Η τρίτη μέρα του Roadburn απέδειξε πως το πρόγραμμά μας θα παρέμενε αρκετά γεμάτο: μας περίμεναν άλλες τόσες μπάντες συγκριτικά με όσες είχαμε ήδη δει, όμως δεν είχε επέλθει αίσθηση κορεσμού. Στο ξεκίνημα, ο χρόνος μας μοιράστηκε μεταξύ των progressive rockers Goblin και των Death Penalty, τους οποίους παρακολουθήσαμε χάριν του «πολύ» Gaz Jennings των Cathedral. Οι δεύτεροι στάθηκαν απλά ικανοποιητικοί, οι Goblin όμως μας εντυπωσίασαν, παρουσιάζοντας το soundtrack του Dawn Of The Dead, με την ταινία του Dario Argento να προβάλλεται στο φόντο της πελώριας σκηνής του Main Stage. Ευτυχώς, οι περισσότεροι επέλεξαν να την παρακολουθήσουν καθιστοί στο πάτωμα, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση μουσικού σινεμά, που ξυπνούσε μνήμες ετών –όντας κλασικό έργο του ιταλικού horror κινηματογράφου.
Ένας λόγος βέβαια που παραμείναμε στο Main Stage ήταν το ότι χάσαμε –από καθαρή ατυχία– την εμφάνιση του King Dude στο Het Patronaat. Είχαμε αποφασίσει δηλαδή να «κάψουμε» ένα μέρος των Goblin για να τον παρακολουθήσουμε υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, αλλά η ουρά που καρτερικά περίμενε έξω από το venue ήταν τόσο τεράστια, ώστε θόλωσαν τα μάτια μας. Επιστρέψαμε έτσι στους Goblin, για να περάσουμε ξανά λίγο αργότερα έξω από το Het Patronaat μη τυχόν και είχε καθαρίσει το τοπίο. Κανείς όμως δεν αποχωρούσε ώστε να εισέλθουν νέοι παρευρισκόμενοι, πολύ απλά γιατί ο King Dude έδινε την καλύτερη παράσταση του Roadburn 2015 –σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες.
Προσπερνώντας την απογοήτευσή μας, συνεχίσαμε με τους Γερμανούς black metallers Sun Worship στο Green Room. Το Elder Giants ήταν λόγος ικανός για να κλείσουν εμφάνιση σε ένα τόσο φημισμένο φεστιβάλ, αλλά η αμφίεσή τους έμοιαζε αταίριαστη, δεδομένου του ύφος της μουσικής τους. Στάθηκαν παρ' όλα αυτά τόσο άπταιστοι στον εκτελεστικό τομέα, ώστε με δυσκολία αποχωρήσαμε για τους Acid Witch (φώτο), οι οποίοι σκορπούσαν διαφορετικού τύπου ψυχαγωγία με το ξεχωριστό horror doom metal τους.
Στη συνέχεια, είδαμε ξανά τους Enslaved με το ιδανικό τελείωμα του "Isa", αλλά και το "Immigrant Song" των Led Zeppelin στη setlist, όπου ειδική συμμετοχή είχε και ο κιθαρίστας των Focus. Οι Messenger (φώτο 1) απέδωσαν άριστο progressive rock –τα πάντα ηχούσαν πιο ζωηρά από ότι στον δίσκο– ενώ οι Tombs (φώτο 2) ισοπέδωσαν τα πάντα στο διάβα τους, όντας μία από τις πιο ασήκωτες μπάντες του φετινού Roadburn. Ο εξαιρετικός ήχος του Het Patronaat έπαιξε βέβαια σημαντικό ρόλο στο πώς εντυπώθηκαν, δεν είναι άλλωστε τυχαίο που μερικές από τις καλύτερες μπάντες του φεστιβάλ εμφανίστηκαν σε αυτό το venue.
