Το Μαρακανά δεν είναι το ομορφότερο γήπεδο στον κόσμο. Δεν είναι καν το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα. Είναι όμως ένα ιστορικό γήπεδο, μέσα στο οποίο έχουν συντελεστεί εξίσου αξιομνημόνευτοι επικοί θρίαμβοι, αλλά και ποδοσφαιρικές «τραγωδίες» τύπου Μαρακανάσο 1950. Είναι ένα γήπεδο βαρύ και «παραδοσιακό» (παρ' όλη την ανακαίνιση που υπέστη για το Μουντιάλ), το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείς άπαξ και πατήσεις το πόδι σου στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Κάπως έτσι είναι, σε αντίστοιχους μουσικούς όρους, το συγκρότημα των Brian Jonestown Massacre: δεν είναι το σπουδαιότερο συγκρότημα στον κόσμο. Τα ίδια τα μέλη του μάλλον διεκδικούν και το έπαθλο της πιο άσχημης μπάντας σε όλον τον κόσμο. Όμως, διάολε, είναι ένα κομμάτι της (με όλο το νόημα) independent μουσικής που δεν μπορείς με την καμία να αγνοήσεις.
Είμαι πεπεισμένος πως ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού έμαθε –κι αγάπησε– τη μπάντα από το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ Dig! της Όντι Τίμονερ. Δεν είναι κακό αυτό. Ηταν ένα ντοκιμαντέρ που «τάισε» πολύ καλά τον μύθο των Brian Jonestown Massacre, διογκώνοντάς τον αρκετά περισσότερο απ’ όσο ίσως θα ήθελε κι ο ίδιος ο ημι-«καμένος» Anton Newcombe. Και μαζί με τα, πέραν πάσης αμφιβολίας, εξαιρετικά τους τραγούδια, τα οποία γειτνίαζαν ισόποσα με το lo-fi και με το vintage/retro, δημιούργησαν έναν μύθο για τις επεισοδιακές τους συναυλίες, για τους εξωφρενικούς τους καυγάδες επί σκηνής και γενικά για όλη αυτήν τη ροκ παραφιλολογία. Απόδειξη; Πως σε δυο στιγμές προς το τέλος της προχθεσινής συναυλίας, δύο θεατές φώναξαν «fight!»· σαν να περίμεναν να γίνει ένα τρελό πατιρντί και να εκτυλιχθεί μπροστά τους το κεφάλαιο νούμερο 283 της ιστορίας τους, με τίτλο «Η Άνοδος και η Πτώση των Brian Jonestown Massacre στην Αθήνα».
Ας δεχτούμε λοιπόν πως, πέραν του ότι γνωρίζεις κι αγαπάς τη μουσική τους, η ιστορία και ο μύθος αποτελεί ένα βασικό κίνητρο για να τραβηχτείς καλοκαιριάτικα μέχρι τo Fuzz. Άμα τη λήξη της συναυλίας, θα αποχωρούσες ευχαριστημένος ή όχι; Νομίζω πως η απάντηση είναι συντριπτικά θετική: δεν είναι μόνο το ότι έβλεπες μπροστά σου (έστω και αδύνατο σαν σκιάχτρο, όπως ειπε ο Άρης Καραμπεάζης) τον Newcombe –τον πιο εμβληματικά υπέροχο loser της σύγχρονης indie σκηνής. Ούτε το ότι είδες αυτά τα δυο «καμένα» καθάρματα, τον Joel Gion στο ντέφι και τον κλώνο του Lennon, Matt Hollywood, να διευθύνει τις τέσσερις κιθάρες που βρίσκονταν στη σκηνή με δεξιοτεχνία 60άρη. Ήταν και ο Dan Allaire στα τύμπανα (ο οποίος τα εκδικιόταν για κάποιον λόγο που δεν έμαθα ποτέ), αλλά και ο γυμναστής-σε-πρωινάδικο-των-1990s Rob Campanella να γεμίζει τον ήχο με τα keyboard.
Κυρίως όμως ήταν εκείνη η παραδοσιακή παραδοσιακότητα (sic) που σου έβγαζε η μουσική τους, αυτή η α-λα-σεμεδάκι εξηντίλα περασμένη από το φίλτρο των αρχών των 1990s, η οποία σε έκανε να χτυπηθείς με κομμάτια όπως το "Who?", το "Not If You Were The Last Dandy On Earth" ή το "Oh Lord" και με τους ύμνους "Got My Eye On You" και "Nothing To Lose", πριν καταλήξουμε σε ένα οργιαστικό φινάλε. Όπου, μετά από ένα δεκάλεπτο τζαμάρισμα, το τιγκαρισμένο με κόσμο Fuzz έζησε μία από τις θριαμβευτικότερες στιγμές του, καθώς το κοινό χειροκροτούσε την οκταμελή μπάντα επί σχεδόν πέντε λεπτά, σε ένα στάντινγκ οβέισον που οι... Dandy Warhols (ζήλια-ψώρα) δεν έχουν δει και τις (δεκα)επτά φορές που έχουν παίξει στην Ελλάδα.
Τη συναυλία άνοιξαν οι Velvoids, μια αρκετά καλή περίπτωση εγχώριας ψυχεδελικής γκαραζόμπαντας που, ενώ ξέρει τι θέλει (και από τον εαυτό της και από το ακροατήριο), πρέπει να ρίξει λίγο μουσικό σκυρόδεμα ώστε να δέσει λίγο ακόμη τον ήχο της. Εκτός κι αν παίχτηκε κάτι άλλο την ώρα της εμφάνισής τους που, όντας αδαής με τα της ηχοληψίας, δεν πήρα χαμπάρι…
{youtube}ghXGqEIP9Rw{/youtube}