Χορταστική η συναυλία στο γνωστό υπόγειο των Εξαρχείων, το τελευταίο βράδυ του Απρίλη. Τα τέσσερα συγκροτήματα που εμφανίστηκαν κέρδισαν, καθένα με τον τρόπο του, τις εντυπώσεις, δονώντας το An με πυκνές σλατζογκρούβες και αργόσυρτες, doom οιμωγές.
Τον ημιμαραθώνιο των 5 περίπου ωρών άνοιξαν οι Automaton, ένα κουιντέτο απ’ την Αθήνα με δύο κιθαρίστες, μπασίστα, τραγουδιστή και «δανεικό» ντράμερ (από τους DreamLongDead). Δεν σε εξέπλητταν με την πρωτοτυπία τους, ούτε και με την εξέλιξη των βραδύκαυστων συνθέσεών τους· ήξεραν όμως πώς να κινηθούν μέσα σ’ αυτό το «προβλεπόμενο» περιβάλλον, πώς να δημιουργήσουν και προς τα πού να διοχετεύσουν τις εντάσεις. Με τα ογκώδη κιθαριστικά ριφ τους ως προμετωπίδα, οι Automaton μας έδωσαν ένα αρκετά πωρωτικό 40λεπτο, χρησιμοποιώντας –τελικά– την κοινοτοπία των συνθέσεων προς όφελός τους.
Επίσης Αθηναίοι και οι Sadhus (The Smoking Community) που ακολούθησαν. Και ετούτοι έδειχναν να εμπιστεύονται βαριές και ασήκωτες ρυθμικές δομές, ήταν όμως αρκετά πιο πολυδιάστατοι σε σχέση με τους Automaton. Κατ' αρχάς γιατί φρόντιζαν να τις διαβάλουν με απρόβλεπτους τονισμούς ή με κάποιες έξυπνες θεματικές στην κιθάρα. Έπειτα, επειδή μπορούσαν να ενσωματώνουν και αρκετά διαφορετικά στοιχεία, είτε μιλάμε για τα μπλουζ μετρήματα του “The Smoking Community”, είτε για τις thrash τάσεις που διαφαίνονταν στις πιο οξείες από τις γωνίες των φωνητικών, είτε για το πάνκικο κλείσιμο του σετ με το “Colombian Bοat Blues”. Από τις πιο ενδιαφέρουσες μπάντες του εγχώριου σκληρού ήχου που έχω παρακολουθήσει τον τελευταίο καιρό, με αρκετή ευστροφία στη συνθετική τους και μπόλικη ενέργεια στη ζωντανή επιτέλεσή της.
Από την Αθήνα στο Κίελτσε της νότιας Πολωνίας, τόπο καταγωγής των Belzebong. Εμφανής και εδώ η κουλτούρα η οποία συνδέει τη φούντα με τον… εξαποδώ, μόνο που με τους Πολωνούς απέκτησε όρους κοινοκτημοσύνης: δύο φορές το τσιγάρο που άναψε ο ένας κιθαρίστας, γύρισε στον άλλον (μεσολαβούντος της rhythm section) και από εκεί έφθασε στους τυχερούς της πρώτης σειράς!
Στα ουσιώδη, πάντως, οι Belzebong ήταν (μαζί ίσως με τους Sadhus) το highlight της βραδιάς, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά. Ναι μεν και η δική τους εμπροσθοφυλακή κυριαρχούνταν από τους βαρύθυμους όγκους των χαμηλών συχνοτήτων, είχαν όμως τον τρόπο να σπάσουν τη μονολιθικότητά τους. Πρώτα-πρώτα με τους ενδιαφέροντες δρόμους που διάνοιγε η lead κιθάρα με τα (συνήθως) διεξοδικά της σόλο· κατά δεύτερον, με την τάση των Πολωνών να φεύγουν από τα μονότονα 4/4, για χάρη λιγότερο προφανών μετρημάτων. Έδιναν έτσι στη μουσική τους ένα επιπλέον twist, χωρίς απαραίτητα κάτι τέτοιο να τους απομακρύνει από τις προτεραιότητες του ορχηστρικού doom/sludge τους.
Θα πρέπει να είχε πάει 1:30, ο κόσμος από ώρα είχε πια σχεδόν γεμίσει το An, το αλήτικο sludge των Dopethrone ξαμολήθηκε και το headbanging ξεκίνησε. Και όχι αδίκως, εδώ που τα λέμε. Στη σκηνή το τρίο εκπλήρωνε όλες τις υποσχέσεις που δίνει η στούντιο εκδοχή του: ένα ροκ εν ρολ που μπορεί και ενσωματώνει αρκετές από τις σκληρές και βρώμικες εκδοχές του. Είναι αυτό που λένε οι ίδιοι ότι είναι: scum fuck blues· και, όπως γράφει ο Χάρης Συμβουλίδης σχολιάζοντας το πρόσφατο άλμπουμ τους Hochelaga, «πετυχαίνει διάνα και στο blues και στο scum και βεβαίως στο fuck» (περισσότερα για τον δίσκο, εδώ).
Ένα ζήτημα είναι βεβαίως το θεατράλε της όλης παρουσίας των Καναδών και κυρίως του frontman τους –αυτή δηλαδή η μετατροπή της μαστούρας από κατάσταση σε στοιχείο που φθάνει υπερηφάνως να συγκροτεί την ταυτότητα (εξ ου και οι διαρκείς αναφορές του Vincent Houde, ως μέρος του όλου σόου). Ένα άλλο, είναι η αδυναμία τους, ή μάλλον η αδιαφορία τους, να ξεφύγουν από τις νόρμες που ίδιοι έχουν θεσπίσει, κάνοντας μια φαινομενικά πολυσυλλεκτική μουσική, ένα περίκλειστο σύνολο κανόνων.
Τούτο δεν αναιρεί, εννοείται, την πώρωση που εκλύει το βαρύ τους ροκ εν ρολ· περιορισμένο ίσως σε μετρημένες παραλλαγές, μα απολύτως ικανό για μια απολαυστική συναυλία. Φυσικά μαζί με τον όλο δυναμισμό και αρκετός χαβαλές, όπως ας πούμε η παράφραση του “Ain’t No Sunshine” (το τραγούδι του Bill Withers που «κακοποίησαν» σε κάποια φάση οι Dopethrone) σε... anal sunshine.
«Κανονικό» ανκόρ δεν έγινε, με την έννοια ότι οι Καναδοί δεν ακολούθησαν το τυπικό τελετουργικό. Έπαιξαν όμως 3-4 τραγούδια πέραν του «κανονικού» σετ κι εκεί κοντά στις 3 τα ξημερώματα μας αποχαιρέτισαν, μαζεύοντας βιαστικά τα πράγματά τους, αφού, όπως μας είπε ο Houde, «we got a fuckin’ plane to catch»!
{youtube}Sb8EdRUCTBc{/youtube}