Προσπερνώντας τις όποιες άτοπες συγκρίσεις, οι υποφαινόμενοι ανταποκριτές τείνουν να επισκέπτονται τακτά το Hellfest Festival της Γαλλίας, αντί των περισσότερων ανάλογων open air events της Ευρώπης. Ο πρώτος λόγος αφορά το εύρος, αλλά και την καλλιτεχνική ποιότητα των ονομάτων που προσφέρονται, μιας και οι εμπορικές συμμετοχές του συμπληρώνονται από underground καλλιτέχνες που δεν εμφανίζονται σε κανένα αντίστοιχο μεγάλο event της θερινής περιόδου. Κατά δεύτερον, οι εκάστοτε επιλογές περιλαμβάνουν συχνά αμερικάνικα συγκροτήματα σε αποκλειστικές, μοναδικές εμφανίσεις –με τους Superjoint Ritual του Phil Anselmo να αποτελούν αυτή τη χρονιά τον ιδανικότερο κράχτη της περίπτωσής μας.
Στην τριμερή αυτή ανταπόκριση θα ασχοληθούμε με την ουσία των 68 συγκροτημάτων που συνολικά παρακολουθήσαμε, αλλά και με παράπλευρες πτυχές, ξεκινώντας από την άφιξή μας στον χώρο του φεστιβάλ το απόγευμα της Πέμπτης, 19 Ιουνίου. Αφήνοντας τις συνθήκες του camping σε δεύτερο χρόνο, αξίζει να αναφέρουμε πως κάθε παρευρισκόμενος οφείλει να επισκεφθεί το μέρος από την προηγούμενη ημέρα, χάριν του (επονομαζόμενου) Metal Market. Είναι αλήθεια πως οι καλύτερες ευκαιρίες δράττονται από το απόγευμα της Πέμπτης σε σημείο που, ενώ αγοράσαμε σωρεία αξιόλογων κυκλοφοριών σε CD και βινύλιο, απωλέσαμε σπάνιες εκδόσεις από καθαρή επιπολαιότητα. Το κόστος βέβαια φάνταζε εξευτελιστικό, συνολικά: για 30 ολόκληρα αντικείμενα καταθέσαμε μόλις 185 ευρώ, με το επιμέρους κόστος να ξεπερνά οριακά τα 6 ευρώ ανά κομμάτι.
Το επόμενο πρωινό, ωστόσο, φάνταζε αρκετά διαφορετικό. Η αναζήτηση ευνοϊκής τοποθεσίας στο camping, το διεξοδικό κυνήγι στο πλούσιο Metal Market, αλλά και η γενικότερη κούραση ενός πολύωρου ταξιδιού μας ώθησε σε ξεκούραση από νωρίς. Αλλά το πρωινό εγερτήριο της Παρασκευής ακολούθησε η ατέλειωτη αναμονή στην ουρά του γειτονικού σούπερ μάρκετ, λόγω της ανάγκης να εξασφαλίσουμε προμήθειες για τον λιγοστό χρόνο που σκοπεύαμε να δαπανήσουμε στις σκηνές. Ως αποτέλεσμα, οι πρώτες απώλειες αφορούν τις εμφανίσεις των Necrowretch και Bolzer, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που φέρει το ανεπιθύμητο απρόοπτο στον δρόμο σου, όσο άρτια προετοιμασμένος και αν είσαι.
Έπειτα από τις απαραίτητες επαλείψεις με αντηλιακά υψηλού δείκτη, η πρώτη μας Hellfest ημέρα ξεκίνησε απολαμβάνοντας τους Samsara Blues Experiment, καθιστοί στο ξηρό γρασίδι λίγο έξω από τη κλειστή σκηνή του Valley. Οι γιγαντοοθόνες που ήσαν τοποθετημένες στις εισόδους των τριών γειτονικών σκηνών (Temple, Altar και Valley) υποβοηθούσαν, καθ' όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ, όσους επιθυμούσαν να χαλαρώσουν ξαπλωμένοι στην ύπαιθρο. Η αλήθεια βέβαια είναι πως η ψυχεδελική ταυτότητα των Samsara –έστω και πιο heavy ζωντανά– φαντάζει ξένη στα πλαίσια μιας συγκριτικά τεράστιας σκηνής. Η επιλογή μας όμως αποδείχθηκε η πλέον κατάλληλη, ώστε η οικογενειακή ατμόσφαιρα των συνοικιακών clubs να αντικατασταθεί από μια χαρακτηριστική αίσθηση άνεσης.
