Αν η δεύτερη μέρα του Borderline είχε να κάνει με τη διάδραση μεταξύ ηχητικού-οπτικού και με τον συντονισμό ακοής και όρασης, η τρίτη ξεκίνησε εντελώς διαφορετικά. Με τα φώτα της σκηνής σβηστά και με τον φωτισμό απ’ το λάπτοπ του Spyweirdos κι αυτόν χαμηλωμένο, γινόταν προφανές πως η όραση δεν είχε να σου προσφέρει κάτι σημαντικό. Αντιθέτως, μπορούσε να σε αποσυντονίσει από την προσεκτική ακρόαση που έμοιαζε να απαιτεί η μουσική.
Γενικώς, όταν η αίσθηση της όρασης αδρανοποιείται, η ακοή ενεργοποιεί λειτουργίες που δεν είναι το ίδιο οξυμένες. Όπως ας πούμε τη δυνατότητα να προσδιορίσεις με μεγαλύτερη λεπτομέρεια την χωροταξική προέλευση των ήχων, ίσως σε μια προσπάθεια του εγκεφάλου να οριοθετήσει το περιβάλλον –πράγμα που συνήθως καταφέρνει κυρίως διά της οράσεως. Ο ήχος αποκτά λοιπόν τρεις πλήρως αναπτυγμένες διαστάσεις: μπορείς ανά πάσα ώρα και στιγμή να αντιληφθείς με σχετική ακρίβεια την προέλευση ενός σήματος, αν δηλαδή έρχεται από εμπρός, δεξιά και ψηλά ή από πίσω, αριστερά και χαμηλά. Το ίδιο συμβαίνει και σε μια σκοτεινή νύχτα όταν ο ηλεκτρισμός απέχει από το σημείο στο οποίο βρίσκεσαι επαρκή αριθμό χιλιομέτρων (μέχρι τουλάχιστον να συνηθίσουν τα μάτια σου στο παχύ σκοτάδι)· το ίδιο και όταν μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα ακούς μια σύνθεση τόσο επιμελώς φροντισμένη στη βάση αυτής της τρισδιάστατης αρχιτεκτονικής, όσο εκείνη που μας παρουσίασε ο κατά κόσμον Σπύρος Πολυχρονόπουλος.
Επιπλέον, μέσα στην εν λόγω σύνθεση υπήρχαν ραγδαίως εναλλασσόμενα ηχητικά γεγονότα, πυκνά ως προς το περιεχόμενό τους, λεπτομερή ως προς την υφή τους και ακριβή ως προς τη λειτουργία τους. Σε βύθιζε τελικά ο Spyweirdos σε μια dolby surround εμπειρία· μ’ έναν τρόπο κατάφερνε να βάλει το ακροατήριο στο κέντρο του κυρίως ηχητικού γεγονότος, με τις συστάδες από συχνότητες να μοιάζουν σαν βέλη που στοχεύουν να διαβάλλουν αυτό το κέντρο, πλην όμως να εξασθενούν κοντά ή λιγότερο κοντά του. Διότι, μαζί με την ανάπτυξη και την αναίρεσή τους, εμπεριείχαν και τη μέθοδο για να εκφυλιστούν και τελικά να ατονήσουν ή να αποσυρθούν πιο άμεσα από το προσκήνιο.
Έπειτα από χορταστικές εναλλαγές μοτίβων και μια υποδειγματική διαχείριση των διαβαθμίσεων της έντασης, ο Πολυχρονόπουλος επέλεξε να κλείσει το σετ του με έναν λεπτό, συνεχόμενο και οξύ ήχο, ο οποίος διατρυπούσε τους νευρώνες. Δεν πρέπει να κρατήθηκε πολύ παραπάνω από μισό λεπτό: σαν η πρώτη εκπεφρασμένη δυσφορία από το ακροατήριο να έδωσε το σύνθημα, η συχνότητα έπαψε ακαριαία και ο Spyweirdos έλαβε το χειροκρότημα που του άξιζε. Δεν έφυγε όμως απ’ τη σκηνή γιατί θα ακολουθούσε η σύμπραξή του με τον LionelMarchetti.
Ο Γάλλος φτιάχνει μουσική με βάση τον ηλεκτρισμό στην πιο θεμελιώδη του έννοια. Με βάση δηλαδή τις εκκενώσεις και τον ήχο που παράγουν, τον οποίον περνούσε εν συνεχεία από τα λίγα μηχανήματα που βρίσκονταν μπροστά του, επαναλαμβάνοντας ή παραμορφώνοντας την πρωταρχική (με κάθε έννοια) πηγή. Υπήρχαν επίσης και λίγα αντικείμενα (ένα γυάλινο ποτήρι ή ένα τενεκεδένιο κουτί), τα οποία άλλαζαν τη χροιά ή το βάθος του αρχικού ήχου. Και το γεγονός ότι με αυτά ο Marchetti έφτιαχνε κάτι που να μπορεί –έστω και κάπως απροσδιόριστα– να χαρακτηριστεί ως μουσική και όχι απλώς ως ομαδοποιήση ήχων, είναι από μόνο του ένα κατόρθωμα.
