Φορέθηκαν πολύ οι ατάκες τύπου «κάθε χρόνο θα τους βλέπουμε;», «αρπαχτή» και άλλα παρεμφερή για τη δεύτερη εμφάνιση των Warlord στη χώρα μας. Το ότι οι συγκεκριμένες οπτικές γωνίες με βρίσκουν καθέτως αντίθετο, δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν καταλαβαίνω τους πολλούς λόγους για να μην βρεθεί κάποιος στο συγκεκριμένο λάιβ.
Από τη μία, είχαμε ένα διόλου ευκαταφρόνητο αντίτιμο εισιτηρίου: ασχέτως αν η μπάντα το αξίζει ή το μπάτζετ της διοργάνωσης δεν επέτρεπε χαμηλότερη τιμή, το ποσό αυτό πονάει. Από την άλλη, υπήρξε πολύς κόσμος που την πρώτη φορά πήγε στο λάιβ με τη νοσταλγία ως κινητήριο μοχλό. Για τους υπόλοιπους, που οι Warlord δεν έφυγαν ποτέ από την καρδιά μας, το κάθε-χρόνο δεν θα μπορούσε να λέει τίποτα για ένα συγκρότημα που επιθυμούσαμε να δούμε διακαώς τόσο καιρό· πόσο μάλιστα αν μιλάμε για μια εμφάνιση που έκλεισε πολλά στόματα (το δικό μου πάντως παρέμεινε ανοιχτό, ίσα με το πάτωμα). Χωρίς όμως την κάψα που πήγαινε πακέτο με την πρώτη τους επίσκεψη –και το ακαταλόγιστο το οποίο συνοδεύει κάθε τέτοια εμφάνιση– οι απαιτήσεις αυξάνονται και τα κριτήρια γίνονται αυστηρότερα. Εν τέλει, βέβαια, οι Warlord έφυγαν απόλυτοι θριαμβευτές. Όχι μόνο ως το συγκρότημα που στέκεται στο απυρόβλητο λόγω ενός ενδόξου παρελθόντος, αλλά κυρίως ως μια μεγάλη μπάντα του σήμερα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, με το συγκρότημα που άνοιξε αυτή τη συναυλία. Το οποίο κάθε άλλο παρά τυπικό δείγμα support group αποτελούσε. Ο λόγος φυσικά για τους Battleroar, ένα από τα δυνατότερα χαρτιά που έχει να επιδείξει ο επικός ήχος εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ομολογώ βέβαια ότι ο φετινός τους δίσκος με απογοήτευσε σε κάποιον βαθμό, με το σκεπτικό ότι περίμενα ακόμα περισσότερα (αυτό που πήρα ήταν ένας απλά καλός δίσκος). Αφού πέρασαν αρκετές ανακατατάξεις στο line-up, φαίνεται να έχουν κατασταλάξει σε ένα σύνολο που, συναυλιακά κρινόμενο, είναι δυναμίτης. Εννοείται πως η πιο τρανταχτή αλλαγή εστιάζεται στο πρόσωπο του νέου τους τραγουδιστή: παρότι ο Gerrit είναι για μένα μια αγαπημένη φωνή, η ιδιαίτερη χροιά του καθιστούσε αμφίβολο το πάντρεμά του με τον ήχο των Battleroar. Οι αμφιβολίες βέβαια έχουν διαλυθεί από καιρό και την Κυριακή τον απολαύσαμε και στον ρόλο ενός εξαιρετικού performer.
Σε επίπεδο setlist, όπως ήταν αναμενόμενο, δόθηκε βάση στον τελευταίο δίσκο τους, από τον οποίο ακούσαμε τα με διαφορά καλύτερά του τραγούδια (“The Swords Are Drawn”, “Poisoned Well”, “Immortal Chariot” και "Valkyries Above Us"). Από 'κει και πέρα, κρατάω ως καλύτερες στιγμές τον ομώνυμο ύμνο και το "Hyrkanian Blades". Σε κάποια φάση στήθηκε κι ένα πανηγυράκι με αρκετούς guest να ανεβαίνουν στη σκηνή (Γιώργος Εικοσιπεντάκης από Innerwish, Γιάννης Παπανικολάου από Rock ‘n’ Roll Children, Χριστιάνα από Elysion), το οποίο δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε –μάλλον ανούσιο θα το χαρακτήριζα. Μελανά επίσης σημεία ο μετριότατος ήχος, ο οποίος παρουσίασε μάλιστα και αρκετές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το μέρος που στεκόσουν, καθώς και η χλιαρότερη απ’ ότι θα περίμενα ανταπόκριση του κόσμου.
