Δύσκολη βραδιά εκείνη της Τετάρτης, μιας και στην πόλη έπαιζαν επίσης οι φοβεροί και τρομεροί Wovenhand, οι οποίοι πάντα αποτελούν ελκυστικό συναυλιακό δρώμενο. Με κέρδισε όμως αυτό το συνεσταλμένο κορίτσι από τη Βοστόνη, μόνο και μόνο επειδή δεν την είχα δει ποτέ ζωντανά στο παρελθόν (παρά το γεγονός ότι έχει παίξει δύο ακόμη φορές στην Αθήνα, και τις δύο βέβαια αρκετά παλιότερα –στο Μικρό Μουσικό Θέατρο, όπου είχαμε δει πολλά ωραία, μικρού βεληνεκούς ονόματα), αλλά και επειδή έβγαλε φέτος ένα πολύ όμορφο άλμπουμ, το July. Ήρθε λοιπόν να το παρουσιάσει με την κιθάρα και τη χαρακτηριστική της φωνή, έχοντας σαν συνοδεία μόνο μια κοπέλα (Janel Leppin το όνομά της) στο τσέλο, στα πλήκτρα και στα έξοχα δεύτερα φωνητικά.
Τη βραδιά στο Six d.o.g.s. άνοιξε ο Κωνσταντίνος Κύρτσης, νεαρός κιθαρίστας και τραγουδιστής που πλησίαζε ιδιαίτερα στην αισθητική της Nadler. Ανάμεσα στα δικά του τραγούδια παρουσίασε και δύο διασκευές: μία στο "Suzanne" του Leonard Cohen (πολύ θα ήθελε να μπορούσε να γράφει ανάλογα τραγούδια, μας είπε) και μία στο "Psycho" του Leon Payne, που οι περισσότεροι γνωρίζουμε από την εκτέλεση των Beasts Of Bourbon. Οι επιλογές αυτές δίνουν ένα αρκετά ευκρινές στίγμα για το πού κινούνται και τα γραμμένα από τον ίδιο τον Κύρτση κομμάτια: αργές, ακουστικές μπαλάντες, σκονισμένες και σκοτεινές, χαρακτηριζόμενες από ερμηνεία η οποία εκμεταλλεύεται τον χρόνο της για να δώσει όσα έχει. Ξέρει πολύ καλά λοιπόν τι θέλει να κάνει κι έχει ενδιαφέρον κάτι τέτοιο, μα και προοπτική. Φαντάζομαι ότι με τον καιρό ο κουστουμαρισμένος φίλος μας θα είναι σε θέση να πει ακόμη περισσότερα πράγματα και με μεγαλύτερη ευκρίνεια.
Η Marissa Nadler, από την άλλη, έχει πια δεκαετή μουσική πορεία, οπότε διέθετε όλον τον χρόνο να βρει τη δική της φωνή και να διαμορφώσει ένα σχετικά ξεχωριστό προφίλ. Δεν είναι κι εύκολο πράγμα άλλωστε να μπορέσεις να γίνεις αναγνωρίσιμη σε ένα ηχητικό ύφος κατακλυσμένο από επίδοξες τραγουδοποιούς, κάτι που νομίζω πως αν μη τι άλλο το έχει κατακτήσει η Αμερικανίδα, μέσα από τα 7 προσωπικά της άλμπουμ. Ειδικά το July, που και η ίδια έχει δηλώσει πως θεωρεί ως το καλύτερό της, περιέχει μια σειρά από εθιστικές μπαλάντες, στις οποίες θα μπορούσες να κολλήσεις επίθετα όπως «αιθέριες», «αραχνοΰφαντες» κι άλλα τέτοια γραφικά, που ισχύουν όμως στο ακέραιο. Μοιάζει έτσι σαν μία από εκείνες τις νεράιδες που είχαν το χάρισμα να μαγεύουν στα 1960s, στα πλαίσια της βρετανικής φολκ επανάστασης· ή με τις αντίστοιχες country θεές που καθόρισαν τη μουσική της πατρίδας της στην αμέσως επόμενη δεκαετία. Η Nadler δεν απέχει βέβαια θεαματικά από ορισμένες σύγχρονες συναδέλφισσές της: ο τρόπος λ.χ. με τον οποίον αρθρώνει τις λέξεις μου φέρνει συχνά στον νου τη Hope Sandoval. Κανείς όμως δεν είναι σε θέση να την κατηγορήσει ότι μιμείται κάποια συγκεκριμένη, ούτε και κρίνεται μέτρια για να αξίζει της προσοχής μας.
