Λίγο-πολύ αναμενόμενη η μεγάλη προσέλευση (και) στη φετινή εμφάνιση των Thievery Corporation. Είναι άλλωστε γνωστή η συμπάθεια του εγχώριου κοινού για το γκρουπ από την Washington D.C. και –όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις του Rob Garza προχθές– τα αισθήματα είναι απολύτως αμοιβαία. Πολύς κόσμος λοιπόν στην Πλατεία Νερού (γύρω στις 8 με 9.000), για ό,τι πολλοί, ορθά ίσως, χαρακτήρισαν ως την «πρώτη μεγάλη συναυλία του καλοκαιριού».
Η αρχή έγινε νωρίς, με τους Penny & TheSwingin’ Cats να βγαίνουν γύρω στις 7:30. Ο κόσμος βέβαια ήταν ακόμα λιγοστός και οι περισσότεροι προτίμησαν την ψιλοκουβεντούλα μεταξύ γνωστών και φίλων απ’ το να «σουινγκάρουν» με την Πένυ και τους Γάτους της. Οι οποίοι πάντως έδωσαν μια κάποια φινέτσα στον άχαρο ρόλο του support· εν τέλει νομίζω έτσι πως όσοι έστησαν αυτί δεν έμειναν απογοητευμένοι. Προσωπικά βεβαίως δεν μπορώ να πω ότι τρέφω ιδιαίτερη συμπάθεια προς όλη αυτή την κουλτούρα του στυλιζαρισμένου ρετρό, δεν μπορώ όμως και να μην παραδεχτώ πως οι Penny & The Swingin’ Cats είναι μια καλά δουλεμένη μπάντα. Η οποία αντιλαμβάνεται σωστά τις προτεραιότητες που θέτει η επιλογή των συγκεκριμένων αναφορών (κατά βάση μιλάμε για την εξωστρεφή τζαζ του Μεσοπολέμου), δίχως πάντως να δείχνει διάθεση υπέρβασης των περιορισμών που συνεπάγονται από την πιστή τήρηση της τυπολογίας. Σωστές λοιπόν τοποθετήσεις απ’ όλο το σχήμα (τύμπανα, κοντραμπάσο, πνευστά, κιθάρες, μα και την όμορφη φωνή της Πένυ), αλλά όχι πολλά παραπάνω.
Οι BoogieBelgique, οι οποίοι ακολούθησαν, ξεκίνησαν με ένα διαφορετικού είδους μειονέκτημα: μερικές ώρες πριν την εμφάνισή τους εκλάπη μέρος του εξοπλισμού τους, με αποτέλεσμα να βγουν όπως-όπως στη σκηνή, μην μπορώντας να παίξουν καινούργια κομμάτια (υποθέτω εκλάπη κάποιο λάπτοπ ή κάτι παρόμοιο). Δεν ξέρω αν χάσαμε κάτι φοβερό, πάντως τα όσα ακούσαμε δεν ήταν και προς αποθέωση... Από την άλλη, δεν ήταν και άσχημα· απλώς κάπως κοινότοπα –υπάρχουν νομίζω άπειροι μουσικοί αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, οι οποίοι μπλέκουνε διάφορες (συνήθως ελαφρές) μορφές του «μαύρου groove» με προμετωπίδα τα ηλεκτρονικά. Είχανε πάντως τις στιγμές τους, όπως λ.χ. όταν ο ντράμερ έσπρωχνε το πράγμα προς τα γαλλικά υβρίδια του dub (βλέπε High Tone και λοιπούς συγγενείς) ή όταν ο τρομπετίστας προσέθετε κάποια εμπνευσμένα θέματα. Ένας ήχος που μπορεί να σε κινητοποιήσει μέχρι εκείνο το σχεδόν μηχανικό ελαφρύ κούνημα του σώματος –βοηθητικό, ας πούμε, για να ξεπεράσεις χαριτωμένα την αμηχανία σου στην ουρά του μπαρ– αλλά κι ένας ήχος χωρίς γωνίες και αιχμές, στρογγυλεμένος τόσο, ώστε τελικά γινόταν άγευστος.
Με τους ImamBaildi, πάλι, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Κατ' αρχάς γιατί εδώ οι συνδηλώσεις έφεραν πιο άμεσα το στοιχείο της οικειότητας. Κι έπειτα επειδή (συγκριτικά με τους Boogie Belgique) τα ηλεκτρονικά ήταν πιο διακριτικά, με την έμφαση να δίνεται στο ζωντανό μπέρδεμα των αντιπαρατιθέμενων αναφορών. Το μείγμα βεβαίως, γνωστό: τα ρεμπέτικα/λαϊκά απ’ τη μία κι απ’ την άλλη κάτι που συμπεριλάμβανε μουσικές οι οποίες ξεκινούσαν από τη ρέγκε κι έφταναν στο χιπ χοπ. Μείγμα ιδιαίτερα «εμπροσθοβαρές» και ταυτόχρονα αρκετά ενδιαφέρον, δεδομένου ότι δεν ακολουθούσε πάντοτε τους ίδιους όρους εκτέλεσης. Κάποτε δηλαδή το πρώτο σκέλος της εξίσωσης έμοιαζε περισσότερο κυρίαρχο, άλλοτε επικρατούσε το δεύτερο, ενώ άλλοτε η μπάντα μοιραζόταν στα δύο, με τη μισή να ακολουθεί το δυνατό ραπάρισμα του MC Yinka και την άλλη μισή το μπουζούκι του Αλέξη Αραπατσάκου. Και εντάξει, μέχρις ενός σημείου τα πράγματα ήχησαν στερεοτυπικά, τουλάχιστον όμως η σχέση που τα ένωνε ήταν (στις περισσότερες των περιπτώσεων) δυναμική, όχι στατική.
Ιδιαίτερης μνείας αξίζουν οι δύο πνευστοί των Imam Baildi, ο Περικλής Αλιώπης στην τρομπέτα και ο Γιάννης Δίσκος στο άλτο σαξόφωνο (κυριότερα) και στο κλαρίνο, καθώς νομίζω πως ήταν εκείνοι που είχαν τον περισσότερο διφυή ρόλο, φέρνοντάς τον σε πέρας με απόλυτη επιτυχία. Εξαιρετικός και ο Αραπατσάκος, με ιδιαίτερη έκπληξη το κομμάτι στο οποίο μετέφερε το παίξιμο του μπουζουκιού στην (παραμορφωμένη) ηλεκτρική κιθάρα, φέρνοντας στον νου μου μια ανέλπιστη (πιθανότατα και άνευ πραγματικού αντικρίσματος) παραπομπή στους αυτοσχεδιασμούς του Marc Ribot –τους έχω βλέπετε φρέσκους από το εξαιρετικό λάιβ στο Village Vanguard, που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Αυτή είναι όμως μια εντελώς άλλη συζήτηση.
Κατά τα λοιπά, εννοείται πως οι Imam Baildi παίξανε μπόλικα από τα κλασικά κομμάτια που συνήθως διασκευάζουν (“Ο Πασατέμπος”, “Ακρογιαλιές Δειλινά”, “Τι Σου 'Κανα Και Μ’ Εγκατέλειψες”, “Αργοσβήνεις Μόνη” κ.ά.), έπαιξαν και ορισμένα πρωτότυπα από τον δίσκο ο οποίος πρόκειται να κυκλοφορήσει οσονούπω και γενικότερα νομίζω άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις, ασχέτως του αν –και κατά πόσο– κολλούσαν με αυτό που κλήθηκαν να προλογίσουν προχθές.
Το οποίο βέβαια δεν ήταν άλλο από τους ThieveryCorporation, το σχήμα δηλαδή του Rob Garza και του Eric Hilton (ο Hilton, αν δεν κάνω λάθος, πλέον δεν ακολουθεί και τόσο συχνά τις περιοδείες –σίγουρα πάντως δεν εμφανίστηκε στη συγκεκριμένη). Περασμένες 11 όταν ανέβηκαν στη σκηνή, κοντά στη 1 όταν προσωπικά εγκατέλειψα την Πλατεία Νερού, ηττημένος κατά κράτος από την πολύωρη ορθοστασία και τη μακρά γενικώς ημέρα. Έφυγα υπό τους ήχους του δεύτερου encore, απ’ ό,τι μάλιστα πληροφορήθηκα κατόπιν η γενική αποθέωση τους «εξανάγκασε» και σε ένα ακόμα, το οποίο ολοκληρώθηκε με κοινό επάνω στη σκηνή και με μέρος της μπάντας κάτω απ’ αυτήν…
Στο μεσοδιάστημα, οι Thievery Corporation απέδειξαν και στον πιο κακόπιστο πως δικαίως έχουν αποκτήσει τη φήμη τους. Και εννοώ τη λάιβ φήμη τους, γιατί για την άλλη, τη στουντιακή, μπορεί ο καθείς να την πιστοποιήσει και οικιακώς. Δεν έκαναν βεβαίως κάτι που δεν περίμενες. Όλες οι συνδέσεις που επιχειρούν –το downtempo, το funk, η bossa nova, η ρέγκε, το χιπ χοπ– ήταν παρούσες, ήταν όμως συνδεδεμένες με τέτοιον τρόπο, ώστε αποκτούσαν εξαιρετική δυναμική. Πίσω δε από τα decks του Garza υπήρχε μια μπάντα απολύτως ικανή για να «μεσολαβήσει» μια τέτοια δυναμική. Οι μπασογραμμές του Ashish Vyas δέσποζαν –αυτό που ο Dr. Das των Asian Dub Foundation είχε χαρακτηρίσει κάποτε ως «makes you feel you wanna destroyBabylon»– με τον ίδιο να είναι πραγματικά αεικίνητος πάνω στη σκηνή· εξαιρετικοί επίσης και οι περισσότεροι βοκαλίστες, με τις κοφτερές ρίμες του Mr. Lif να ανεβάζουν σφυγμούς και τα αισθαντικά φωνητικά της Natalia Clavier να χαρίζουν μια πιο «αγαπησιάρικη» νότα. Και γενικώς με μια μπάντα που επιτελούσε με άνεση τις μουσικές και συναισθηματικές απαιτήσεις των συνθέσεων των Thievery.
Ξεκινώντας δυνατά, κάνοντας ίσως μια κοιλιά εκεί κάπου στη μέση και παίζοντας και ορισμένα από τα λιγότερο γνωστά κομμάτια του νέου δίσκου Saudade, οι Thievery Corporation τελείωσαν το κυρίως σετ τους με τρόπο σχεδόν εκρηκτικό, παρασύροντας στους ρυθμούς τους το κοινό. Χορός, χαμόγελα και γενικώς μια ξεσηκωτική διάθεση, χωρίς να λείψουν και οι από σκηνής επαναστατικές παραινέσεις, οι οποίες προφανώς υπηρέτησαν το (αμφιβόλου αξιοπιστίας, αν ρωτάτε εμένα) δόγμα ότι «η επανάσταση ή θα είναι διασκεδαστική ή δεν θα υπάρχει καθόλου».
{youtube}Q1IEeRS15uQ{/youtube}