Ας διαταράξουμε τη λογική τάξη ενός κειμένου και, αντί εισαγωγής, ας ξεκινήσουμε με το συμπέρασμα. Η παρουσία λοιπόν των Red Snapper στη σκηνή του Gagarin κρίνεται αρκούντως πειστική, γιατί έδειξαν ότι, παρά τα χρόνια που έχουν στην πλάτη τους (ίσως και εξ αιτίας αυτών), μπορούν ακόμα να επιβάλλουν τον ήχο τους. Υπάρχουν όμως και αστερίσκοι.
Στα σίγουρα, πάντως, δεν βρισκόμαστε πλέον στο 1996 ή στο 1999, όταν από μόνο του ένα κόνσεπτ τύπου «ρίχνω ηλεκτρονικό γκρουβ με φυσικά όργανα» αρκούσε για να τους εντάξει στη γενική πρωτοπορία της Warp. Τώρα χρειάζεται κάτι παραπάνω ή απλώς κάτι άλλο, κυρίως γιατί κι εσύ ο ίδιος (ο καλλιτέχνης δηλαδή) έχεις πια ένα παρελθόν να υπερβείς, έχεις μεγαλώσει, δεν είσαι πιτσιρίκι. Εξ ου και η αθλητική αμφίεση του ντράμερ Richard Thair μου φάνηκε –σε μια πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση– κωμική: ήταν κάπως σαν να «φοράει» έναν παλιό εαυτό.
Ας πούμε, για να ξεμπερδεύουμε, πως οι Red Snapper δεν είναι από τα συγκροτήματα που βάζουν τέτοιες υπερβάσεις ως βασικό πρόταγμα. Έγινε αντιληπτό κάτι τέτοιο και το βράδυ της Πέμπτης, καθώς μεταπηδούσαν από το Hyena του 2014 στο Prince Blimey του 1996 (πολλές φορές σε διαδοχικά κομμάτια)· με ελαφρώς διαφοροποιημένες μεθόδους, μοιάζουν ακόμα να συνταιριάζουν παρόμοια στοιχεία για να αναζητήσουν παρόμοιες συγκινήσεις: εκείνος ο τρόπος με τον οποίον η acid jazz σκάλιζε την ηλεκτρονική φόρμα πίσω στη δεκαετία του 1990 επιβιώνει ακόμα, δίχως σημαντικές προσαρμογές ή προσθήκες. Αντιθέτως οι εξελίξεις (ή, σωστότερα, η δυνητικότητα εξελίξεων) που οι ίδιοι οι Red Snapper είχαν προσθέσει στη μουσική τους εκεί στην αλλαγή του αιώνα, έχουν μάλλον υποχωρήσει.
Έλα όμως που εκείνο το γκρουβ το οποίο σέρνουν τόσα χρόνια λειτουργεί ακόμα! Και μάλιστα λειτουργεί και πολύ καλά, δίνοντάς τους ένα ισχυρό επιχείρημα για να στηρίξουν τις επιλογές τους. Η «επιβολή» για την οποία μιλούσαμε σχηματικά παραπάνω έχει να κάνει με το ότι οι Λονδρέζοι εκπέμπουν έναν παλμό, ο οποίος κατορθώνει και γίνεται μεταδοτικός. ΟΚ, δεν πρόκειται πια για πρωτοπορία, όμως το γκρουβ τους, αν και κολλημένο στα ήδη ειπωμένα (ορισμένες φορές σε βαθμό εμμονής), μπορεί μια χαρά να αναφερθεί στο σώμα και να γίνει μιας κάποιας μορφής κινητική ενέργεια· αν τώρα το σώμα δεν ανταποκρίνεται –για τους δικούς του λόγους– είναι μια άλλη συζήτηση.
Με τη ρυθμική διάσταση κυρίαρχη, είναι ευνόητο ότι πέφτει μεγάλο βάρος στο δίδυμο κοντραμπάσου και τυμπάνων (Ali Friend και Richard Thair αντιστοίχως). Και σε όλη τη διάρκεια του σετ (χονδρικά 2 ώρες) Friend και Τhair ήταν μαζί, αυτοκόλλητοι, ο ένας προέκταση του άλλου –κουβαλώντας δηλαδή μια χαρά αυτό το «βάρος». Γεγονός που έκανε μεν το γκρουβ σφριγηλό και ευθύβολο, έφερε όμως μαζί κι ένα εμπόδιο το οποίο, συνδυασμένο με τις παραπάνω επιλογές, οδήγησε τους Red Snapper σε ένα κάποιο αδιέξοδο: έβαζε δηλαδή τα πράγματα σ’ ένα αυστηρό πλαίσιο, τα περιέφρασσε εντός πολύ συγκεκριμένων δυνατοτήτων και άρα στερούσε σχετικά γρήγορα από τη μουσική την ικανότητά της να εκπλήσσει και να εκπλήσσεται.
Λίγες ήταν οι φορές που επιχειρήθηκε η φυγή από αυτές τις περιφράξεις: κάποια ξεσπάσματα, όπου το τενόρο σαξόφωνο του Tom Challenger έψαχνε για διεξόδους καταφεύγοντας σε ελευθεριάζοντες λαρυγγισμούς, κάποιες αντίστοιχες απόπειρες από την κιθάρα του David Ayers. Αμφότερες όμως δεν κατάφεραν τελικώς την ανατροπή· δεν κατάφεραν να αμφισβητήσουν ουσιαστικά τον κανόνα, ίσως γιατί ποτέ δεν επιχείρησαν να δείξουν προς μια διαφορετική κανονικότητα.
Εντάξει όμως, δεν τρέχει και τίποτα. Ακόμα κι έτσι υπάρχει ζωή και μάλιστα μπορεί να είναι και αρκετά δελεαστική. Έτσι κι αλλιώς οι Red Snapper ξέρουν πώς να τοποθετούν τη μουσική τους: έχουν βρει λειτουργικές ισορροπίες, τόσο στις εσωτερικές σχέσεις του κουαρτέτου, όσο και στα δομικά μέρη. Σε έπαιρναν λοιπόν μαζί, φύτευαν τις μπασογραμμές τους στο μυαλό σου, προσέθεταν ένα στιβαρό υπόβαθρο (τα ντραμς του Thair) και με μελωδική αιχμή την κιθάρα και το σαξόφωνο (κάπου στα ενδιάμεσα βάλτε και τα ηλεκτρονικά που χειριζόταν ο Challenger) έφταναν σε μια κάποια πληρότητα. Η φήμη που φαίνεται ότι ακολουθεί τις ζωντανές τους εμφανίσεις επιβεβαιώθηκε, αλλά μέχρις εκεί.
Όλα τούτα ήταν προγραμματισμένα να αρχίσουν στις 20:30 («doors open»), θα πρέπει όμως να ξεκίνησαν κάνα δίωρο αργότερα. Λογικό απ’ τη μία, αν σκεφτεί κανείς ότι όταν μπαίναμε στο Gagarin, γύρω στις 21:15, ήμασταν δεν ήμασταν 50 ψυχές. Όχι ότι αργότερα έγινε και κανένας χαμός, αλλά όταν έπεσε η πρώτη νότα θα πρέπει να είχαμε μαζευτεί καμιά 200αριά. Γνωστό το πρόβλημα με τέτοιες καθυστερήσεις και εν πολλοίς αυτοτροφοδοτούμενο…
{youtube}SEyNcX9HyT8{/youtube}