Όπως αναφέραμε και πρόσφατα στην ανταπόκριση από τους Behemoth, τα πακέτα συγκροτημάτων αποτελούν φαινόμενο που σπανίζει στη χώρα μας, ειδικότερα για τον ακραίο μεταλλικό ήχο. Ελάχιστες underground μπάντες συσπειρώνουν ικανοποιητική μερίδα κοινού, ενώ ακόμη λιγότερες δύνανται να μας επισκεφθούν λόγω της δυσμενούς γεωγραφικής μας θέσης. Η Krisis Productions είναι μία από τις λιγοστές πλέον εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο, μιας και το πακέτο των Altar Οf Plagues και Year Of No Light δεν ανήκει παρά σε μια σειρά από αντίστοιχες διοργανώσεις. Πρόσφατο παράδειγμα, το "Doom Over Greece" με τους Procession και Dread Sovereign, ενώ σύντομα αναμένουμε το "Death's Black Descent 2" με τους Obliteration, Lvcifyre και Demonomancy.
Ως support «ταίρι» των Altar Of Plagues είδαμε τους Diablery –έστω κι αν διαφέρουν συγκριτικά, αφού πρόκειται για εγχώριο black metal σχήμα με target group το κοινό των Dimmu Borgir, το οποίο συμπεριλαμβάνει ποικίλες κιθαριστικές επιρροές, κατάλληλα αναμεμιγμένες με 1990s συμφωνικά πλήκτρα. Ο ήχος τους εντυπώθηκε καλός από την αρχή του set, αλλά οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες δεν τους βοήθησαν αναφορικά με το κοινό, μιας και η μεγαλύτερη μερίδα του έμελλε να καταφθάσει στο Κύτταρο το τελευταίο 10λεπτο. Προς περίσσιο πείσμα τους, πάντως, κατάφεραν να ικανοποιήσουν όλους όσους ήταν παρόντες, κρίνοντας από το ηχηρό χειροκρότημα που αποκόμιζαν έπειτα από κάθε κομμάτι.
Οι Allochiria, από την άλλη, δεν χρειάζονται συστάσεις στο «υποψιασμένο» αθηναϊκό κοινό. Γαλουχημένοι σε DIY events με τη στόφα της πρώτης πραγματικής «σκηνής» των '10s σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελούν παράδειγμα σχήματος που ωριμάζει σταδιακά, με κάθε νέα εμπειρία την οποία αποκτά στις πλάτες του. Τα ηχοτρόπια του Omonoia διαποτίστηκαν έτσι από έναν άκρατο δυναμισμό που επικυριάρχησε των στούντιο αποδόσεων, ενώ η σκηνική παρουσία καθ' αυτή διατήρησε ουσία ισόποση με τον χαρακτήρα τους. Βασικός καταλύτης, ασφαλώς, η περσόνα της Ειρήνης Παππά, η οποία βίωσε στο πετσί της κάθε τελευταία κραυγή ενόσω παρέμενε εκφραστική καθ'όλη τη διάρκεια της εμφάνισης. Δεν είναι τυχαίο πως οι αλλεπάλληλες συναυλίες τους χτίζουν πλέον το στάτους μιας live μπάντας, ούτε πως κάθε φορά παίζουν καλύτερα από την προηγούμενη.
Τρίτη μπάντα που ανέβηκε στη σκηνή του Κυττάρου, οι Year Of No Light, το post-metal/doom/ατμοσφαιρικό sludge υπόβαθρο των οποίων εντυπώθηκε σε τέλεια αρμονία με την ατμόσφαιρα των ομοϊδεατών τους Allochiria, διατηρώντας αδιάσπαστη τη ροή της συναυλίας και επιφυλάσσοντας τις ανάλογες κορυφώσεις. Το γαλλικό σεξτέτο απέδωσε κάθε κομμάτι στην εντέλεια, με κάθε λεπτομέρεια των ποικίλων εφέ να συμπληρώνει τη νεφελώδη ατμόσφαιρα της μουσικής τους. Το line-up περιλάμβανε τρεις κιθαρίστες, έναν μπασίστα και δύο ντράμερ, ενώ τα εφέ διαχειρίζονταν ο μπασίστας με τον έναν ντράμερ σε διαφορετικά (συνήθως) σημεία του set.
