Πέντε μέρες μετά την εμφάνισή του στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Θεσσαλονίκης (στα πλαίσια των φετινών Δημητρίων), ο Günter “Baby” Sommer ήρθε και στο παράρτημα της Αθήνας για να παρουσιάσει και εδώ τον δίσκο Τραγούδια Για Το Κομμένο (Intakt Records, 2012). Εννοείται μαζί του ήταν και οι 4 εκλεκτοί μουσικοί που συνέπραξαν στην ηχογράφηση –ο Φλώρος Φλωρίδης σε κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο & σοπράνο σαξόφωνο, η Σαβίνα Γιαννάτου στα φωνητικά, ο Σπήλιος Καστάνης στο κοντραμπάσο και ο Ευγένιος Βούλγαρης στη λύρα και στον τοξωτό ταμπουρά. Παρεμπιπτόντως, για το ίδιο το άλμπουμ τα είχαμε πει και τότε (δες εδώ).
Λίγο μετά τις 8:30 τον λόγο πήρε ο Δημήτρης Βλαχοπάνος, κάτοικος του Κομμένου, φιλόλογος και λογοτέχνης. Ο οποίος και μας μίλησε για το χωριό του νομού Άρτας και για εκείνο το αναθεματισμένο πρωινό της 16ης Αυγούστου του 1943, όταν η Βέρμαχτ το κύκλωσε, έτοιμη να επιτεθεί στους αντάρτες που πίστευε ότι κρύβονταν εκεί. Αντάρτες, βέβαια, δεν βρήκε κι έτσι απέναντι στη χιτλερική ισχύ βρέθηκε άμαχος πληθυσμός –χωριανοί ζαλισμένοι από τους εορτασμούς της Παναγίας, γυναίκες, παιδιά, ακόμη και νεογέννητα βρέφη. Ο απολογισμός: το Κομμένο έμεινε σχεδόν ισοπεδωμένο, με τους μισούς κατοίκους του (317 ψυχές) νεκρούς.
Μας μίλησε επίσης και για το πώς το 2008 ο Günter Sommer βρέθηκε στο Κομμένο (ειρήσθω εν παρόδω, ο ντράμερ από τη Δρέσδη γεννήθηκε 9 μέρες μετά το συμβάν)· για το πώς, μαθαίνοντας για τη θηριωδία, αισθάνθηκε ντροπιασμένος που είναι Γερμανός και σκέφτηκε να φύγει, θεωρώντας τον εαυτό του ανεπιθύμητο. Οι κάτοικοι όμως τον υποδέχθηκαν εγκαρδίως: «εμείς δεν είμαστε φυλετιστές, δεν είμαστε απέναντι στον γερμανικό λαό, είμαστε απέναντι στον ναζισμό», συνόψισε εύστοχα τη στάση τους ο Βλαχοπάνος. Και, κάπως έτσι, φτάσαμε σ’ έναν δίσκο ο οποίος πραγματεύεται το αποτρόπαιο, με τον ίδιο τον Sommer να είναι πλέον επίτιμος δημότης Κομμένου. Μ’ όλα αυτά κι ένα κάτι-σαν-παράπονο, για το γεγονός ότι η σφαγή επισκιάζεται στην επίσημη ιστοριογραφία από αντιστοίχως απάνθρωπες ακρότητες που οι Ναζί και οι ντόπιοι συνοδοιπόροι τους έκαναν σε άλλες περιοχές της επικράτειας (Καλάβρυτα, Δίστομο κ.λ.π.). Ίσως δικαιολογημένο, αν και στιγμιαία σε αφήνει να αναρωτιέσαι πώς μπορεί ένα τέτοιο τραύμα να μπει σε οποιοδήποτε ζύγι, πώς (και γιατί) να αποφασίσουμε ποιος τόπος είναι ο πιο «μαρτυρικός»;
Εν πάση περιπτώσει, δεν άργησαν να φανούν στη σκηνή και οι πρωταγωνιστές της βραδιάς, αυτό το υπέροχο κουιντέτο που καθοδηγούταν από τον Γερμανό ντράμερ. Και για την επόμενη μία ώρα και κάτι, το τραύμα θα διοχετευόταν σε μελωδίες και ρυθμούς, σε μία διαυγή μουσική επιτέλεση η οποία έφτασε πολλές φορές να γίνει συγκινητική.