Ένα σύντομο διάλειμμα κρίθηκε αναγκαίο σε εκείνο το σημείο, για να ανακτήσουμε τις απαραίτητες δυνάμεις. Επισκεφθήκαμε έτσι τη γειτονική πιτσαρία, για να τρέξουμε ακολούθως στους Kayo Dot, οι οποίοι κυκλοφόρησαν έναν από τους καλύτερους δίσκους της περσινής χρονιάς. Η αλήθεια είναι πως, ενώ λατρεύω παθολογικά τους Maudlin Of The Well, ποτέ δεν εντρύφησα ιδιαιτέρως στο φαινόμενο Kayo Dot, μέχρι που έγραψαν το Coffins On Io, το οποίο κι έθεσα τον εαυτό μου σε διαδικασία να ακούσει όταν διάβασα πως θυμίζει το Shadows Of The Sun. Στη πραγματικότητα βέβαια οι Kayo Dot δεν έχουν επαφή με Ulver, αλλά στον συγκεκριμένο δίσκο υπάρχει πράγματι ένα αμυδρό vibe, το οποίο εξανεμίστηκε στη ζωντανή απόδοση. Οι μελωδίες ηχούσαν όσο το δυνατόν πιο ζωηρές, ενώ οι διακυμάνσεις του set περιλάμβαναν διαφορετικές εκφάνσεις, αναμεμειγμένες σε μια τέλεια αναπαράσταση της μουσικής τους παιδείας.
Αγγίζοντας το κλείσιμο με τις τελευταίες μπάντες της ημέρας, περνάμε στη headline εμφάνιση των Fields Of The Nephilim, καθώς το "best of" set της προηγούμενης μέρας αποτέλεσε απλά μια πρόγευση για όσους αποφάσισαν να τους τιμήσουν εις διπλούν. Παρ' όλα αυτά –όπως ήμουν υποψιασμένος πως θα συνέβαινε– το δεύτερο set δεν ήταν εντελώς διαφορετικό, ενώ είναι βέβαιο πως δεν έπαιξαν μερικές από τις συνθέσεις που είχαν προετοιμάσει. Ενώ είχε ανακοινωθεί δηλαδή ότι θα έπαιζαν διαφορετικά κομμάτια, ακούσαμε ξανά μερικές επιλογές της πρώτης μέρας ("Dawnrazor", "Moonchild", "Psychonaut"), με ορισμένες από τις αλλαγές να περιλαμβάνουν έπη όπως τα "Mourning Sun", "Straight To The Light" και "Last Exit For The Lost".
Φυσικά, δεν μας ενόχλησε και τόσο αυτό. Άλλωστε, οι Fields Of The Nephilim συνήθως αλλάζουν ένα, το πολύ δύο τραγούδια κάθε φορά που παίζουν δυο μέρες στη σειρά, οπότε και πάλι μπορεί να θεωρηθεί ως μια ειδική περίσταση. Η διάρκεια όμως δεν ήταν 1 ώρα και 50 λεπτά σύμφωνα με το πρόγραμμα, αλλά 1 ώρα και 25 μετά βίας –σε σημείο που το δεύτερο encore φάνηκε λες και λάβαμε κάποιο ανέλπιστο δώρο από το πουθενά. Ειδικά λοιπόν έπειτα κι από τη δεύτερη αυτή εμφάνιση, αισθάνθηκα πως δεν σεβάστηκαν καθόλου το κοινό τους. Κερασάκι δε στην όλη τούρτα έμεινε η έκπληξή μας όταν είδαμε πως πουλούσαν υπογεγραμμένες μινι-αφίσες για... 35 ολόκληρα ευρώ! Τουλάχιστον, για όση ώρα εμφανίστηκαν, αποτέλεσαν εύκολα το δεύτερο μεγαλύτερο highlight του Roadburn, ενώ εντύπωση προκάλεσε κι ένα νέο, καταπληκτικό τραγούδι (με τίτλο "Prophecy"), το οποίο επιστρέφει τον ήχο τους στη χρυσή late-1980s περίοδο.
Μιας κι η εμφάνισή τους έληξε νωρίτερα του αναμενόμενου, μας δόθηκε μια τέλεια ευκαιρία να απολαύσουμε τους ατμοσφαιρικούς black metallers Urfaust που έπαιζαν σχεδόν παράλληλα. Και πράγματι τους ακούσαμε, αλλά δεν καταφέραμε να τους δούμε, γιατί το Green Room ήταν τόσο αποπνικτικά γεμάτο, ώστε αναγκαστήκαμε να σταθούμε στην είσοδο. Οι δύο τελευταίες μπάντες μας αποζημίωσαν πάντως και με το παραπάνω: οι μεν Fistula (φώτο) έπαιξαν με πυγμή ανάλογη των Eyehategod, ξεχύνοντας έναν sludge οχετό κάθε δευτερόλεπτο που γρατζουνούσαν την κιθάρα. Οι δε Zombi προσέφεραν synth μαγεία, που μπορεί να μη με ενθουσιάζει συνήθως ζωντανά, μα τη συγκεκριμένη στιγμή αποτέλεσε ιδανικό κλείσιμο για την τρίτη μέρα του φεστιβάλ.