Η συνέχεια με τους Βέλγους Enthroned έλαβε χώρα υπό αρκούντως ψυχαγωγικά στάνταρ. Λίγο η έκπληξη του εξαιρετικού Sovereigns (2014), λίγο και η προσθήκη του «πολύ» Menthor στα τύμπανα, η προσμονή να τους παρακολουθήσουμε φάνταζε έκδηλη, ελέω της δίψας μας για εργατικό black metal. Η εμφάνισή τους στάθηκε αψεγάδιαστη και –σε συνδυασμό με τον εξαιρετικό ήχο– επιβεβαίωσε τη φήμη που τους θέλει στα επιφανέστερα συγκροτήματα που παρήγαγε η αντίστοιχη τοπική σκηνή. Στυλοβάτες του όλου εγχειρήματος στάθηκαν περισσότερο οι Menthor και Nornagest, μιας και ο πρώτος εντυπώνεται ως πραγματική μηχανή ζωντανά (δες και εδώ), ενώ ο δεύτερος προσέδωσε την απαραίτητη εμπειρία, όντας το μοναδικό εναπομείναν μέλος από την αυθεντική τους σύνθεση.
Στάση για ανάσες, κατόπιν, πριν αποφασίσουμε να προ(σ)χωρήσουμε στους θρηνώδεις Shape Οf Despair. Η γουστόζικη αύρα από τους διπλανούς ενισχυτές μας καθοδήγησε βέβαια προς μια σύντομη τζούρα Truckfighters, έστω κι αν τo ποιόν του πρόσφατου πονήματός τους Universe παραμένει αμφιλεγόμενο. Τα 10 λεπτά στη σκηνή του Valley στάθηκαν αρκετά για να ανεβάσουν το ηθικό μας κατακόρυφα –το επακόλουθο πένθος, ωστόσο, ήρθε σε απόλυτη αντιδιαστολή, βυθίζοντάς μας στα πιο απόκρημνα τάρταρα. Το παν αναφορικά με το ιδίωμα του funeral doom αφορά την ικανότητα του να απορρέεις το επιθυμητό συναίσθημα, μια αρετή που είτε κατέχεις σε vibe, είτε όχι. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που δεν υφίστανται «απλά καλές» φινλανδικές μπάντες του είδους, μιας και οι υποδεέστερες φαντάζουν αδιάφορες πέραν κάθε υποκειμενικού σχολιασμού.
Οι Shape Of Despair ασφαλώς ανήκουν στη πρώτη κατηγορία με τρόπο που –όχι αδίκως– κατατάσσονται στα επιφανέστερα highlights του φετινού Hellfest. Θα νόμιζε κανείς πως το φως θα έστεκε εμπόδιο, διασπώντας το νοερό πέπλο που επικαλύπτει τις κάλλιστα νωχελικές τους συνθέσεις. Η παγερή, τελετουργική σχεδόν παρουσία τους στάθηκε εντούτοις ικανή να μεταδώσει αυτούσιο το συναίσθημα της στούντιο αισθητικής τους, σε σημείο που η απουσία του Pasi Koskinen αγνοήθηκε και η περσόνα της Natalie Safrosskin επικυριάρχησε παντών ενεργών αισθήσεων.
Η μάχη ανάμεσα στους Defeater και στους Armored Saint κυμάνθηκε ξανά σε εντελώς ξένα μεταξύ τους επίπεδα. Η post-hardcore αισθητική των Defeater ήρθε σε απόλυτη αντιδιαστολή με τον ατόφιο metal χαρακτήρα των Armored Saint, σε σημείο που οι δύο μπάντες έμοιαζαν ισόπαλες, έστω κι αν βραβεύουμε τους Armored Saint ελέω προσωπικών βιωμάτων. Όταν ακούς άλλωστε τα "Reign Οf Fire" και "Can U Deliver", με τον John Bush να χτυπά κάθε του νότα αγέραστος, ξεχνάς το μέρος που σε ενθουσίασαν οι Defeater και επιζητάς ανόθευτο heavy metal, μέχρι τελευταίας πτώσης. Είναι γεγονός πως έχουν περάσει 15 χρόνια από την πρώτη φορά που μας επισκέφθηκαν και είναι πια ευκαιρία να πράξει τα απαραίτητα κάποιος διοργανωτής –πόσο μάλλον τώρα, που βρίσκονται σε δαιμονισμένη συναυλιακή φόρμα.
Η συνέχεια επιφύλασσε τους Βοστονέζους hard rockers/alternative metallers Godsmack, σε ένα σύντομο μα περιεκτικό set, το οποίο κάλυπτε κάθε πιθανή προτίμηση. Το ξεκίνημα εντυπώθηκε κάπως μουδιασμένο υπό τους ήχους των νεότερων, groovy στιγμών "1000HP" και "Cryin 'Like A Bitch", αλλά στάθηκε ικανό να στρώσει τον δρόμο διακριτικά για παλαιότερες, κλασικές τους επιτυχίες. Τα ''Awake''και ''Voodoo'' που ακολούθησαν έσπειραν άπλετη συγκίνηση, ενόσω η μπάντα αποτύπωνε hard rock/alt heavy riffs συνεχίζοντας το έργο της και στοχεύοντας ευθέως στον ευρύτερο παλμό του κοινού.
