Κατάμεστη ήταν η κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών το βράδυ της Παρασκευής, με εισιτήρια εξαντλημένα, αλλά και λίστα αναμονής προς κάλυψη των «κωλυόμενων». Αιτία της κοσμοσυρροής, ένα κουαρτέτο που σέρνει τη φήμη των εκρηκτικών λάιβ εμφανίσεων και έχει καταγεγραμμένη (εννοώ δισκογραφικά) την ικανότητα για ένα γκρουβ εκλεκτικό και ταυτόχρονα επαρκώς φλογισμένο: το τρίο των John Medeski (πιάνο, hammond), Billy Martin (τύμπανα, κρουστά) και Chris Wood (ακουστικό και ηλεκτρικό μπάσο), μαζί με τον κιθαρίστα John Scofield. Λίρα εκατό, σαν να λέμε.
Με το Juice, την τελευταία δουλειά των τεσσάρων, ακόμα φρέσκο και ζουμερό (κυκλοφόρησε στα μέσα Σεπτεμβρίου), ευνοήτως το δίωρο σετ επικεντρώθηκε κατά βάση –αν όχι αποκλειστικά– σε αυτό. Ακούστηκε σχεδόν ολόκληρο, με τις συνθέσεις του βέβαια να μην αποδίδονται κατά γράμμα, αλλά να βρίσκουν πάντοτε τον χώρο για να φιλοξενήσουν τους αρκετούς αυτοσχεδιασμούς και τις παρεκκλίσεις. Κι αν στην αρχή το πράγμα γινόταν κάπως στερεοτυπικά, με τα σόλο να διαδέχονται το ένα το άλλο κατά μάλλον αναμενόμενο τρόπο, σιγά-σιγά αποκτούσε μια δυναμική που σε αρκετές περιστάσεις θα άγγιζε την αποθέωση.
Η δεξιοτεχνία των τεσσάρων είναι ασφαλώς αδιαμφισβήτητη, δεν ήταν όμως εκείνη που απογείωνε τα πράγματα. Τουλάχιστον όχι από μόνη της. Ήταν περισσότερο ο τρόπος με τον οποίον έβαζαν τις νότες να χορεύουν μέσα στο μέτρο· μια αίσθηση «εσωτερικής ρυθμικότητας», μαζί με το δέσιμο ενός τρίο (των Medeski, Martin & Wood) που συνυπάρχει τόσα χρόνια πια, ώστε οι μεταξύ του ισορροπίες να είναι τελειοποιημένες και σχεδόν αυτονόητες. Έμενες έτσι να χαζεύεις τη φυσικότητα με την οποία έβγαιναν από το βασικό θέμα μιας σύνθεσης για να μπουν στο σόλο, το πώς οι υπόλοιποι υποστήριζαν τον σολίστα (όποτε κάτι τέτοιο κρινόταν αναγκαίο), καθώς και τον συνήθως ξεσηκωτικό τρόπο με τον οποίον έμπαιναν ξανά στην κεντρική αφήγηση. Κι όλα αυτά με μια σχεδόν ιερή προσήλωση σε ένα ζωογόνο γκρουβ, σε μια διάσταση εγγενώς σωματική. Κι εσύ βιδωμένος στα (αναπαυτικότατα είναι η αλήθεια) καθίσματα της Στέγης. Ας είναι…
Εξαιρετικός λοιπόν ο John Medeski, τόσο στις acid προσλαμβάνουσες που κόμιζε με το hammond, όσο (κυρίως) στα σημεία στα οποία κεντούσε με το πιάνο· σωστός μετρονόμος ο Billy Martin, όσο κι αν έβρισκε διαρκώς έξυπνους τρόπους διαφυγής από τη μονοτονία που μπορεί να επιφέρουν τα επαναλαμβανόμενα 4/4· αεικίνητος και οξυδερκής ο Chris Wood, ενσωμάτωνε περίφημα στο παίξιμό του τη λαγνεία που μπορεί να προκύψει όταν οι χαμηλές συχνότητες γκρουβάρουν ανηλεώς.
Όσο για τον John Scofield, οι εντυπώσεις μου είναι μοιρασμένες. Φυσικά ο άνθρωπος κατέχει την τέχνη της κιθάρας (αυτής που επιχειρεί στο πεδίο της τζαζ, διατηρώντας πάντοτε ανοιχτούς διαύλους με τη μήτρα των μπλουζ)· σε ορισμένες όμως περιπτώσεις μου φάνηκε φλύαρος, κάπως σαν να έμενε στο ηχητικό προσκήνιο παραπάνω από όσο δικαιολογούσαν οι εκάστοτε θεματικές στις οποίες ασκούταν. Επί των πλείστων βεβαίως, συνεισέφερε κι εκείνος στην γενική επιτυχία της βραδιάς, ενώ δεν έλειψαν και οι στιγμές που με εξέπληξε δρώντας με ακρίβεια σε ένα περιβάλλον που φάνταζε ξένο με τις προσλαμβάνουσές του –λ.χ. στο υδρόφιλο dub στο οποίο οι Medeski, Martin & Wood έχουν μετατρέψει το “Sunshine Of Your Love” των Cream (νομίζω η καλύτερη, γενικώς, στιγμή του λάιβ).
Πέρα όμως από το εξαιρετικώς αποδομημένο “Sunshine Of Your Love”, υπήρχανε κι άλλες υφολογικές ή συναισθηματικές διακυμάνσεις μέσα στο σετ, αποκρούοντας την όποια κατηγορία για μονομανία πριν καν εκδηλωθεί. Λ.χ. η (εξίσου επιτυχημένη, παραδόξως) φυγή προς το ροκ, στη διασκευή του “Light My Fire” των Doors, ένα α-λα-ECM σόλο του Medeski στο πιάνο ή κάποιοι δυναμικοί και περισσότερο ελεύθεροι αυτοσχεδιασμοί.
Γκρουβ υψηλών οκτανίων, λοιπόν, το οποίο στεκόταν εμβριθώς μέσα σε αρκετές παραδόσεις και καθήλωσε το γεμάτο αμφιθέατρο της Στέγης σε ένα χορταστικό σετ 2 ωρών. Απολύτως δίκαιο και το θερμότατο χειροκρότημα του κόσμου στο φινάλε, που «ανάγκασε» το κουαρτέτο να ανέβει για ένα δεύτερο ανκόρ –εμφανώς εκτός του αρχικού προγραμματισμού.
{youtube}0EwLc4l9IKc{/youtube}