Όσα και να αναφερθούν για τη συναυλία του Matt Elliott στο Tin Pan Alley, θα πρέπει να έχουν σαν αφετηρία τη διοργάνωση. Γιατί δεν θα απολαμβάναμε τη βραδιά που μας επεφύλασσε ο χαρισματικός τροβαδούρος, αν είχαμε να αντιμετωπίσουμε τα γνώριμα προβλήματα που μας ταλαιπωρούν χρόνια, κυρίως στους κλειστούς χώρους: την καπνίλα, την έλλειψη καθαρού αέρα, τα στοιβαγμένα υπεράριθμα άτομα, το κακό σέρβις και τόσα άλλα. Τα εύσημα λοιπόν πάνε εν μέρει στους ανθρώπους της CTS, οι οποίοι φρόντισαν να μη συμβούν όσα ευτράπελα μάθαμε πια να θεωρούμε αναμενόμενα, μα και να έχει τον χώρο ο Βρετανός τραγουδοποιός για να μας χαρίσει μια συναυλία που μπορεί να χαρακτηριστεί «υπόδειγμα πολιτισμού».
Την ατμόσφαιρα ζέστανε με πολύ ικανοποιητικό τρόπο η Melentini, που ήρθε διαβασμένη ως προς τη φιλοσοφία της βραδιάς, τον κόσμο και τις απαιτήσεις. Ήταν ιδιαίτερα καλή η παρουσία της και φαίνεται να έχει σωστά αναπτυγμένο αισθητήριο για το πώς να επικοινωνήσει τα τραγούδια της σε οποιοδήποτε κοινό, έχοντας «γνώση» των δυνατοτήτων της.
Πολλοί έχουν την τάση να προσθέτουν έννοιες όπως «σπαραγμός» και «θλίψη» για να περιγράψουν τον Matt Elliott. Άτιμο πράγμα η κεκτημένη ταχύτητα, καθώς –σαν performer– o Matt δεν πάτησε καθόλου στην πεπατημένη πρακτική των «σπαραξικάρδιων» ερμηνειών. Προσωπικά τον είδα να ραίνει με τρυφερότητα ακόμα και τα πιο σκοτεινά του τραγούδια και να δίνει μια καθησυχαστική γλυκύτητα στη θλίψη που είναι καταδικασμένη να κατατρέχει τους «τσακισμένους άνδρες με κιθάρα» σαν κι αυτόν.ΟΒρετανός τραγουδοποιός παρουσιάστηκε όμορφος και αισθαντικός. Τίμησε τις ταχυπαλμίες και τις λυπημένες ροπές των τραγουδιών του, βάζοντας πάθος σε κάθε λεπτομέρεια, από τα αδιόρατα βλέμματα στο κοινό, μέχρι το παίξιμο της κιθάρας του, στο οποίο έδινε ιδιαίτερη τρυφερότητα. Σαν να τρίβει ένα μαγικό λυχνάρι στην προσπάθειά του για επιβίωση.
ΟMatt Elliott ήταν ανοιχτόκαρδος και ιαματικός όσο έπαιξε. Ήταν όσο Richard Hawley έπρεπε και όσο Mark Lanegan χρειαζόμασταν. Είναι σπουδαίο πράγμα να βλέπεις να «συμβαίνει» μπροστά σου η σοφία των στίχων του “The Right To Cry” ή να σε παρασύρει η μελιστάλαχτη συντριβή του “The Kursk”, η μεθυσμένη καρτερικότητα του “Howling Song”, η νανουριστική γλυκύτητα του “Also Ran” και ο φρέσκος αέρας που κόμισε σε τόσο πολυδιασκευασμένα τραγούδια όπως το “I Put A Spell On You”.
Αυτή ήταν μία από τις λίγες συναυλίες στις οποίες δεν ήθελες να πεις καληνύχτα, αλλά «εις το επανιδείν» –και να το εννοείς. Τα σφυρίγματα του "Dust Flesh And Bones" ακόμα τα αισθάνομαι. Σαν τον νυχτερινό χειμωνιάτικο αέρα που διαπερνάει το πανωφόρι και σε τρυπάει στα πλευρά.
{youtube}95PfNJE9Lis{/youtube}