Ουσιαστικός ήταν ασφαλώς και ο ταλαντουχός τραγουδιστής Sully Erna, ο οποίος ερμήνευσε το μεγαλύτερο μέρος των επιτυχιών με την ηχηρή συμμετοχή ενός κοινού πιστού στην ιστορία του σχήματος. Το αποκορύφωμα βέβαια ήρθε κάπου μεταξύ του wall of death και του αδιάκοπου headbanging, τόσο από το ρεφρέν του "Walk" των Pantera, όσο και την απόδοση του μεγαλύτερου hit τους, "I Stand Alone".
Ουδείς αρνείται πως ο πάλαι ποτέ νεανίας Billy Idol υπέπεσε σε καλλιτεχνική παρακμή. Κανείς επίσης δεν πρόκειται να υποστηρίξει πως η φωνητικές του δυνατότητες βρίσκονται σε ανεκτή –έστω– φυσική κατάσταση. Όταν άλλωστε ακόμη και τα πιο βατά σημεία των συνθέσεων παρεκκλίνουν σε σημείο παράφωνα κραυγαλέο, αντιλαμβάνεσαι πως το θέαμα μοιάζει λυπηρό· σε σημείο που δύσκολα ανατρέπεται, ακόμη και από την πιο υπερβατική προσπάθεια.
Η λήξη πάντως του σετ έμελλε να με βρει ικανοποιημένο, αλλά και περίεργο για τη φύση του όποιου καταλύτη, σε τελικό απολογισμό. Μήπως στάθηκε η απόδοση των μελών ή το γεγονός ότι ο καταπονημένος Billy παρέδωσε ψυχή δυσανάλογη των δυνατοτήτων του; Όπως και να έχει, ο παλμός που απέρρεε από την όλη παρουσία της μπάντας πυροδοτούσε τέτοιο άσβεστο κέφι, ώστε ήταν δύσκολο να μείνει ασυγκίνητος ακόμη και ο πιο απαιτητικός οπαδός.
Σε παράλληλο χρόνο, οι Wolfbrigade παρέδωσαν ατόφια crust punk μαθήματα υπαίθριας «γυμναστικής». Οι θερμότεροι οπαδοί επιδόθηκαν σε circle pit / crowdsurfing αλητείες, ενόσω τα μέλη σφυροκοπούσαν τα όργανά τους υπό ακατάπαυστους d-beat ρυθμούς. Δεν είναι τυχαίο πως οι Wolfbrigade φέρουν τη φήμη πως έχουν οργώσει όλη τη σουηδική σκηνή με το κουτάλι, κάτι που επίπονα διαπιστώσαμε κι εμείς, μετρώντας ψύχραιμα τους μώλωπές μας. Το μόνο βέβαιο είναι πως, αν δούμε ποτέ αυτή τη μπάντα στην Ελλάδα, το επόμενο που θα έπρεπε να μετράμε σε αναμονή δεν είναι παρά τα κενά κρεβάτια διαθέσιμα στο πλησιέστερο νοσοκομείο.
Ο χρόνος μας στην πορεία μοιράστηκε ανάμεσα στους High On Fire και Sodom, έστω κι αν οι Dying Fetus απέσπασαν τις δικές τους κοφτές τζούρες, στα πλαίσια ενός brutal death/slam μακελειού. Έπειτα από μια εξαιρετική πρόσφατη εμφάνιση στο An Club, κρίναμε απαραίτητο να επιβεβαιώσουμε την περισσή αρτιότητα των μηχανικών τους εκτελέσεων, οι οποίες τείνουν κραταιά να κυμαίνονται μεταξύ παρόρμησης και ασφυξίας. Είναι αλήθεια πως, όσες φορές έχω παρακολουθήσει ζωντανά την παρέα του John Gallagher, αισθάνομαι πως γίνομαι μάρτυρας του ίδιου ακριβώς γεγονότος –με την ειδοποιό διαφορά πως κάθε εμφάνισή τους ενισχύει το υπάρχον στίγμα, αντί να αποτελεί ένα γεύμα άγευστα «ξαναζεσταμένο».
Οι High On Fire, απεναντίας, απέτυχαν να διατηρήσουν τον πήχη στα ίδια υψηλά επίπεδα. Ενδεχομένως, ο αρκούντως ογκώδης ήχος να στάθηκε ικανοποιητικός σύμμαχος, όπως και η απόδοσή τους (θετική στο σύνολό της). Η αίσθηση της απώλειας, όμως, έμοιαζε έκδηλη εν συγκρίσει με τη συναυλία τους στο An Club επί εποχής του διαβόητου Death Is This Communion. Οι ενδιάμεσες αμυχές δεν έμοιαζαν πάντως να έχουν πτοήσει τη μπάντα στο ελάχιστο, ούτε υπήρξε σοβαρό πταίσμα προς αποφυγή. Απλά η μεγάλη σκηνή στάθηκε αταίριαστη στον ευρύτερο πόλεμο του vibe, με τρόπο που οι προσδοκίες μας κρίνονται υψηλές ακόμα και για την άφθαρτη δυναμική τους.