Afterburner 2015: Κυριακή 12 Απριλίου
Ξεκινώντας το Afterburner, ή αλλιώς το λεγόμενο «επιδόρπιο» του Roadburn, είδαμε με ανακούφιση ότι οι μπάντες που θα παρακολουθούσαμε ήταν συγκριτικά λιγότερες. Η τελευταία μέρα άνοιξε με White Hills (φώτο 1) και Argus (φώτο 2), με τους πρώτους να γεμίζουν το Main Stage με διάχυτη ψυχεδέλεια και τους δεύτερους να εντυπώνονται κατά πολύ δυναμικότεροι των στούντιο εκτελέσεών τους. Αποδεδειγμένα, οι δίσκοι τους στέκονται σε ικανοποιητικότατα επίπεδα ποιότητας, αλλά η απόλαυση που αποκομίσαμε τη δεδομένη στιγμή υπήρξε αναλογικά μεγαλύτερη· σε βαθμό που τους θέτει, πλέον, ως μια καθαρά live μπάντα.
Οι Bongripper στάθηκαν ξανά ισοπεδωτικοί, περιλαμβάνοντας στη setlist 3 από τα 4 κομμάτια του «modern day classic» Satan Worshipping Doom. Τα "Satan", "Worship" και "Doom", συγκεκριμένα, απέδειξαν τρανά πως αυτή τη μπάντα πρέπει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσεις ζωντανά για να αντιληφθείς τη μαγεία της. Το vibe που σου μεταδίδει ο τοίχος από ενισχυτές κάθε φορά που σκάει το επόμενο μυθικό riff δεν αποτυπώνεται ούτε σε λέξεις, ούτε καν σε βιντεοσκοπημένο ντοκουμέντο. Είναι τη δεδομένη στιγμή μία από τις πιο heavy μπάντες του πλανήτη και τις τρεις φορές που τους έχω παρακολουθήσει δεν έχει τύχει να ακούσω το παραμικρό ψεγάδι στον ήχο τους.
Παρ' όλα αυτά, αναγκαστήκαμε να φύγουμε ελαφρώς νωρίτερα για να πιάσουμε καλή θέση για το φαινόμενο Gnaw Their Tongues. Το πειραματικό noise/experimental/black metal του Mories (πρόκειται για one man band) είναι μουσική δύσπεπτη, καταλήγει όμως αρκούντως εντυπωσιακή στη ζωντανή της αναπαράσταση. Η live μπάντα του αποτελούταν από δύο άτομα, ένα επιπλέον μέλος που χειριζόταν τα εφέ με τη βοήθεια ενός λάπτοπ και τον ίδιο να αναλαμβάνει μπάσο, φωνητικά και ό,τι επιπλέον χρειαζόταν. Ενδεχομένως η μικρή σκηνή του Cul de Sac να ενδυνάμωσε τις όποιες εντυπώσεις, πάντως αντήχησαν όσο εφιαλτικοί τους είχαμε φανταστεί –μιας και δεν εμφανίζονται ποτέ ζωντανά, οπότε δεν υπήρχαν ντοκουμέντα προς ενημέρωσή μας.
Στη συνέχεια απολαύσαμε το Suspiria του Dario Argento με τους Goblin να παρουσιάζουν ξανά το soundtrack· με τόσο ανατριχιαστική τελειότητα, που σε κρατούσαν σε σασπένς καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Το θέαμα ήταν ξανά πανέμορφο, με τη μπάντα να αναμένει καρτερικά τα μέρη της στη σκηνή, ενόσω η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου είχε καθίσει και πάλι στο πάτωμα, σχηματίζοντας μία ακόμα αμφιθεατρική εμπειρία. Λυπηθήκαμε βέβαια που πήραμε μία τζούρα μόνο Lo-Pan, ελέω του άριστα εκτελεσμένου stoner rock τους, αλλά αυτό δεν αλλάζει την αδιάσπαστη ατμόσφαιρα και προσήλωση που μας προκάλεσε το live score. Το ρίγος που διαπερνούσε τα κόκαλα ήταν κατά πολύ ισχυρότερο της Dawn Of The Dead εμπειρίας, αν και ανέκαθεν προτιμούσα το soundtrack του Suspiria, οπότε δεν υπήρχε δίλημμα στο ποια εμφάνιση μου ήταν περισσότερο αγαπημένη.
