Τολμηρή επιλογή η Τετάρτη για συναυλιακό event, μιας και ως μεσοβδόμαδη ημέρα δεν είναι και η αγαπημένη των (εργαζόμενων) μουσικόφιλων. Ακόμα πάντως και με αυτό κατά νου, το θέαμα του ξεκινήματος της βραδιάς ήταν αποκαρδιωτικό: ζήτημα να ήμασταν 25 νοματαίοι στο An Club γύρω στις 10.30 –και σκέψεις για μηδαμινή προσέλευση άρχισαν να κυκλώνουν όσους βρισκόμασταν παρόντες. Ευτυχώς στη συνέχεια ο αριθμός των θεατών θα ανέβαινε και τελικά το ιστορικό μαγαζί θα μεταβαλλόταν σε μια ζεστή σκηνή όταν βγήκαν οι Toy, με χοντρικά 100 άτομα στις τάξεις του ακροατηρίου.
Το μουδιασμένο ξεκίνημα έγινε με τους «δικούς μας» Cave Children, οι οποίοι –ασχέτως συνθηκών– καταφέραν και παραδώσανε ένα ευχάριστο set, χωρίς αστερίσκους και «ναι μεν, αλλά». Μικροί σε ηλικία και με φανερή δίψα για ζωντανή περφόρμανς, κινήθηκαν πράγματι μεταξύ ψυχεδελικής ποπ και garage rock (όπως ανέφερε και το δελτίο τύπου), ενώ σε σημεία θύμισαν και κάτι από το πνεύμα των Ozric Tentacles. Μας έκαναν δε και μια καλή εισαγωγή στο υλικό της πρώτης τους δισκογραφικής απόπειρας, αφήνοντας συνολικά την εικόνα μιας μπάντας με συγκεκριμένες δυνατότητες και χαρακτηριστικά, καθώς και με μπόλικη όρεξη και κέφι για αυτό που κάνουν.
Όταν βέβαια εμφανίστηκαν οι Toy, το οπτικό σκηνικό άλλαξε κατά πολύ. Οι χαμογελαστές φάτσες έδωσαν τη θέση τους σε μια πεντάδα η οποία γέμιζε τον χώρο της σκηνής με πρόσωπα αποστασιοποιημένα και παγωμένα. Όχι βέβαια ότι είχαν τίποτα μαζί μας οι άνθρωποι. Μέρος του όλου σκηνικού φαίνεσθαι ήταν κάτι τέτοιο και οι Βρετανοί φρόντισαν να το υποστηρίξουν εξίσου και μουσικά. Τουτέστιν, indie και ψυχεδελορόκ, με τον ζωντανό τους όμως ήχο (μα και τη γενικότερη περσόνα τους) να σε πηγαίνει και στις ημέρες του shoegaze. Οι ενισχυτές παίζαν στα κόκκινα, οι εναλλαγές ρυθμού και καθαρών μελωδιών ήταν συχνές κι όλα μαζί συνέτειναν στο χτίσιμο ενός κιθαριστικού τείχους από fuzz.
Η αρχή έγινε με το “Conductor”, που ως εναρκτήριο κομμάτι του δεύτερού τους άλμπουμ έχει από μόνο του το στοιχείο της εισαγωγής σε τεκταινόμενα. Μας έμπασε επομένως ομαλά στο ύφος της μπάντας εκ Brighton, βοηθώντας τα αυτιά του κοινού να υποδεχθούν με μεγαλύτερη ευκολία στη συνέχεια το τριπαριστό ρολάρισμα του “Colours Running Out”. Το “Too Far Gone to Know” έχτισε μομέντουμ με τη σύμπραξη παραμορφώσεων και χαρακτηριστικών μελωδικών γραμμών, που οδήγησαν σε έναν krautrock ρυθμό όταν πια το κομμάτι ξεκίνησε για τα καλά. Το “Left Myself Behind”, από την άλλη, έκανε αισθητή την παρουσία του σε σχέση με την υπόλοιπη setlist, κυρίως λόγω των χαρακτηριστικών του μπασογραμμών.
Αμέσως μετά ακούσαμε μια σύνθεση την οποία δεν γνώριζα προσωπικά και πιθανολογώ πως πρόκειται για καινούργιο τραγούδι, από τον αναμενόμενο ούτως ή άλλως 3ο δίσκο των Toy –δεν θα ήταν το μόνο κατά τη διάρκεια της βραδιάς, για την ιστορία. Το “Kopter” φρόντισε ακολούθως να μας επαναφέρει σε γνώριμα λημέρια με τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα του, όπως έγινε και στη συνέχεια του live, όπου ακούστηκαν συνθέσεις κομμάτια γνωστά στους φίλους του συγκροτήματος. Τα "Heart Skips A Beat", "Motoring", "Fall Out Of Love" και "Join the Dots" κατάφεραν λοιπόν να κρατήσουν το ενδιαφέρον ψηλά, όπως βέβαια και τις εντάσεις των ενισχυτών.
Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η εμφάνιση των Βρετανών, που τελικά παρέδωσαν αυτό που υπόσχονταν. Σε σημεία ωστόσο έπεσαν στην παγίδα της ομογενοποίησης, καθώς επέλεξαν να παρουσιάσουν το υλικό τους γκαζωμένο ένα επίπεδο επάνω σε σύγκριση με τους δίσκους, εναρμονίζοντάς το στις συναυλιακές ανάγκες. Για όποιον επομένως ακροατή δεν ήξερε ήδη όλα τα τραγούδια τους, το τελικό αποτέλεσμα –από κάποιο σημείο και μετά– ίσως να έμοιαζε επαναλαμβανόμενο. Όσους πάντως είχαν πάει υποψιασμένοι, οι Toy σίγουρα τους αποζημίωσαν με την απόδοσή τους.
{youtube}js0IhCYLNqg{/youtube}