Αποφασίζοντας να απομακρυνθούμε προς τη κατεύθυνση των Sodom, αντικρίσαμε τη μανία του "Sodomy And Lust", η οποία εκπλήρωσε τις προσδοκίες που ανέδειξαν ως μεγαλειώδη τη σύμπραξη δύο συγκροτημάτων καθόλα άρρηκτα συνδεδεμένων. «Είναι τιμή μου να παίζω αμέσως πριν από μία από τις πιο αγαπημένες μου μπάντες», δήλωσε ο Tom Angelripper, επιβεβαιώνοντας πως ο Lemmy αποτελεί τη μορφή προς την οποία στρέφεται δυναμικά το πάλαι ποτέ κραταιό στίγμα της Sodom ορμής. Από την άλλη, ο Angelripper και οι συνοδοιπόροι του ουκ ολίγοι έχουν φανεί, έναντι της επίσης τεράστιας κληρονομιάς τους. Δεν είναι τυχαίο πως παραμένουν η πιο αγέρωχη συναυλιακή μπάντα της γερμανικής thrash σκηνής, συγκρινόμενοι φυσικά με τα έτερα μέλη της κλασικής 1980s τριάδας.
Τι εννοούμε; Το "Ausgebombt" δεν το ακούσαμε, ούτε και πολλά ακόμα κλασικά τους τραγούδια. Αντιθέτως, επέλεξαν να παρουσιάσουν τα "City Of God" και "Stigmatized", ενώ νωρίτερα συμπεριέλαβαν και το νέο τους άσμα "Sacred Warpath" σε μία μικρή για τα δεδομένα τους setlist. Παρόλα αυτά επέδειξαν για άλλη μία φορά πως παραμένουν η πιο ψυχαγωγική thrash μπάντα όλων των εποχών: κάθε live των Sodom αφήνει ένα πλατύ χαμόγελο στα πρόσωπα, παρά την πηγαία βρωμιά που στυγερά τους διαποτίζει. Όταν ακούς το τοξικό λαρύγγι του Angelripper να ουρλιάζει "Agent Orange", δεν θες παρά χυδαίο, σκληρόπετσο, χοντροκομμένο thrash metal, μπροστά στο οποίο ακόμα και επικά άσματα τύπου "Remember The Fallen" δεν μοιάζουν (συγκριτικά) παρά οχετός της πιο νοσηρής απόλαυσης.
«We are Motörhead.. and we play rock 'n' roll». Αυτές οι λέξεις συνοδεύουν κάθε εμφάνιση των Βρετανών και δεν προκαλούν παρά διαπεραστικό ρίγος στο άκουσμά τους. Αν η εμφάνιση των Sodom αποτέλεσε μια μπότα στο πρόσωπο των εκάστοτε επικριτών, η τριάδα των Lemmy Kilmister, Phil Campbell & Mikkey Dee παρέδωσε αγνό, ατόφιο rock 'n' roll με τη στόφα που μόνο οι Μεγάλοι της μουσικής μας διακατέχουν. Αν εξαιρέσουμε ορισμένα σημεία στα οποία η απόδοση του Lemmy φάνηκε να φθίνει (δεν ήσαν τυχαίες οι στιγμές στις οποίες οι Campbell & Dee απέδωσαν τα guitar και drum σόλο τους), η εμφάνιση στο σύνολό της άγγιξε τα γνώριμα υψηλά Motörhead στάνταρ σε βαθμό ικανοποιητικότερο από τη περίοδο 2007-2008, κατά την οποία τους παρακολούθησα δύο φορές ζωντανά.
Αναφορικά με παλαιότερες εποχές, ενδεχομένως να μην υφίσταται σύγκριση γιατί ο χρόνος μυθοποιεί ορισμένες εικόνες στη μνήμη. Αλλά το τσαγανό που επέδειξε ο Lemmy μου θύμισε μία από τις παλαιότερες εκείνες στιγμές, το αποτυχημένο Athens Open Air Festival στο οποίο ανέβηκε όλος πείσμα και έδωσε μονοκοπανιά ό,τι, είχε με περίσσεια δόση τσαμπουκά. Η διαφορά είναι πως στη προκειμένη η εικόνα του εντυπώθηκε μάλλον αντίστροφη, γιατί αποτέλεσε τη πρώτη φορά στα χρονικά που τον βλέπω τόσο ευδιάθετο και ομιλητικό. Τα απανωτά αστεία, ο εύφορος τόνος, αλλά και η γενικότερη χαλαρή ατμόσφαιρα επί σκηνής προσέδωσε την εικόνα τριών ανθρώπων που απολαμβάνουν στο έπακρο τον συναυλιακό τους χρόνο.