Ταυτόχρονα βεβαίως δρούσε και ο Spyweirdos, σε μια συνθήκη που φάνηκε να στηρίζει ένα κομμάτι της στον αυτοσχεδιασμό, δηλαδή στην επιτόπια συνομιλία των δύο μουσικών. Είχε αρκετά ωραία σημεία ο συγκεκριμένος διάλογος, είχε και αρκετά ενδιαφέρουσες σημειολογικές προεκτάσεις –ο γυμνός π.χ. ηλεκτρισμός του Marchetti σε αντιπαραβολή με δύο από τους μακρύτερους μέχρι σήμερα απογόνους του, το λάπτοπ και την ταμπλέτα του Πολυχρονόπουλου.
Η συνέχεια άλλαξε αρκετά το σκηνικό, καθώς η σύμπραξη της Αμερικανίδας MarinaRosenfeld με την Κορεάτισσα OkkyungLee εστίαζε σε διαφορετικά πράγματα. Για το πρώτο μισό η Rosenfeld, αφού ανήγγειλε τη σύνθεση, άφησε μόνη τη Lee να την ερμηνεύσει με το τσέλο της. Η τελευταία είναι βεβαίως μια ξεχωριστή περίπτωση τσελίστριας (η περσινή της σόλο κυκλοφορία στο label του Stephen O’ Malley, την Ideologic Organ, μπορεί να αποτελέσει ένα μόνο παράδειγμα), οπότε ο ρόλος της δεν θα μπορούσε να είναι ο τυπικός ενός μουσικού ο οποίος απλώς εκτελεί την παρτιτούρα μπροστά του. Και δεν ήταν μόνο ότι χρησιμοποίησε τις περισσότερες από τις τονικές δυνατότητες ενός τσέλο –από τα θρηνητικά drones στις χαμηλότερες νότες, στα μανιασμένα στριγκλίσματα στις ψηλότερες· ήταν η ένταση με την οποία απέδιδε σε κάθε δεδομένη στιγμή, άλλοτε συγκρατημένη και διακριτική, άλλοτε αλλόφρων και επείγουσα. Συνδυάζοντας την ευρηματική χρήση του δοξαριού με την εκπληκτική πλαστικότητα του αριστερού της χεριού, η Lee γέμιζε μόνη της τη σκηνή· δίνοντας και μια σχεδόν χειροπιαστή υπόσταση σε μια σύνθεση εμφανώς γραμμένη πάνω στην ιδιάζουσα εκτελεστική της δεινότητα.
Το δεύτερο μισό ήταν κάτι σαν αυτοσχεδιασμός. Η Rosenfeld επανεμφανίστηκε και κάθισε μπροστά από το δικό της όργανο –δύο πικάπ κι ένας μίκτης. Μόνο που, σε αντίθεση με ό,τι προϊδεάζει μια τέτοια η διάταξη, δεν ασχολήθηκε με το ρυθμικό σκέλος (δεν «έριχνε τα μπιτ» δηλαδή)· ενάλλασσε βινύλια, παίρνοντας από εκείνα ατμόσφαιρες, τις οποίες άπλωνε κατόπιν στον χώρο, συνομιλώντας έτσι με τους αυτοσχεδιασμούς της Lee στο τσέλο. Υπήρξανε εξαιρετικές στιγμές, αλλά νομίζω πως και πάλι προέρχονταν από την Κορεάτισσα, αν και οπωσδήποτε η Αμερικανίδα συνεπικουρούσε αποτελεσματικά. Πλην εξαιρέσεων, όμως, έμεινε σε αυτόν τον επικουρικό της ρόλο. Και ήταν λογικό, από μία άποψη.
Για το τέλος, σειρά είχε ο TarekAtoui, «ένα από τα τρομερά παιδιά του Αραβικού κόσμου» όπως χαρακτηριστικά πλειοδοτούσε το πληροφοριακό δελτίο της Στέγης. Το ενδιαφέρον ωστόσο εστιάστηκε περισσότερο στο πώς, παρά στο τι. Ειδικότερα, εδραζόταν στην ιδιόμορφη κονσόλα του: μια μινιμαλιστική επιφάνεια εργασίας χωρισμένη σε πέντε (αν μπορώ να θυμηθώ καλά) πάνελ από ποτενσιόμετρα, διακόπτες και αισθητήρες. Θα μπορούσε δηλαδή να πει κανείς πως είχε περισσότερο ενδιαφέρον η κατασκευή αυτής της κονσόλας/επιφάνειας εργασίας, παρά το τι έκανε ο Atoui μαζί της.
Διότι εντάξει, έχει το ενδιαφέρον του (ακόμα) το να μεταστρέφεις ένα ηχητικό σήμα ή μια ολόκληρη σύνθεση με μία κίνηση πάνω από τον κατάλληλο αισθητήρα, αλλά έχει σημασία και τι αποτέλεσμα παράγεις με όλο αυτό. Κι εδώ τα πράγματα δυσκολέψανε για τον Λιβανέζο. Είχε βεβαίως τα σημεία του το σετ του, ορισμένες φορές που οι γρήγοροι ρυθμοί και οι φρενήρεις χειρισμοί του έβρισκαν μια ακμαία δυναμική. Εμπεριείχε μάλιστα και κάποιου είδους performance, με τον ψιλόλιγνο και υπερκινητικό –όπως αποδείχθηκε– Atoui να χτυπιέται μανιωδώς. Σε γενικές όμως γραμμές μου φάνηκε κομματάκι υπερβολικός. Ή απλώς κουραστικός...
{youtube}niH7NcY1rz8{/youtube}