Kαθότι είχαμε λίγο χρόνο ελεύθερο, πήραμε και μια ιδέα από την ενδιαφέρουσα black/doom αλχημεία των Bast, προτού προχωρήσουμε στο κυρίως θέμα, δηλαδή το headlining σόου των Anathema με πλήρη σύνθεση για πρώτη φορά στα χρονικά. Στην εν λόγω εμφάνιση παρουσίασαν τραγούδια από όλη τους τη δισκογραφική πορεία με το 2μισάωρο set να χωρίζεται σε τρία μέρη και τα αντίστοιχα μέλη να συμμετέχουν στα τραγούδια που έχουν συνεισφέρει. Και τον Duncan Patterson είδαμε, έτσι, αλλά και τον Darren White –έναν από τους βασικότερους λόγους για τον οποίο έκανα εξ αρχής το ταξίδι στο Tilburg.
Η setlist των Anathema εκτελέστηκε με χρονολογικά αντίστροφη σειρά. Ξεκίνησαν δηλαδή με το "Anathema", το μόνο τραγούδι που πραγματικά απολαμβάνω από τους 3 τελευταίους δίσκους, με το line-up να περιλαμβάνει τον «πολύ» Daniel Cardoso των Head Control System. Ήταν μάλιστα και το μόνο νεότερο μέλος που συμμετείχε σε εκτελέσεις παλαιότερου υλικού, πιθανώς λόγω των αναγκών που υπήρχαν στους τομείς των πλήκτρων. Η συνέχεια επιφύλασσε τα "Untouchable, Part 1" και "A Simple Mistake" και ευθύς αμέσως οι αμφιβολίες μας για το τι θα ακούγαμε διαλύθηκαν, όταν με σύντομους ρυθμούς κινήθηκαν ολοένα και πιο πίσω στο παρελθόν. Το "A Natural Disaster" εντυπώθηκε υπέροχο με το διαφορετικό κλείσιμό του, ενώ το "Closer" σκόρπισε ρίγος, όπως κάθε φορά που το ακούμε ζωντανά.
Ακολούθησαν τα "Pressure" και "One Last Goodbye", για να περάσουμε στην περίοδο 1995/1998, όπου ειδικός προσκεκλημένος εμφανίστηκε ο Duncan Patterson. Ατάραχος και χαμηλών τόνων, στεκόταν με το μπάσο στη γωνία του, ενώ η Alternative 4 περίοδος ξεκίνησε με τα "Shroud Of False", "Fragile Dreams", "Empty" και "Lost Control". Σειρά πήρε μετά η τριλογία του Eternity με κάποια ίχνη αδυναμίας να διαφαίνονται, για να περάσουμε στο "Sunset Of Age", το οποίο, αν και με συγκίνησε, με έκανε επίσης να καταλάβω γιατί δεν πρόκειται ποτέ να ακούσω το Restless Oblivion... Μερικά παλαιότερα τραγούδια διέθεταν ελαφρές πινελιές προσκείμενες σε νεότερα στάνταρ, αλλά θα ήταν και λίγο αφελές να πιστέψουμε πως οι Anathema του 2015 θα έπαιζαν τα πάντα πανομοιότυπα. Δεν παραπονιέμαι, από τη στιγμή που η εκτέλεση του "A Dying Wish" ήταν η πιο πιστή στο πρωτότυπο από όσες φορές τους έχω παρακολουθήσει.