Παρουσιάστηκαν σχεδόν όλες οι συνθέσεις του δίσκου (παραλήφθηκαν μόνο τα “Lullaby” και “Children Song”) και μάλιστα σε εκτελέσεις που ακολούθησαν πιστά το μουσικό κείμενο. Έτσι, οι εκπλήξεις σε αυτό το επίπεδο απουσίασαν –τουλάχιστον για όσους ήταν ήδη εξοικειωμένοι με το άλμπουμ· οι ισορροπίες ήταν από πριν καθορισμένες και εν πολλοίς αδιαπραγμάτευτες. Τούτο, όμως, δεν μείωσε ούτε στο ελάχιστο τη φόρτιση και τη δυναμική της μουσικής: αφομοίωνε το τραύμα, το έκανε θαρρείς να αποκτά μια σχεδόν υλική υπόσταση, η οποία πάνω στη σκηνή έδινε μαζί με τους μουσικούς (ή ορθότερα διά των μουσικών) τη δική της παράσταση.
Έμπαινες λοιπόν μέσα στη μουσική επιτέλεση, υπό μία έννοια τη βίωνες. Παρατηρούσες την εξαιρετική σχέση μεταξύ των δοξαρισμών του Βούλγαρη με αυτούς του Καστάνη (λ.χ. στο εναρκτήριο “Tears”), τις πάντοτε ζωηρές σχέσεις μεταξύ των πνευστών του Φλωρίδη και της φωνής της Γιαννάτου και –στο κέντρο των πραγμάτων– την ευρηματικότητα του Sommer (διόλου τυχαία και η διάταξη των μουσικών στη σκηνή, η οποία ακολουθούσε τον παραπάνω σχηματισμό). Κι εκείνο το τραύμα να μορφοποιείται διαρκώς, πότε μέσω των εκφραστικών δοξαρισμών στον τοξωτό ταμπουρά του Βούλγαρη, άλλοτε μέσω των μεστών φυσημάτων στο κλαρίνο του Φλωρίδη ή μέσω των σπαρακτικών κραυγών της Γιαννάτου. Ιδίως η Γιαννάτου υπήρξε καθηλωτική, μετουσιώνοντας όλη τη φόρτιση της μουσικής σε υπέροχες μελωδίες και σ’ αυτό το μη λεκτικό τραγούδι της. Τι να τις κάνεις και τις λέξεις, όταν έχεις μια τραγουδίστρια με τις ικανότητες και τη δημιουργικότητα της Γιαννάτου, θα αναρωτιόμουν αργότερα.
Επιδεικνύοντας γενικώς μια εξαιρετική αίσθηση της δραματουργίας, ο Sommer έχει κάνει και μια πολύ συγκεκριμένη επιλογή, τόσο στον δίσκο, όσο και στην παράσταση: να κλείσει το έργο του με τη σύνθεση “Kommeno Today”, η οποία –με την ανάλαφρη σπιρτάδα της– δείχνει πως η ζωή παρ' όλα αυτά συνεχίζεται· πως, ακόμα και στο πιο σκοτεινό σκοτάδι, σου δίνει λόγους για να αισιοδοξείς. Εξ ου και το χαμόγελο με το οποίο έκλεισε η βραδιά, όχι μόνο για τη μουσική του “Kommeno Today”, μα και για την ταιριαστή εικονογράφηση τριών μικρών παιδιών που παίζουν μπροστά από το μνημείο της σφαγής στην κεντρική πλατεία του χωριού.
Μιλάμε για μουσική που καταφέρνει να σχηματοποιήσει την οδύνη, να τραγουδήσει το ανείπωτο. Και ήταν μια βραδιά η οποία κατάφερε να κουβαλήσει αυτό το βάρος. Δεν συμβαίνει συχνά μια συναυλία να φέρει μέχρι και δάκρυα στα μάτια, να γίνει συγκινητική χωρίς να σκοντάφτει στον εύκολο συναισθηματισμό. Και για αρκετούς από τους παρευρισκομένους στο γεμάτο αμφιθέατρο του Ινστιτούτου Γκαίτε, οι οποίοι είχαν και πιο άμεση σχέση με το Κομμένο, φαντάζομαι πως θα λειτούργησε και εξαγνιστικά…
{youtube}W4PbcfVJ928{/youtube}