Οι Blind Guardian έχουν αποδείξει επανειλημμένως ότι ανήκουν στις κατ' εξοχήν αγαπημένες μπάντες του ελληνικού κοινού, χάρη σε εξαιρετικές εμφανίσεις, οι οποίες λαμβάνουν σταθερή και μαζική ανταπόκριση. Όσες φορές επισκέφθηκαν δηλαδή την Αθήνα την τελευταία 15ετία, είτε επιλέχθηκαν για να κλείσουν ένα συναυλιακό διήμερο στη σειρά, είτε εμφανίστηκαν σε χώρους σημαντικά μεγαλύτερους των Ρόδον Club και Gagarin. Ως εκ τούτου, οι συναυλίες τους γίνονται πάντα sold-out, γιατί το feel-good συναίσθημα αλλά και η άκρατη ενέργεια που σου μεταδίδουν αναπαράγονται τόσο άριστα ζωντανά, ώστε αποτελούν value for money περίπτωση. Ακόμα και για τους πιο επιδερμικούς ακροατές τους.
Ως είθισται εδώ και αρκετό καιρό, η φετινή επίσκεψη δεν επιφύλασσε κάποιο ελληνικό support σχήμα. Η τελευταία φορά που είχε ανακοινωθεί opening act σε συναυλία τους ήταν στο Silo Club τον Οκτώβρη του 2003, όταν οι Battleroar δεν εμφανίστηκαν ποτέ, για απροσδιόριστους έως σήμερα λόγους. Η ανυπομονησία στο Gagarin έφτασε από νωρίς στο κατακόρυφο: δεν ήταν τυχαίο ότι ο χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος μιάμιση περίπου ώρα πριν την καθορισμένη έναρξη. Ευτυχώς ο εξαερισμός λειτούργησε στο έπακρο των δυνατοτήτων του, αποτρέποντας φαινόμενα «σάουνας», και η συναυλία κύλησε ομαλά ακόμα και στις πιο φορτισμένες στιγμές της.
Η 9η του Μαΐου αποτέλεσε λοιπόν τη μέρα που έμελλε να μας χτυπήσει «το Ένατο Κύμα». Το εναρκτήριο κομμάτι βρήκε σημαντική μερίδα του κοινού να τραγουδά σύσσωμη, καταδεικνύοντας πως οι νεότεροι οπαδοί εγκρίνουν τα πρόσφατα έργα, παρά την εμφανή ποιοτική πτώση σε σύγκριση με το παρελθόν. Η συνέχεια με το καταιγιστικό "Banish From Sanctuary" προέκτεινε την έκπληξή μας, καθώς οι μπροστινές σειρές σιωπούσαν χαρακτηριστικά –σα να μην αποτελεί διαχρονικό ύμνο του πρώιμου τευτονικού speed metal! Ευτυχώς στο "Nightfall" η θερμοκρασία ανέβηκε, ενώ το "Fly" αποτέλεσε ευχάριστη προσθήκη, παρά το μπούκωμα στις χαμηλωμένες κιθάρες. Χρειάστηκαν πέντε κομμάτια για να φτάσουμε στο "Tanelorn (Into The Void)" και να αντιληφθεί ο ηχολήπτης πως κάτι συμβαίνει, διορθώνοντας επί τόπου τις όποιες ατέλειες από τις πρώτες νότες του τραγουδιού.
Σε αυτό το σημείο, όμως, οι κραυγές άρχισαν να σχηματίζουν μια μαζική ιαχή. Ο κόσμος ζητούσε επίμονα το "Majesty", όπως έχει συμβεί πολλάκις σε συναυλίες των Γερμανών, διψώντας να ακούσει τον πρώτο τιτάνιο ύμνο στη μακρόχρονη πορεία τους. Μέσα σε ένα εύθυμο κλίμα, ο Hansi Kürsch προσπάθησε να ηρεμήσει ένα κοινό που επί 3 ολόκληρα λεπτά δεν σταμάτησε να φωνάζει, προλογίζοντας στην πορεία το "Prophecies" –με τις αντίστοιχες θερμές αντιδράσεις να ακολουθούν. Το καθιερωμένο ακουστικό διάλειμμα με τα "Miracle Machine" και "A Past And Future Secret", το θρηνώδες "Mordred's Song", αλλά και το πομπώδες "Imaginations From The Other Side" αποτέλεσαν μερικές ακόμα λαμπρές στιγμές του set –με το "A Past And Future Secret" να ξεχωρίζει, αφού στάθηκε η καλύτερη εκτέλεση την οποία έχω ακούσει έως σήμερα.
