Η σκοτεινή πλευρά της ηλεκτρονικής ποπ κι εκείνο το ιδίωμα που ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980 αποκαλείται EBM (Electronic Body Music), είναι μουσικές περιοχές ιδιαίτερα αγαπητές στον τόπο μας. Και ένα από τα πιο συνεπή γκρουπ αυτού του ήχου είναι οι Covenant, οι οποίοι φλερτάρουν έκδηλα με τη μεταβιομηχανική αισθητική, χωρίς όμως να απαρνιούνται τις προφανείς τους ηλεκτρονικές ρίζες και τους συσχετισμούς με ονόματα σαν τους Kraftwert και τους Depeche Mode (ειδικά στην πρώτη τους περίοδο). Φροντίζουν δε και επισκέπτονται συχνά-πυκνά τη χώρα μας, αν και σε όλο και μικρότερο συναυλιακό χώρο, καλώς ή κακώς. Η Death Disco, πάντως, αποδείχθηκε ιδανική τοποθεσία και το σόου έγινε αβάδιστα sold-out, με τις συνθήκες να είναι απόλυτα συνυφασμένες με τα όσα υπηρετούν οι Σουηδοί πρωταγωνιστές της βραδιάς, μα και τα συγκροτήματα που προηγήθηκαν εκείνων: πνιγηρές και ερεβώδεις.
 
Covnt14_2
 
Λίγο μετά τις 9, κι ενώ ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται από πιο νωρίς, είδαμε στη σκηνή τους Technolorgy (εξαιρετικό όνομα, παρεπιπτόντως) από τη Θεσσαλονίκη. Το ντουέτο παρουσίασε για περίπου μισή ώρα το support σετ του: όχι με τον καλύτερο δυνατό ήχο, αλλά με περίσσια όρεξη να κερδίσει τους φίλους των Covenant, οι οποίοι συνέρρεαν όλο και περισσότεροι καθώς κυλούσε ο χρόνος. Με στοιχεία dark techno, EBM και synth pop κι ανήκοντας στην πιο χορευτική μεριά των πραγμάτων –χωρίς όμως να λείπει η ατμόσφαιρα και η απαραίτητη σκοτεινιά στο ύφος και στην όλη εικόνα– οι Technolorgy αποτέλεσαν ιδανική εισαγωγή.  
 
Covnt14_3
 
Έπειτα από συνοπτικές διαδικασίες επί των τεχνικών θεμάτων στο πάλκο, εμφανίστηκαν οι Blume από την Ιταλία. Τρίο το οποίο είχε κι αυτό, όπως και οι Technolorgy, την κατάλληλη ενδυματολογική προσέγγιση κι εκείνον τον νεορομαντικό, σκοτεινό ηλεκτρονικό ήχο, με ελαφρώς βελτιωμένο όμως το αποτέλεσμα ως προς την ηχοληψία του σετ. Παρατηρώντας ολόγυρα, πρόσεξα πως το κοινό –που είχε πια γεμίσει τη Death Disco– ήταν πραγματικά ένθερμο, αφοσιωμένο, μαυροφορεμένο· και, τουλάχιστον φαινομενικά, κατείχε βαθιά γνώση του τι θα απολάμβανε στη συνέχεια της βραδιάς. 
 
Covnt14_4
 
Οι Blume τώρα είχαν κάτι από τους παλιούς, καλούς Depeche Mode, με έναν κιθαρίστα, έναν synth operator (που ήλεγχε προφανώς όλα τα προηχογραφημένα μέρη), αλλά κι έναν εξαιρετικό τραγουδιστή, με «Love will tear us apart» μπλουζάκι· ο οποίος άλλοτε παρακινούσε το κοινό να χτυπήσει παλαμάκια κι άλλοτε καταλάμβανε τη σκηνή με περίσσεια ευκολία και πόζα. Πιστοί στη φόρμα και με τα ατμοσφαιρικά ηχοχρώματα να γεμίζουν τον ήχο τους, όλα ήταν έτσι όπως άρμοζε για τους Blume. Επιδεικνύοντας μεγάλο σεβασμό προς το κοινό που τους επευφημούσε σε κάθε ευκαιρία, παρέδωσαν ένα 30λεπτο σετ χωρίς εκπλήξεις ή κάτι που να μας έκανε να πεταχτούμε από τη θέση μας. 
 