Στα της setlist, πάντα θα υπάρχουν επιλογές που θέλουμε να ακούσουμε, αλλά όταν ξεκινάς την εμφάνιση με "Shoot You Ιn Τhe Back", μόνο έπη μπορείς να περιμένεις. Ακούσαμε και το "Metropolis" και το "Over Τhe Top", μα και το αγαπημένο μου "The Chase Is Better Than Τhe Catch" που δεν το είχαν παίξει τη δεύτερη φορά που εμφανίστηκαν στον Λυκαβηττό. Για τα "Rock It" και "Lost Woman Blues" δεν γίνεται καν λόγος: ειδικά στην εκτέλεση του δεύτερου, ο «θείος» έβγαλε (αναμενόμενα) τα πιο μερακλίδικά του γούστα.
Από εκεί και πέρα οι επιλογές περιελάμβαναν κλασικά κομμάτια, με το "Orgasmatron" να μοιάζει επιφανέστερο, μιας και είχαν να το παίξουν ζωντανά τουλάχιστον 3 χρόνια. Το γεγονός πως το πράσινο βραδινό φως έλειπε δεν μας προβλημάτισε καθόλου, καθώς ανέκαθεν επιθυμούσα να τους δω σε ανοικτό χώρο μέρα, χάριν της άφθαστης, βιντεοσκοπημένης συναυλίας τους στο Rock Am Ring το 2004. Ένας κύκλος έκλεισε λοιπόν με τρόπο που δύσκολα άφηνε περιθώρια για κάτι περισσότερο, εκτός πια κι αν είχαμε τη δυνατότητα να τους δούμε ξανά με δύο κιθάρες στη σύνθεση –ενδεχόμενο απίθανο, έστω και για συναυλιακά δεδομένα.
Εντούτοις, η εύθυμη νότα που προσέθεσε η επικρατούσα παρουσία του Lemmy επισκιάστηκε από μια φευγαλέα εικόνα στις γιγαντοοθόνες του main stage. Η θέληση μοιάζει ισχυρή, μα η σάρκα εγκαταλείπει όταν το χέρι που αγγίζει ένα μπουκάλι με νερό τρέμει ασταμάτητα, σε σημείο σπασμωδικό. Ένα ρίγος ένιωσα ξανά να με διαπερνά, αλλά όχι από συγκίνηση αυτή τη φορά: «But that's the way I like it baby, I don't wanna live forever... that's right», συμπληρώνει ο Lemmy κατά την απόδοση του "Ace Of Spades", επιβεβαιώνοντας την πεποίθησή μου πως θα παίζει rock 'n' roll μέχρι την τελευταία του πνοή. Μακάρι να πάνε όλα καλά και να μείνει κοντά μας για αρκετά χρόνια, επουλώνοντας κάθε ορατή πληγή, γιατί δεν μπορείς παρά μόνο δέος και περηφάνια να αισθάνεσαι πια για μια τόσο τεράστια μπάντα.
«You can't mess with Dr. Rock, so don't you even try»
Motörhead setlist:
Shoot You in the Back / Damage Case / Stay Clean / Metropolis / Over the Top / Guitar Solo / The Chase Is Better Than the Catch / Rock It / Lost Woman Blues / Doctor Rock & Drum Solo / Orgasmatron / Going to Brazil / Ace of Spades / Overkill
Η συνέχεια με τους οδοστρωτήρες Lamb Of God έφερε μπροστά μας μία από τις πλέον αναμενόμενες παρουσίες του Hellfest 2015, μιας και η ισχυρή βροχή προ τριετίας μας είχε αποτρέψει από το να απολαύσουμε στο έπακρο μια εξαιρετική εμφάνιση. Όντας ο πλέον ιδανικός μπροστάρης, ο «πολύς» Randy Blythe εντυπώθηκε ξανά αποστομωτικός, με τα φαρδιά του άλματα, το διαρκές τρέξιμο κατά μήκος της σκηνής, αλλά και το ασταμάτητο headbanging, με το οποίο και εμψύχωνε διαρκώς το κοινό. Από το ξεκίνημα ήδη του σετ, ο κόσμος ανταποκρίθηκε δυναμικά, με τα ''Desolation'' και "Ghost Walking" να ανοίγουν κρατήρες, αλλά και εντυπωσιακά wall of death, στα πλαίσια μιας πραγματικής μάχης.