Θα σταθούμε ωστόσο για μια στιγμή σε δύο άλλες εκτελέσεις, που αποτέλεσαν highlights για το πρώτο μέρος του live. Το "The Last Candle" ώθησε ορισμένους ένθερμους παρευρισκόμενους σε φαινόμενα crowd surfing, σε δυνατές «μονομαχίες» στον χώρο της αρένας, αλλά και σ' ένα κλείσιμο με τον Frederik Ehmke να κρατά τον ρυθμό και κάθε άτομο στον χώρο να τραγουδά ρυθμικά επί 3 περίπου λεπτά τους στίχους (παρόμοιο σκηνικό διαδραματίστηκε και στο "Valhalla"). Η δεύτερη όμως εκτέλεση είναι και ο λόγος για τον οποίον δεν έπαιξαν το "Majesty": είχαν προγραμματίσει να παρουσιάσουν το "Guardian Of The Blind", σε μια ιστορική μα και αναπάντεχη στιγμή για τους οπαδούς του πρωτόλειου ήχου τους! Άλλωστε οι Blind Guardian προετοιμάζουν σχεδόν πάντα κάτι ξεχωριστό για το ελληνικό κοινό, κάτι που σπάνια παρουσιάζεται στις υπόλοιπες συναυλίες τους στην Ευρώπη.
«The field is lost. Everything is lost». Λίγο πριν την έναρξη του δεύτερου μέρους, εκεί που ο κόσμος είχε μόλις σωπάσει, ακούμε από τα ηχεία τον απόηχο της μάχης του διαβόητου "War Οf Wrath". Οι πιο φανατικοί απήγγειλαν δυνατά κάθε λέξη, περιμένοντας τις εναρκτήριες κιθάρες του "Into The Storm" και το έντονο, ανθεμικό του ρεφρέν, που στέκεται στις πιο φορτισμένες στιγμές που βιώσαμε. «We are following the will of the one, through the dark age and into the storm»: αυτή είναι και η μαγεία της λυρικότητας των Guardian, στο να δένουν τις μελωδίες τους με δυναμικές λέξεις, μετουσιώνοντας ακόμα και απλούς στίχους σε ορμητικές εκρήξεις συναισθημάτων. Η συνέχεια επιφύλασσε το νέο single "Twilight Of The Gods", αλλά και το "Valhalla", με την κορύφωση των οπαδικών αντιδράσεων· ενδέχεται κάλλιστα να αποτέλεσε την πιο συναυλιακή στιγμή της βραδιάς.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος της βραδιάς περιλάμβανε τα "Wheel Of Time", "The Bard's Song - In The Forest" και "Mirror Mirror", τα οποία σταθερά κλείνουν τις εμφανίσεις της μπάντας στην τρέχουσα περιοδεία. Το πρώτο αποτελεί μία από τις καλύτερες συνθέσεις των τελευταίων δίσκων, με τα oriental μέρη να έρχονται παραδόξως σε πλήρη αρμονία με την υπόλοιπη σύνθεση, ενώ το δεύτερο αποτελεί την πιο κλασική στιγμή των συναυλιών τους, στην οποία όλο το club τραγουδά με μία φωνή, επικαλύπτοντας ανά φάσεις ακόμα και την ίδια τη μουσική. Όσον αφορά το "Mirror Mirror", είναι το μεγαλύτερο hit των Γερμανών και η τελευταία ευκαιρία του κοινού να ξεδώσει συναισθηματικά, αφού έπειτα όλοι γνωρίζουν πως δεν υπάρχει συνέχεια, όσο ένθερμες και αν σταθούν οι παρακλήσεις.
Το πέρας της εμφάνισης μας γέμισε όμως ερωτηματικά. Γιατί τα τραγούδια των τελευταίων δίσκων μοιάζουν εμφανώς ανώτερα ζωντανά; Γιατί ο πλούσιος όγκος των 1990s αντικαταστάθηκε από πλαστικά τύμπανα και ψηφιακές κιθάρες; Πώς γίνεται ένας τόσο μελετημένος δίσκος σαν το Beyond The Red Mirror να αποτυγχάνει ξανά, συγκριτικά με τη live εκδοχή του; Κάθε ερώτησή μας αποτελούσε μια έμμεση απάντηση στην προηγούμενη ακριβώς απορία, παρά τις ατέλειες που παρατηρήθηκαν σε διάσπαρτα σημεία του set. Στα "Tanelorn (Into The Void)" και "Twilight Of The Gods", συγκεκριμένα, η αναβάθμιση έγινε περισσότερο αντιληπτή –ειδικά όταν το δεύτερο φαντάζει περιττό στον δίσκο, ενώ ζωντανά εντυπώνεται αρκούντως αξιοπρεπές. Η ποιοτική διαφορά παρέμεινε εντούτοις εμφανής ανάμεσα στις δύο περιόδους, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η εκτέλεση του "A Past And Future Secret" ακολούθησε τη «μπαλάντα των φτωχών» "Miracle Machine".