Μπορεί η πρώτη φορά που βλέπεις ένα συγκρότημα τόσο αγαπημένο όσο οι Warlord να συνοδεύεται από μια μαγεία που δεν επαναλαμβάνεται, από την άλλη όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να αντιληφθείς την ανωτερότητα μιας επόμενης εμφάνισης. Κάτι τέτοιο συνέβη και στο Stage Volume 1, χάρη κυρίως στον νέο τραγουδιστή του γκρουπ, Νικόλα Λεπτό, στο πρόσωπο του οποίου βρέθηκε επιτέλους μια φωνή αντάξια της μουσικής τους. Έχοντας τη χαρά να έχουμε ξαναδεί ζωντανά τον Λεπτό, δεν νομίζω να αποτέλεσε έκπληξη για κανέναν η αψεγάδιαστη ερμηνεία του σε κομμάτια που ξεχείλιζαν από πάθος και συναίσθημα –και όλα αυτά συνοδευόμενα από ένα εξαιρετικό στήσιμο επί σκηνής. Από 'κει και πέρα, οι υπόλοιποι Warlord στάθηκαν στα περσινά επίπεδά τους, με τον εξαιρετικό Gary Wehrkamp (Shadow Gallery) να αποτελεί το νέο πρόσωπο στο μπάσο, αλλά και μια σημαντική βοήθεια στα δεύτερα φωνητικά.
Επόμενο είναι βέβαια τα βλέμματα να πέφτουν πάνω στον ογκόλιθο Zonder, έναν από τους λίγους ντράμερ με τόσο προσωπικό ήχο· και φυσικά στον Τσάμη, ο οποίος ένιωθες ότι γρατζούναγε τις χορδές τις καρδιάς σου με τις νότες που εξαπέλυε: στάθηκαν ικανές να μου δημιουργήσουν μερικά από τα πιο δυνατά συναισθήματα. Όταν δε τα όσα έχει συνθέσει είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με αναμνήσεις, έχεις ίσως τον πιο έντονο συνδυασμό που μπορείς να βιώσεις μέσω της μουσικής. Στη setlist δεν είχαμε ιδιαίτερες αλλαγές σε σχέση με πέρυσι (τρία διαφορετικά κομμάτια για την ακρίβεια), οπότε καμία έκπληξη κι εδώ. Μόνο απόλαυση για μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που μας έχει προσφέρει η συγκεκριμένη μουσική, με απόλυτη την ανικανότητά μου να ξεχωρίσω «καλύτερες στιγμές».
Είναι πολλές οι περιπτώσεις συγκροτημάτων που έρχονται από το παρελθόν να διεκδικήσουν την αναγνώριση που ποτέ δεν έλαβαν. Δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Απλά κάποιες το αξίζουν και κάποιες όχι. Με έναν καταπληκτικό δίσκο πέρυσι και με ζωντανές εμφανίσεις όπως η συγκεκριμένη, οι Warlord ανήκουν ξεκάθαρα στα συγκροτήματα που μπορούν να υπερηφανεύεται όχι μόνο για περασμένα μεγαλεία, αλλά και για ένα εξίσου δυναμικό παρόν. Και, γιατί όχι, για ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον.
Ο ήχος μας έκανε το χατίρι εν τέλει και βελτιώθηκε αισθητά σε σύγκριση με το σετ των Battleroar, όχι όμως και ο χείριστος εξαερισμός, ο οποίος μας έκανε και στάζαμε. Και δεν ήταν από καύλα, τουλάχιστον όχι μόνο...
Setlist:
Lucifer's Hammer
Mrs. Victoria
Battle Of The Living Dead
Winter Tears
Black Mass
War In Heaven
Glory
Aliens
Night Of The Fury
Lost And Lonely Days
City Walls Of Troy
Kill Zone
Winds Of Thor
Child Of The Damned
Achilles Revenge
Encore:
Deliver Us From Evil
70,000 Sorrows
{youtube}ODckcmKNjRs{/youtube}