Πιο εστιασμένα, αξιοσημείωτο highlight αποτέλεσε το ''Walk With Me In Hell'', κατά το οποίο ο Blythe αναφέρθηκε στον Rob Halford των Judas Priest, αλλά και στη συμμετοχή των Obituary, Mastodon και Eyehategod στα πλαίσια του φετινού billing. Τα στυγερά έπη "Redneck", "Set To Fail" και "Black Label'' έδωσαν από τη μεριά τους τις απαραίτητες δόσεις πόνου, με τη «μηχανή» που ακούει στο όνομα Chris Adler να ξεχωρίζει, φορώντας ένα –αναμενόμενο πιθανώς– μπλουζάκι των Megadeth. Συνυπολογίστε σε όλα αυτά τον εξαιρετικό ήχο που τους υποβοήθησε σταθερά και θα έχετε την πλήρη εικόνα ενός σόου που άφησε μόνο αποστομωτικές εντυπώσεις.
7 χρόνια ήταν υπερβολικά πολλά και όχι μόνο για να παρακολουθήσουμε τους Motörhead. Θα νόμιζε κανείς πως το Ιnsomniac Doze ήταν αρκετό να τιμήσουμε την εμφάνιση των Envy στο Hellfest του 2008, αλλά η ταυτόχρονη παρουσία τους με τους –μέτριους, όπως αποδείχθηκε– Slayer μας απέτρεψε από το να βιώσουμε μια κατά τα άλλα συγκλονιστική εμπειρία. Το ότι θεωρούνται ένα ακόμη post-infused συγκρότημα μένει τραγικά λανθασμένο, γιατί οι post επιρροές τους απορρίπτουν την επιμετάλλωση, ενώ τα core σημεία ακούστηκαν πιο αμιγή στο πάντρεμά τους με τα υπόλοιπα ηχοτόπια.
Όσο λοιπόν όλα αυτά συναντώνται στη μουσική τους, τα μέλη επιδίδονται σε κυριολεκτικά ξέφρενη σκηνική παρουσία. Είναι αφύσικο να βιώνεις μια αιθέρια, συναισθηματική μουσική, ενόσω η μπάντα σύσσωμη τσακίζει κάθε τελευταίο κόκκαλο των σβέρκων της. Ο τραγουδιστής της αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση, καθώς ουσιαστικά... λικνιζόταν αέναα στον ρυθμό! Δεν περίμενα ποτέ πως θα ξεστόμιζα κάτι τέτοιο, αλλά το σύνολο που περιγράφουμε εντυπώθηκε παράδοξα σε αρμονία με τη μουσική, σε σημείο που αναφωνήσαμε: «τελικά, βγάζει νόημα»! Περιττό να εκφράσω τη λύπη μου που τελείωσε η εμφάνιση και αναγκάστηκα να παρακολουθήσω δύο κομμάτια των Cradle Of Filth, οι οποίοι –παρότι εξαιρετικοί, αντικειμενικά μιλώντας– αποτελούν με διαφορά το πιο σιχαμένο συγκρότημα στις προσωπικές μου προτιμήσεις.
Η σύμφωνη γνώμη και των δυο μας, ανάγει τον Alice Cooper σε ένα από τα αναμφισβήτητα highlights του Hellfest 2015. Τρίτη φορά που τον έβλεπε ζωντανά ο ένας από εμάς, με τον δεύτερο να αδημονεί να γίνει μάρτυρας της έκδηλης θεατρικότητάς του. Προερχόμενοι λοιπόν από διαφορετικές οπτικές γωνίες, συμφωνήσαμε πως δύσκολα συναντάται τόσο αειθαλής frontman: η φωνή έχει μείνει απαράλλαχτη, ενώ η θετική ενέργεια που απορρέει επί σκηνής μοιάζει ικανή να ξεσηκώσει μια ολόκληρη αρένα στο πόδι.
Φυσικά, ο 67χρονος πλέον Cooper έχει φροντίσει να επιλέξει τους κατάλληλους παρτενέρ. Μαζί έτσι με τον φανταστικό μπασίστα, τον «tasteful» ντράμερ, αλλά και τους δύο άπταιστα καταρτισμένους κιθαρίστες, στέκεται και η Nita Strauss –την οποία θα αναφέρουμε μεμονωμένα, ελέω της δυσανάλογης έκπληξής μας. Το όμορφο παρουσιαστικό της ξεγελά όσους θαρρούν πως ο Cooper την επέλεξε για τα κάλλη, μιας και φαντάζει περισσότερο ως ξανθός δαίμονας ικανός να αποτυπώσει από την πιο απαλή νότα, μέχρι το πλέον μανιώδες shredding.
Το σόου, όμως, το αφήσαμε για το τέλος. Οι συναυλίες του Alice Cooper αποτελούν άλλωστε μια γιορτή της μουσικής: ένα υπερθέαμα που αποδομεί τα πλαίσια των τραγουδιών, ενόσω αποδίδονται με ανατριχιαστική εντέλεια. Κάθε φορά λοιπόν που τον παρακολουθείτε ζωντανά θα τον δείτε δεμένο, εξαφανισμένο, μεταμορφωμένο, αποκεφαλισμένο ή ότι άλλο μπορεί να χωρέσει ο νους σας. Και όλα αυτά, ενώ τα μέλη οργώνουν τη σκηνή, πλαισιώνοντας τις αναπαραστάσεις με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση. Για τη setlist δεν θα κάνουμε λόγο, επιτρέποντας στη λίστα να εκφραστεί πιο κάτω. Το μόνο που θα αναφέρουμε είναι πως κάθε στιγμή έμοιαζε ικανή να ικανοποιήσει στο έπακρο ό,τι ακριβώς ζητά κανείς από τον Alice Cooper.