Και πάμε έτσι στην περίοδο 1993/1995, όπου στο line-up προστίθεται η χρυσή φωνή του Darren White. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία πως θα στεκόταν στο ύψος του, καθότι παρακολούθησα ό,τι έχει κανει τα τελευταία 15 χρόνια –από το πρώτο demο των Dead Men Dream, μέχρι τον τελευταίο δίσκο των Serotonal. Δεν περίμενα όμως ότι θα άνοιγαν με το "Kingdom", το απόλυτο Anathema κομμάτι, το οποίο δυστυχώς ήταν και η μόνη αρχαία σύνθεση με κάποια ψεγάδια στην εκτέλεση. Αυτό φυσικά δεν εμπόδισε όσους στέκονταν ενώπιον του White να φωνάξουν με μία κραυγή, τη στιγμή που τα "Mine Is Yours To Drown In (Ours Is The New Tribe)", "Under A Veil (Of Black Lace)" και "Lovelorn Rhapsody" ανέλαβαν να σπείρουν την αλλοφροσύνη στους σκληροπυρηνικούς. Η φωνή του ήχησε τέλεια, κυριολεκτικά τέλεια, δίνοντας θρήνο και πόνο κάθε στιγμή που κατέθετε ψυχή, ενόσω άνθρωποι κάθε ηλικίας επιδίδονταν σε headbanging σαν να μην υπήρχε αύριο.
Τέσσερις παράγραφοι για Anathema ενδεχομένως να φαντάζουν υπερβολικές, αλλά υπάρχει λόγος για μια τόσο εκτενή ανάπτυξη: η πέμπτη επίσκεψή μου στο Roadburn έκλεισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο –τέτοιο πράγμα μόνο οι Neurosis πίσω στο 2009 είχαν καταφέρει να επιτύχουν. Στο encore υπήρχε μόνο ένα τραγούδι και ήταν το "Sleepless", το οποίο ξεπέρασε κάθε προσδοκία γιατί κανείς δεν περίμενε να ακουστεί 10 φορές καλύτερο ζωντανά. «And I often sigh...», ακούστηκε από τα ηχεία και ο κόσμος ξέσπασε. Σαν να εκπληρώθηκε ένα τεράστιο απωθημένο. Μέσα λοιπόν σε 4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα γυρίσαμε στα εφηβικά μας χρόνια, στις πρώτες metal μπλούζες που φορέσαμε, στις κασέτες τις οποίες γράψαμε, στα κομμάτια που ονειρευτήκαμε να ακούσουμε. Και όπως συνέβη και με τους Neurosis το 2009, το τέλος σε άφηνε πλημμυρισμένο από τόσα συναισθήματα, ώστε όποια μπάντα κι αν ανέβαινε μετά στη σκηνή θα σου φαινόταν αδιάφορη (στην καλύτερη των περιπτώσεων).
Τα υπόλοιπα συγκροτήματα, επομένως, δεν τα είδαμε. Δεν υπήρχε λόγος να παρακολουθήσουμε κάτι άλλο. Παραμείναμε στον χώρο για λίγο ακόμα, ήπιαμε μερικές μπύρες και ανταλλάξαμε απόψεις. Ήταν εκεί ένας Αμερικάνος που πέταξε από τη Νέα Υόρκη –ήταν κι εκείνου η πέμπτη φορά στο Roadburn. Αλλά είδαμε και ανθρώπους από κάθε μέρος της Ευρώπης. Ένας Άγγλος με άσπρα μακριά μαλλιά και μούσια στεκόταν εξαντλημένος και μόλις πήρε ανάσες μας είπε την ιστορία του. Ήταν ο άνθρωπος που είχε διοργανώσει το πρώτο live των Anathema στο Λονδίνο και η Serenades longsleeve μπλούζα που φορούσε ήταν δώρο από τη μπάντα, διατηρημένη σε ένα κουτί από το 1994. Είχε διοργανώσει κι άλλα live, πολλά. Κάποτε έψαχνε για κάτι ακραίο και βαρύ κι έκλεισε μια μπάντα που μόλις ξεκινούσε. Την έλεγαν... Cathedral! Και κάπου εκεί ήταν και ο Darren White, λιτός, να μιλά με όλον τον κόσμο.
Αυτό είναι το Roadburn: ένας πολυσυλλεκτικός θεσμός που ενώνει διαφορετικούς ανθρώπους, από κάθε γωνιά του πλανήτη. Και όπως κάθε Roadburn μένει ξεχωριστό, έτσι και η φετινή του έκδοση θα παραμείνει νωπή ανάμεσα στις πιο έντονες συναυλιακές συγκινήσεις που βιώσαμε τελευταία...
{youtube}bhXXKYa3cz8{/youtube}