Covnt14_5
 
Κι ενώ περνούσε η ώρα και είχε «γεμίσει ασφυκτικά με καπνό το δωμάτιο ως απάνω» εμφανίστηκαν στη σκηνή μέλη των Covenant για να ολοκληρώσουν το στήσιμο του εξοπλισμού τους, βοηθώντας το ήδη υπάρχον τεχνικό προσωπικό. Ύστερα, αφήνοντας τη σκηνή για 20 περίπου λεπτά άδεια και με μια ηχητική ατμόσφαιρα να κατακλύζει όλο και περισσότερο τον χώρο, επέστρεψαν αποφασιστικά για να προλογίσουν το εξαιρετικό "Bullet", από το προ-12ετίας άλμπουμ τους Northern Light. Τότε ήταν που άρχισε πραγματικά η συναυλία.
 
Covnt14_6
 
Οι Covenant κατέλαβαν επιβλητικά τη σκηνή, όντας σκοτεινοί, μελωδικοί, ρομαντικοί και διαθέτοντας πολύ καλύτερο ήχο απ’ όλα τα σχήματα που προηγήθηκαν. Ο Eskil Simonsson άνετος και οικείος, οι δύο συνοδοιπόροι του αφοσιωμένοι στα synths τους, με μια ηλεκτρική κιθάρα ακουμπισμένη στο τραπέζι γεμάτη εφέ και παραμορφώσεις και με βιομηχανικά ηχητικά ιντερλούδια ανάμεσα στις συνθέσεις· με περιγραφές, επίσης, για μέρη απομονωμένα στο αστικό τοπίο, αλλά και με αφηγήσεις για την ψυχή, την κοινωνία και για τη νιότη που πέρασε ανεπιστρεπτί, ανάκατες με τη ρομαντική προτροπή να αναγνωρίσουμε τη σήψη και τη φθορά ως κάτι φιλικά προσκείμενο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αποδείχθηκαν κάτι παραπάνω από λυρικοί και εύστοχοι οι Σουηδοί, παρ’ όλο το παρωχημένο του ήχου τους. 
 
Covnt14_7
 
Kαθώς προχωρούσε το σετ, οι Σουηδοί πήγαιναν όλο και πιο πίσω στη δισκογραφία τους, με τα "Figurehead", "Ritual Noise" και φυσικά το "Like Tears In The Rain" να πυροδοτούν τις επευφημίες του κοινού. Κι ενώ σταδιακά το ηχητικό αποτέλεσμα γινόταν όλο και πιο μεστό, τα καλπάζοντα beat και τα απρόσμενα noise ξεσπάσματα δημιουργούσαν μια πραγματικά επιβλητική ατμόσφαιρα. Το talk-box εφέ του ενός συντελεστή στα synth έκανε σε στιγμές την εμφάνισή του, παρακινώντας ρίγη, ενώ τα ρυθμικά χειροκροτήματα επάνω στους ασταμάτητους ηλεκτρονικούς ρυθμούς των Covenant ήταν η βασική διάδραση του κοινού, μαζί με τις ιαχές και τα «μπράβο»! 
 
Covnt14_8
 
Λίγο πριν τη μία το βράδυ η συναυλία έφτασε στο τέλος της, με πολλές ευχαριστίες εκ μέρους του γκρουπ και με τους περισσότερους παρευρισκόμενους ικανοποιημένους με αυτό που άκουσαν και παρακολούθησαν, μέσα στον μπόλικο καπνό, τα έντονα φωτορυθμικά, αλλά και τη σκοτεινιά που διατάρασσαν τα δύο πρώτα. 
 
Αναρωτιέμαι βέβαια εάν αρκεί ένας καλλιτέχνης να μένει πιστός στη φόρμα και να τη χρησιμοποιεί ως μέσο απλώς για να εκφραστεί υποκειμενικά, αντί να προσπαθεί να εξελιχθεί ηχητικά ή να κάνει τη διαφορά σε σχέση με την πορεία του έως ένα δεδομένο σημείο. Τούτη την απορία είχα και πριν παραβρεθώ στο λάιβ των Covenant και εξακολουθώ να την έχω και τώρα. Πάντως, όπως και να 'χει, το σουηδικό γκρουπ τα έδωσε όλα στη συναυλία του περασμένου Σαββάτου στη Death Disco, ανταμείβοντας τους δεκάδες fans που έσπευσαν να τους τιμήσουν. 
 

{youtube}yzt-5g68QkE{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured