Η μουσική των Low ακούγεται σαν τον ήχο των ξύλων που καίγονται στο τζάκι, γι’ αυτό και την απολαμβάνεις καλύτερα από κοντά, στις πρώτες σειρές μπροστά από τη σκηνή. Η φωτεινότητα της εσωστρέφειάς της πέφτει και απλώνεται αργά και ανεξέλεγκτα μέσα μας, όπως η μπογιά στο νερό.
Όπως και στους δίσκους που βγάζει εδώ και δύο δεκαετίες, έτσι κι επάνω στη σκηνή το τρίο από τη Μινεσότα διαθέτει κάτι τρυφερό και παράξενο, κάτι που σε παρασύρει στα αργόσυρτα αναπτύγματα των slow jam σκαριφημάτων τους. Ο post-everything δυναμισμός εναλλάσσεται με αναρριχητικά μοτίβα δωματίου, τα οποία έχουν για σημείο του βορρά στην πυξίδα τους τον μινιμαλισμό, την ευγένεια και τη συνέπεια. Η μουσική τους χρησιμοποιείται σαν ρυθμικό εργαλείο, σαν μυστικός κώδικας για να γνωριζόμαστε μεταξύ μας εμείς που την απολαμβάνουμε. Οι φωνές του Alan Sparhawk και της Mimi Parker αλληλοσυμπληρώνονται τόσο όμορφα: έχουν μια ικετευτική φύση που υγραίνει τα μάτια του κοινού, όταν έρχεται σε πλήρη χημική ένωση με τις αισθήσεις του.
Ήταν μάθημα πολιτισμού αυτό που παρακολουθήσαμε στο Fuzz τη βραδιά που ξημέρωναν εκλογές. Αλήθεια. Οι Low μετέτρεψαν ένα επαγγελματικό συναυλιακό τοπίο σε καταφύγιο από την αγριάδα της πόλης με τον λυρισμό του "On My Own". Σε μικρή κιβωτό για σπάνια είδη ανθρώπων τις ακουστικές μελωδίες του "Plastic Cup". Μετέτρεψαν επίσης σε φιλόξενη αγκαλιά που χωρούσε κουρασμένα αυτιά από εκκωφαντικούς πολιτικαντισμούς το φλεγόμενο "Monkey". Σε μυστική συνάντηση σέχτας για να λιβανιστεί ο πλούτος ενός άφθαρτου στον χρόνο στυλ μέσα από το σκαλιστό σεντούκι τριών μουσικών, τις υφές του "No Comprende". Σε φιλόξενη σάλα για κουρασμένα κορμιά από αδιέξοδους έρωτες το αδιέξοδο "Sunflower". Σε μέθοδο εξυγίανσης για ματαιόδοξες και ματαιόπονες φιγούρες τα ρημαγμένα όνειρα του "Death Of A Salesman". Σε φωτεινό κατάλυμα για ημιφωτισμένες φιγούρες που σέρνουν το υπαρξιακό τους βάρος σαν σακί, το βραδυφλεγές τζαμάρισμα του "Pissing". Σε ναό κατάνυξης τον φινετσάτο μα πνιγηρό μελοδραματισμό του "Εspecially Me".
Οι Low έπαιξαν άριστα τη μουσική τους στην Αθήνα. Αυτή τη μουσική για εξημερωμένα πρώην αυτοκαταστροφικά ένστικτα, τα οποία με το πέρασμα του χρόνου άφησαν μια μελαγχολία στα μάτια. Και ήμασταν τυχεροί όσοι –λίγοι– τους είδαμε ζωντανά.
Ειδική μνεία πρέπει όμως να γίνει και στους Kenny Freq, που άνοιξαν τη βραδιά στο Fuzz. Ο Ted Σουρβίνος, χωρίς φωνητικές ακροβασίες και εύκολους εντυπωσιασμούς, παρουσίασε με το συγκρότημά του ένα σοβαρό δείγμα δουλειάς, με γεμισμένους κινητήρες. Με μια αίσθηση υγιούς επαγγελματισμού που έπεισε, διασκεύασαν μεταξύ άλλων Velvet Underground και κέρδισαν τις εντυπώσεις χωρίς εύκολες λύσεις. Με μόνο όπλο το βαθύ υπόστρωμα της μουσικής τους.
{youtube}mqFD9HslnUg{/youtube}