Το εξ αρχής μου έκατσε και εν τέλει. Για τους Κομπραίους πήγαινα δηλαδή γκαζωμένος στο Κύτταρο, με εκείνους κι έφυγα αγκαλιά στη θύμησή μου. Κι αυτό δεν είναι υποτιμητικό σχόλιο μήτε για το εγχώριο support, μήτε για τους headliners της βραδιάς. Απλά οι Black Cobra έδωσαν ένα από τα καλύτερα live που είδα τον τελευταίο καιρό.
Στους 9oz. Οf Nothing που άνοιξαν τη βραδιά πιστώνω την ακρίβεια στην επί σκηνής εμφάνιση και τη χωρίς τσιριμόνιες σχέση τους με το ωρολόγιο της συναυλίας. Αν και είχαν βληθεί από πρόβλημα ήχου και ελάχιστα μπόρεσαν τελικά να παίξουν, ρώτησαν από σκηνής τους διοργανωτές αν γινόταν να παρουσιάσουν ακόμα μία σύνθεση. Και το έκαναν, πιστοποιώντας και το αρχικό μας συμπέρασμα, το οποίο βγάλαμε με το που ξεκίνησε το σετ τους: ωραίοι τύποι, καλά φωνητικά, βαρύς, σλατζαριστός ήχος και με καλό ντράμερ. Τους συγχωρώ λοιπόν ακόμα και την αισθητική ατέλεια με την καλή μεν επιλογή κουκούλας εκ μέρους του μπασίστα τους, που όμως δεν έδεσε με τον άκυρο κάτω της μέσης ενδυματολογικό κώδικα.
Αυτό που συνέβη μετά, αν δεν ήσασταν στο Κύτταρο, δεν μπορεί να σας το περιγράψει ούτε high definition βίντεο στο Γιουτούμπι. Ο Rafael Martinez κατέβασε το σετ των ντραμς στο ίδιο επίπεδο με τον Jason Landrian, ο τελευταίος τράβηξε την πρώτη πενιά και στις 9+56 ξεκίνησε η επέλαση ενός ήχου πηχτού και ιδιότυπου. Αν βρείτε έστω κι έναν άνθρωπο που δεν έμεινε εντυπωσιασμένος από το δίδυμο των Black Cobra το βράδυ της Τετάρτης, εγώ θα πάω να του πάρω ένα καπέλο trucker σαν κι εκείνα που περιστασιακά κυκλοφορούσαν μέσα στην αίθουσα και στο (κατά πλειονότητα) ανδρικό κοινό –μιλάμε για ποσόστωση της τάξης του 87%.
Λύσσα, χαμηλές συχνότητες, υψηλές ταχύτητες, αλλαγές τέμπο, λύσσα και πάλι και εν τέλει επιστροφή στις ρίζες του rock 'n' roll. Γιατί τελικά ούτε sludge το λες αυτό, ούτε και τίποτε άλλο από rock 'n' roll. Η ημέρα που οι Blue Cheer συνάντησαν τους Death, σκέφτηκα προσωπικώς, και την ίδια ακριβώς φράση επανέλαβα κι αργότερα, όταν πήγα να πω τα συγχαρητήρια μου στον Landrian μετά χειραψίας –για να τον ακούσω να μου απαντά «Thank you man, that’s the stuff that I like to hear!». Κι αν αναρωτιέστε που οι Black Cobra δεν είχαν μπασίστα, είναι γιατί δεν τον χρειάζονται: έχουν τον κυκλώπειο Martinez να βαράει διπλομποτιές, όχι όμως ως μετρονόμος, αλλά επιδιώκοντας ρυθμολογία και γκρούβα.
Οι Acid King, τώρα, έχουν μπασίστα. Τον Mark Lamb, ο οποίος μπορεί να μην ήταν μαζί τους από τις πρώτες ημέρες (εντάχθηκε στο σχήμα το 2006), αλλά έχει αναλάβει έναν σημαντικότατο ρόλο: αυτόν του συνεκτικού κρίκου ανάμεσα στα κουρασμένα –θαρρώ πια– χτυπήματα του Joey Osbourne στα ντραμς και στην «ιερατική» μορφή της Lori S, που, όπως διαπίστωσα, συγκινεί για τα καλά το ελληνικό ακροατήριο.
Το ότι οι ταχύτητες έπεσαν βέβαια σε σχέση με τον τυφώνα των Black Cobra, μάλλον έκανε τους headliners να ακουστούν λιγότερο επικίνδυνοι από αυτό που αναλογεί στην ιστορία τους. Έχω πάντως την εντύπωση πως, πέραν του μύθου, υπάρχει και η πραγματικότητα: το stoner rock των Acid King είναι πλέον ελαφρώς πεπερασμένο. Όχι ότι δεν κέρδισαν τις εντυπώσεις όσο περνούσε η ώρα με τη μονολιθικότητά τους –στην οποία και πάλι κομβικό ρόλο διέθετε ο Lamb, που δεν είναι μεν τεχνίτης, μα είναι τεράστιος στη θωριά και βαρύτατος στο με δάχτυλα παιγμένο τετράχορδό του Fender– όμως η ηχολογία τους απευθύνεται τελικά σε συγκεκριμένους αποδέκτες.
Δεν θα μπορούσα τέλος να μην κάνω μνεία στα κάκιστα φώτα της βραδιάς, που τελείως άστοχα έλουζαν με αταίριαστες επιλογές τους επί σκηνής πρωταγωνιστές, ήδη από το σετ των 9oz. Οf Nothing. Οι εναλλαγές τύπου κόκκινα/μπλε με λίγο πιτσικάτο στα λευκά όταν πικάρει το ρεφραίν αρμόζουν σε συναυλίες που παλαιοτέρα θα έδιναν οι Δυτικές Συνοικίες ή τα Κίτρινα Ποδήλατα.
{youtube}FMVnB1ZjnbE{/youtube}