Δεν έχει να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν ο Morrissey, ούτε χολοσκάει να πείσει για τη σημαντικότητα του μύθου του. Οι ζωντανές εμφανίσεις του αισθάνομαι λοιπόν ότι γίνονται προς τέρψη των ψυχικών του αναγκών και όχι για την όποια διάθεση του ακροατή. Αυτός όμως ο νέος ερχομός του από Αθήνα είχε αρκετά διαφορετικά στοιχεία.
Πρώτο απ’ όλα πρέπει να επισημανθεί το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Πριν δηλαδή βγει στη σκηνή ο Morrissey, στο πανί προβαλλόταν ένα κολάζ από τα σημεία του ορίζοντα που χαρτογραφούν το αχανές και ιδιαίτερο μυαλό του. Μια ιδέα νοσταλγίας με ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μια ιδέα φόρου τιμής σε όλα όσα σχημάτισαν την καλλιτεχνική του περσόνα: οι Ramones, o Eno, η Nico, οι New York Dolls και άλλα πανκ ινδάλματα, ποιητές και performers. Παρακολουθούσαμε τη ζωή που θα περάσει μπροστά από τα μάτια του Moz, αν ξαφνικά βρεθεί σε κίνδυνο, μέσα από αναφορές. Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήραν τα statements: ο θάνατος της Θάτσερ και οι φριχτοί ακρωτηριασμοί ταυρομάχων από τα κέρατα βασανισμένων ταύρων.
Δεύτερο σημαντικό στοιχείο ήταν πως η συναυλία κουβαλούσε κατά συντριπτικό ποσοστό το φετινό του άλμπουμ. Πράγμα ενδιαφέρον για τους αφοσιωμένους οπαδούς, αλλά αποκαρδιωτικό για όσους θέλουν να ακούσουν το δικό τους greatest hits. To "World Peace Is None Of Your Business", το “Neal Cassady Drops Dead”, το "Staircase At The University" και το "Scandinavia" είναι βέβαια υπέροχα τραγούδια, μα για κάποιον παράξενο λόγο αποξένωσαν το κοινό. Άλλωστε ελάχιστοι άκουσαν κι ακόμα λιγότεροι πείστηκαν από το φετινό του άλμπουμ.
Το τρίτο και τελευταίο σημείο ήταν η αίσθηση πως ο Morrissey μετράει βήματα προς την εξυγίανση ή τη συμφιλίωσή του με την αίσθηση της θνητότητας. Όχι σαν αυτάρεσκη ενατένιση του θανάτου, αλλά με βάση τη συναισθηματική αποξένωση από τις εφήμερες χαρές της ζωής –πιθανό αποτέλεσμα ενός ισχυρού reality check που συντελέστηκε στη συνείδησή του. Ο Μorrissey συμπεριφερόταν δηλαδή επί σκηνής με ακεραιότητα και αξιοπρέπεια, αλλά και με την αίσθηση ότι τερμάτισε μια διαδρομή. Ίσως να του πέρασε για λίγο από το μυαλό πως είναι ένας από εμάς. Ποιος ξέρει...
Οι στιγμές πάντως που η απόλαυση του κοινού πάτησε βουνοκορφή ήταν στο ιδανικό ξεκίνημα με το εισαγωγικό “The Queen Is Dead”, στο "Suedehead", στο “Everyday Is Like Sunday” και στο φινάλε με το “How Soon Is Now?”. Τραγούδια που πάντα θα μας ευεργετούν και θα απομονώνουν τη μιζέρια μας. Πέρα από τις δάφνες και τα γαλόνια των Smiths, όμως, ο Morrissey κατάφερνε με το αγέρωχο στυλ του να ενσωματώνει στη φωνή του τους ρυθμούς που αποποιούνται την ανέραστη φύση τους για να αγκαλιάσουν την αρμονία. Και σε κομμάτια όπως το "I'm Not A Man", το "I Am Blind" και το "Smiler With Knife" ξεδιάλυνε το αναπάντητο κουβάρι σνομπισμού και εξάρτησης που έχει με το κοινό του και την αγάπη που του δίνει τόσα χρόνια. Μια αγάπη η οποία δεν χαρίζεται, αλλά κατακτιέται.
Στο σύνολό της, η συναυλία ήταν πλήρης και άριστη στα σημεία. Όμως η αίσθηση του ανικανοποίητου έγινε σχετικά έκδηλη, τουλάχιστον σε σχέση με την υπέροχη βραδιά που μας είχε χαρίσει στο Λυκαβηττό πριν δυόμιση χρόνια.
Προσωπικά θεωρώ πως το πράγμα στράβωσε ένα τραγούδι πριν το τέλος, όταν δηλαδή κατά τη διάρκεια του "Meat Is Murder" ένα ολόκληρο γήπεδο έμεινε να κοιτάει χαυνομένο μια οθόνη όπου για 10 λεπτά έδειχνε εικόνες φρικτής βίας σε θηλαστικά και αποκρουστικές σφαγές πουλερικών. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση.
Από τη συγκεκριμένη βραδιά κρατάμε λοιπόν το μεγαλείο ενός εμβληματικού μουσικού, που με μισή κίνηση του χεριού του είναι σε θέση να κατακτήσει οποιοδήποτε κοινό. Ας περιορίζεται σε μισές κινήσεις, ας μην έχουμε και την απαίτηση να μας αγκαλιάσει έναν-έναν. Μαζί του.
{youtube}VQuWGKCH0RA{/youtube}