάθε πιθανή αναδρομή. Όσο δύναται η κάθαρση να επιφέρει αυτογνωσία σε πλήρη αναγωγή, απορρίπτοντας κάθε ξένο δεσμό που διασπά τη σφαιρικότητά της.
«-And what of the true God? To whose glory churches and monasteries have been built on these islands for generations past? Now shall what of Him?
-Oh, He's dead. He can't complain. He had his chance and in modern parlance. Blew it...».
Setlist για Αθήνα και Θεσσαλονίκη, εξαιρουμένων των “Of Stone, Wind And Pillor” και “Celestial Effigy”:
The Astral Dialogue
Vales Beyond Dimension
Limbs
Ghosts Of The Midwinter Fires
Dark Matter Gods
Hallways Of Enchanted Ebony
The Melancholy Spirit
...And The Great Cold Death Of The Earth
Into The Painted Grey
(encore)
sample του "Sowilo Rune" και του “The Wicker Man” του Christopher Lee
Falling Snow
Plateau Οf Τhe Ages
{youtube}FXwQEzjPaX4{/youtube}