Alice Cooper setlist:
Department of Youth / No More Mr. Nice Guy / Under My Wheels / I'll Bite Your Face Off / Billion Dollar Babies / Lost in America / Hey Stoopid / Dirty Diamonds / Welcome to My Nightmare / Go to Hell / Wicked Young Man / Feed My Frankenstein / Ballad of Dwight Fry / Killer / I Love the Dead / I'm Eighteen / Poison / School's Out & Another Brick in the Wall Part 2
Τους Five Finger Death Punch τους είχα αφήσει στο προ 8ετίας ελπιδοφόρο ντεμπούτο τους, με την εμπορική καταξίωση των επακόλουθων κυκλοφοριών να γιγαντώνει τη φήμη τους. Πώς αλλιώς, διαφορετικά, θα φάνταζε λογική η επιλογή να αντικαταστήσουν σε σειρά τους Lamb Of God, με πλήθος κόσμου να έχει συγκεντρωθεί, τραγουδώντας κάθε τελευταίο τους στίχο; Η αποδοχή τους συνάντησε έτσι την πιο έκδηλη έκπληξη, τόσο από θέμα παλμού, όσο και ως προς την ατσάλινη αυτοπεποίθηση την οποία επέδειξαν σε κάθε λεπτό τους επί σκηνής. Έστω κι αν αυτό το είδος μοντέρνου αμερικάνικου metal αποτελεί μια κατεύθυνση που επιλέγω να μην ακολουθώ πλέον, οι Five Finger Death Punch κέρδισαν την αμέριστη εκτίμηση που αντιστοιχεί σε κάθε έκφανση της στιβαρής συνέπειάς τους.
Ας παραδεχθούμε τα προφανή, οι τελευταίοι δίσκοι των Satyricon (τα Now, Diabolical και The Age Οf Nero, για την ακρίβεια) φαντάζουν το λιγότερο απογοητευτικοί και –συνεκδοχικά– οι setlists τους καταλήγουν γεμάτες από ατυχείς επιλογές. To "The Age Of Nero", συγκεκριμένα, καταλήγει άοσμα αποστειρωμένο, το δε "Now, Diabolical" ήχησε τόσο αδιάφορα, ώστε απορείς πώς είναι δυνατόν μια μπάντα με τέτοια πλούσια ιστορία να έχει βασίσει τo ήμισυ της εμφάνισής της στους δύο ομολογουμένως κατώτερους δίσκους της. Τα "Filthgrinder" και "Nekrohaven" αποτέλεσαν βέβαια όαση, ενώ η απόδοση της μπάντας άγγιξε αστρονομικά επίπεδα. Είναι κρίμα που η rock n' black εμμονή έχει καθηλώσει μία από τις σημαντικότερες νορβηγικές μπάντες, αλλά τουλάχιστον ο live χαρακτήρας της παραμένει ηγετικός και σε τέτοια στάνταρ, ώστε μόνο αρχετυπικά συγκροτήματα χαρακτηρίζει.
Η συνέχεια με τους Judas Priest επέφερε τον διχασμό στις εντυπώσεις των ανταποκριτών. Η προσωπική μου εντύπωση είναι πως το καλλιτεχνικό άστρο της μπάντας έδυσε έπειτα από την αποχώρηση του K.K. Downing, έστω κι αν ο Rob Halford εντείνει την προσπάθειά του στο σκηνικό κομμάτι, με την υπόλοιπη μπάντα να επιχειρεί να συμβάλλει τα μέγιστα των δυνατοτήτων της. Βασική αιτία αποτελεί η πρόσληψη του εργατικού μεν, μισθοφόρου δε Richie Faulkner (ο Tim "Ripper" Owens είχε τουλάχιστον τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα). Προσθέστε τώρα ότι το Redeemer Of Souls είναι ο πρώτος δίσκος τους δίχως ούτε ένα διαχρονικό κομμάτι και θα σχηματίσετε την εικόνα μιας μπάντας που πλησιάζει τα όρια της σύνταξης, κολλώντας όσα τελευταία ένσημα πιθανόν να της απομένουν.