Κι αυτήν ακριβώς κέρδισε την Τετάρτη, και μάλιστα με το σπαθί της –κάτι καθόλου εύκολο, δεδομένου του ύφους της. Γιατί ένα ακουστικό σόου είναι η χαρά εκείνου που δεν θέλει στην ουσία να παρακολουθήσει συναυλία, κι αντ’ αυτού βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει με τους φίλους του για τα νέα της ημέρας, της εβδομάδας, του μήνα... Αλλά στο Six d.o.g.s. έπεσε μια ευεργετική σιωπή από τη στιγμή που άρχισε τους δακτυλισμούς στην κιθάρα της και ξεκίνησε να τραγουδάει με τη βαθιά της, αισθαντική φωνή απόκοσμες σχεδόν ιστορίες, που όλοι ανεξαιρέτως ρούφηξαν σαν μεθυστικό νέκταρ. Ήταν από εκείνες τις περιπτώσεις που νιώθεις ότι αποτελείς μέλος μιας κοινωνίας, με συμμετοχικό χαρακτήρα και κοινούς απολαυστικούς στόχους. Η μουσική έρεε λοιπόν αβίαστα και η εκφραστικότητα έπαιρνε κεφάλια, τόσο από την ίδια τη Marissa, όσο κι από τη συμμέτοχό της στη σκηνή. Κι αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι το παιχνίδι κέρδιζαν με χαρακτηριστική άνεση οι ενορχηστρώσεις, που στον δίσκο έγιναν από το σπουδαίο Eyvind Kang.
Μία ώρα και κάτι έμεινε στη σκηνή η Marissa Nadler, έκανε κι ένα ανκόρ για να συμπληρώσει ένα μόλις κομμάτι, κι ερμήνευσε σχεδόν ολόκληρο το July, συμπληρώνοντας με ολίγα παλιότερα. Αν είχα μια ένσταση σ’ ολόκληρο το σετ που είδα, είναι ότι –από κάποια στιγμή και μετά (ειδικά προς το τέλος του λάιβ)– άρχισα να νιώθω πως αυτό που κάνει είναι κομματάκι ομοιόμορφο, παρότι πανέμορφο. Πράγμα που σημαίνει ότι η χρονική διάρκεια της συναυλίας ήταν η σωστή: οτιδήποτε παραπάνω ίσως και να περίσσευε.
Μας έμειναν ως εκ τούτου μονάχα οι καλές εντυπώσεις, ο χρόνος που έμεινε για λίγο ακίνητος, ο χώρος που θύμισε για μία περίπου ώρα ένα κρυμμένο μυστικό, εντός του οποίου διαδραματίστηκαν κάποιες μικρές, θαυμάσιες σκηνές από ένα μονόπρακτο που η πλοκή του εξελίσσεται καθημερινά –όπως και η ζωή μας. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του "Was It A Dream" είδα και κάτι να γυαλίζει δίπλα στο μάτι της Nadler. Αργότερα, αυτό το κάτι κατηφόρισε στο μάγουλό της. Να ήταν δάκρυ ή ιδρώτας; Τι σημασία έχει; Δεν είχα καν τα κότσια να τη ρωτήσω αργότερα, όταν πήγα να τη χαιρετίσω…
{youtube}3eYgl-OhNiw{/youtube}