Αναφορικά τώρα με την απόδοση των μελών, παρέμεινε χαρακτηριστικά αμείωτη καθ' όλη τη διάρκεια του set, αγγίζοντας τα υψηλά κριτήρια που οι ίδιοι έχουν θέσει. Οι Kürsch και Siepen παραδοσιακά ήταν οι πιο σταθεροί της τετράδας, ενώ ο André Olbrich υπέπεσε σε μερικά λάθη, δίχως πάντως να χάσει διόλου σε συναίσθημα. Ο παλμός όμως του live έμοιαζε να κλιμακώνεται σταδιακά αυτή τη φορά και κύριος υπεύθυνος δεν ήταν άλλος από τον «πολύ» Hansi Kürsch. Όντας χαρισματικός frontman, ανέκαθεν ξεσήκωνε το κοινό, χάρη τόσο στη λυρικότητα της φωνής του, όσο και με την άριστη επικοινωνιακή του ικανότητα. Αλλά το βράδυ του Σαββάτου η ερμηνευτική του απόδοση ξεπέρασε κάθε προηγούμενο: με σιγουριά είδαμε την καλύτερή του εμφάνιση στην Αθήνα, από όσες έχω προσωπικά παρακολουθήσει. Έστω κι αν ψεγάδια παρατηρήθηκαν στο σύνολο, ξεπέρασε τον εαυτό του σε τέτοιον βαθμό, ώστε επικάλυψε τις όποιες ατέλειες με τον πλέον ιδανικό τρόπο.
Δίχως να αναιρούμε την άριστη συνολική εικόνα, δεύτερο μεμπτό σημείο της βραδιάς στο Gagarin στάθηκε η παρουσία του Ehmke στα παλαιότερα κομμάτια. Ο –συμπαθής, κατά τ' άλλα– ντράμερ μπορεί να μετρά μια δεκαετία στις τάξεις του γκρουπ, αλλά ο εκτελεστικός του χαρακτήρας παραμένει διαφορετικός, σε σημείο που σου αφήνει μια μάλλον στυφή γεύση. Ο προκάτοχός του, Thomen "The Omen" Stauch, ήταν, είναι και θα μείνει στην ιστορία ως ο χαρακτηριστικότερος ντράμερ που πέρασε από το τευτονικό power metal, αποδεικνυόμενος καταλυτικός για την ταυτότητα των Blind Guardian. Ο γεμάτος ήχος που πρόσφεραν τα αστραπιαία γυρίσματά του αποτέλεσε δομικό στοιχείο και έλειψε τόσο στους τελευταίους 3 δίσκους, όσο και στη φετινή τους ζωντανή παρουσία.
Το ερώτημα βέβαια παραμένει κατά πόσο ο Stauch θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε ένα set 2 ωρών και 20 λεπτών, από τη στιγμή που αντιμετώπιζε φανερά προβλήματα υγείας τα τελευταία χρόνια. Ποιος δεν θυμάται τις ηχογραφήσεις για το A Night At The Opera, κατά τη διάρκεια των οποίων χρειάστηκε να σταματήσει (προσωρινά έστω) το κάπνισμα; Ή τις συναυλίες που έχασε με τους Savage Circus, σε σημείο που οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να προχωρήσουν με νέο ντράμερ στις τάξεις τους; Η αλήθεια επίσης είναι ότι –παρά το πιο «απλοϊκό» του ύφος– ο Frederik Ehmke παραμένει ένας εργατικότατος συνοδοιπόρος, ο οποίος συμβάλει το 110% των δυνατοτήτων του τόσο στο στούντιο, όσο και στα live. Χώρια που όποιος ντράμερ κι αν είχε πάρει τη θέση του Thomen, θα έμοιαζε απελπιστικά «λίγος» εν συγκρίσει.
Οι Blind Guardian επέδειξαν έτσι, για μία ακόμη φορά, την άπαιστη επαγγελματική τους συνέπεια, εκκολάπτοντας τον παλμό του κοινού με την κατάλληλη γηπεδική θέρμη. Η πηγαία ενέργεια που αναζωπυρώνεται στον πυρήνα των συνθέσεων, ο άκρατος λυρισμός της ερμηνείας του Kürsch, αλλά και η «οικογενειακή» ατμόσφαιρα που απλωνόταν διάχυτη στο Gagarin αποτέλεσαν (όπως πάντα άλλωστε) τα σημεία-κλειδιά μιας ακόμα μνημειώδους συναυλίας. Όποιος τους έχει παρακολουθήσει άλλωστε στο παρελθόν, κατανοεί απόλυτα τις εφηβικές αναμνήσεις που δύνανται να ανασύρουν, σε σημείο που άνθρωποι κάθε ηλικίας «πολεμούν» στην πρώτη γραμμή μέχρι τελευταίας σταγόνας του ιδρώτα τους.
Ιδιαίτερα λοιπόν από τη στιγμή που η τρέχουσα περιοδεία ηχογραφείται για μελλοντική live κυκλοφορία, αντιλαμβάνεστε πως η εμφάνιση ήταν το λιγότερο ξεχωριστή. Δεν ήταν λίγοι, μάλιστα, όσοι θα πήγαιναν να τους δουν και την Κυριακή, ώστε να ξαναζήσουν τη στιγμή για δεύτερη συνεχή ημέρα...
{youtube}_em9mjkFQeI{/youtube}