Αν έπρεπε να περιγράψουμε τον ήχο τους με δύο λέξεις, θα τον χαρακτηρίζαμε «απερίγραπτα συμπαγή». Δύσκολα δηλαδή επιτυγχάνεται ήχος τόσο πλούσιος και συνάμα βαρύς, ενώ ακόμα πιο δύσκολα συναντώνται μπάντες με παρουσία κατάλληλη να τον υποστηρίξει σε μια ζωντανή συνθήκη. Τα δύο drum set έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πρόκληση του απαραίτητου δέους, καθώς οι διπλές τυμπανοκρουσίες ενδυνάμωσαν τη rhythm section, τη στιγμή που το επί σκηνής θέαμα φάνταζε –το λιγότερο– εντυπωσιακό. Η ογκώδης πυγμή, τα τσιμεντένια riffs, αλλά και τα εκστασιασμένα μάτια στο ακροατήριο αποτέλεσαν τα τρία συστατικά που εξύψωσαν την εμφάνιση των Year Of No Light σε αδιαμφισβήτητο θρίαμβο. Πόσο μάλλον όταν το στοιχείο της έκπληξης καθ'αυτό μπορούσε να μετατρέψει το ήδη φορτισμένο vibe σε ένα αδιαπέραστο ηχητικό τείχος.
Και μετά εμφανίστηκαν οι Altar Οf Plagues, στην τελευταία τους, αποχαιρετιστήρια περιοδεία. Το συναίσθημα που αποκομίσαμε υπήρξε ομολογουμένως διαφορετικό, μιας και αποδείχθηκε πως 3 μόλις άτομα δύσκολα θα αναζωπύρωναν το δέος της πολυπληθούς παρουσίας των Year Of No Light. Παρ' όλα αυτά, οι υπερηχητικές ταχύτητες μεγάλου μέρους των συνθέσεων –σε συνδυασμό με την αεικίνητη παρουσία του James Kelly– εντυπώθηκαν ως ιδανικό αντίβαρο στις επακόλουθες συγκρίσεις. Οι post επιρροές παρέμειναν ασφαλώς ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο συγκροτημάτων, μόνο που στην περίπτωση των Altar Of Plagues λειτούργησαν πολύ διαφορετικά: σαν καταλύτης υπέρβασης συναισθημάτων.
Η αλήθεια είναι βέβαια πως το black metal πραγματεύεται από τη φύση του την έννοια της υπερβολής. Η αισθητική του ατομικισμού –ή «individualism», αν προτιμάτε– έδωσε λοιπόν τη θέση της στο εμφατικό δράμα, στην κορύφωση μα και στην υπέρβαση που κατορθώνουν οι Altar Of Plagues. Αμφιταλαντευόμενοι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, άφησαν έτσι μια γεύση διαφορετική της «αποξένωσης» του παραδοσιακού ήχου, εστιάζοντας σε ένα αμυδρό φως τη στιγμή που άλλοτε υπήρχε μόνο σκοτάδι. Αυτή είναι η αρετή, αλλά και κατάρα του post-black metal, να σου αφήνει την αίσθηση του ανεκπλήρωτου, παρά τις αλλεπάλληλες κορυφώσεις. Το 65λεπτο set στάθηκε ως η πιο τρανή απόδειξη του πόσο ανάμεικτα πλημμυρισμένο δύναται να σε αφήσει αυτή η μουσική, ιδιαίτερα όταν δεν είσαι σε θέση να επιλέξεις νικητή, έστω και βάσει προσωπικών προτιμήσεων.
Τα 250 άτομα που τίμησαν το event δεν ήταν δυστυχώς αρκετά για δύο σχήματα δημοφιλή στο ρεύμα που πρεσβεύουν. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει πυρήνας συναυλιακού ενδιαφέροντος από πλευράς κοινού, αλλά όχι για τα ιδιώματα στα οποία στοχεύουν αρκετοί εγχώριοι διοργανωτές. Δεν είναι τυχαίο πως 8 συναυλίες του (ευρύτερου) stoner ήχου πραγματοποιούνται μέχρι τις αρχές Ιουνίου, ούτε ότι το πρόσφατο πακέτο των Stoned Jesus και Dopelord αποτέλεσε εισπρακτικό θρίαμβο. Προσωπικά εύχομαι το αντίστοιχο κοινό να στηρίξει με τη σειρά του το "Death's Black Descent 2" και την εμφάνιση των Terrorizer, ειδάλλως να μην απορήσει κανείς αν τέτοια ονόματα σταματήσουν να μας επισκέπτονται στο προσεχές μέλλον... Γιατί σπάνια βλέπουμε τόσο αξιόλογους καλλιτέχνες σε τιμές κυμαινόμενες από 12 μέχρι 18 ευρώ, αλλά πολύ εύκολα τα ίδια κλασικά ονόματα γεμίζουν clubs, παρότι όλοι παραπονιούνται πως έρχονται «υπερβολικά συχνά» στη χώρα μας.
{youtube}t6Dy7woBq88{/youtube}