Ωστόσο, δεν αντιλέγω πως συγκινήθηκα μόλις άκουσα το "Jawbreaker", έστω κι αν ο Rob δεν επιχείρησε να αποδώσει ίχνος υψίφωνων μερών. Τα δε "Electric Eye" και "You've Got Another Thing Comin" θα υπενθυμίζουν πάντα πως το Screaming For Vengeance ήταν το πρώτο metal CD που αγόρασα. Το κλείσιμο της εμφάνισής τους, όμως, με βρήκε σαν ένα κέλυφος πέρα ως πέρα άδειο: ωσάν μια αγαπημένη μπάντα να έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και μια άλλη απλά να συνεχίζει, στη θέση της...
Όπως είχε αναφέρει κάποτε ένας φίλος, «αν οι Dead Kennedys έβγαιναν ποτέ σε περιοδεία με τους Γενιά Του Χάους, η σύμπραξη αυτή θα επονομαζόταν "Bedtime for Bastardocracy"». Οι Γενιά Του Χάους επέστρεψαν βέβαια έπειτα από πολλά χρόνια, έστω κι αν οι εμφανίσεις τους μοιάζουν σπάνιες και σχετικά σποραδικές. Ο δε Jello Biafra εξακολουθεί να δισκογραφεί έως και σήμερα με το καταπληκτικό White People And The Damage Done να αναδεικνύει τα περίσσεια αποθέματα ψυχής του. Αλλά οι σημερινοί Dead Kennedys καταλήγουν απελπιστικά λίγοι για να φέρουν το βάρος μιας διαχρονικής παρακαταθήκης, σε σημείο που ο Ron "Skip" Greer φαντάζει το πιο ανάμεικτα ζωτικό μέλος στη σύνθεση. Η επιθυμία να αγγίξει το σθένος του μεγάλου Jello μένει μόνο αρνητική –πόσο μάλλον όταν οι East Bay Ray & Klaus Flouride δεν φαντάζουν παρά πραγματικοί κομπάρσοι στον ρόλο τους.
Εν αντιθέσει με τα περιγραφθέντα tribute band δρώμενα, οι Νορβηγοί Shining επέδειξαν παιδεία ικανή να παραδώσει την εμφατική τους «blackjazz» σε εκτελεστική εντέλεια. Ακροβατώντας μεταξύ fusion και επιμετάλλωσης, το αμάγαλμα που έχουν επιμελώς σμιλεύσει αποκρύπτει αμέτρητες ώρες στο στούντιο και έτη διεξοδικής μελέτης. Τι κι αν οι επιρροές τους φαντάζουν ποικιλόμορφες σε ιδιωματικό επίπεδο; Το κερασάκι στην τούρτα ονόματι "21st Century Schizoid Man" αποτέλεσε τον ιδανικότερο κράχτη δομικών επιρροών σε σημείο που, όσο κι αν αγαπάω γενικά τα 1970s και το black metal στην ολότητά του, το σαξόφωνο θα μένει για πάντα το στοιχείο το οποίο θα με κατακτά, σε κάθε ηλεκτρισμένη του έκφανση.
Ενόσω οι Shining επικυριαρχούσαν των Dead Kennedys, οι Slipknot αποτέλεσαν το τρίτο όνομα που έκλεινε περίτρανα την αυλαία της πρώτης ημέρας. Ξεκινώντας υπό τους ήχους του intro "XIX", το πολυπληθές σχήμα παρέδωσε μια εντυπωσιακή παράσταση, ως σήμα-κατατεθέν στις συνειδήσεις όσων αδημονούσαν να τους παρακολουθήσουν. Οι Shawn Crahan και Chris Fehn εκφράζονταν ο καθένας στη δική του περιστρεφόμενη πλατφόρμα κρουστών, με τα ανάλογα ελατήρια να μένουν σε τακτή παλινδρόμηση, ενόσω οι Craig Jones (πλήκτρα) και Sid Wilson (DJ) ανήκαν στη δική τους ξεχωριστή πλατφόρμα, πλαισιώνοντας άρτια το όλο σκηνικό.
Από την άλλη, οι αναμενόμενες ράμπες που συμπλήρωναν το καρέ αποτέλεσαν καταλυτικό βοήθημα ώστε οι 9 συνολικά μασκοφόροι να επιδοθούν στις μανιώδεις τους εκτελέσεις. Τα καινούρια "Sarcastrophe'', "AOV" και "The Devil in I" επιδέχθηκαν σημαντικής αποδοχής, όπως φυσικά και οι παλαιότερες επιτυχίες του σχήματος. Μόνο τα προβλήματα στον ήχο να μην υπήρχαν... Στις κιθάρες και στα φωνητικά φάνταζε αδύναμος, διαφορετικά θα μιλούσαμε –ξεκάθαρα– για μια ολοκληρωτικά άπταιστη εμφάνιση. Προσθέστε και τις χλιαρές αντιδράσεις σημαντικής μερίδας του ακροατηρίου και θα έχετε τη θετική, μα ανάμεικτη εικόνα της αυλαίας της πρώτης Hellfest μέρας...
{youtube}RgDYE7XC8Ec{/youtube}