Στα μέσα του Γενάρη, το ταπεινό ΝΜΕ ανακοίνωσε το line-up της φετινής περιοδείας στη Γηραιά Αλβιώνα με πρωτοφανή σεμνότητα. Το φιλόμουσο κοινό παραλήρησε, έσπευσε να κάνει ουρές έξω από τα HMV, το Ticketmaster έπεσε για 5 ώρες, τα κοινωνικά μύδια πήραν φωτιά. Όλοι θέλαν να είναι παρόντες σε κάποια από τις 68 συναυλίες ανά την επικράτεια, να γίνουν κοινωνοί του ήχου, να λένε με συγκίνηση μετά από χρόνια στα εγγόνια των φίλων τους ότι ήταν παρόντες.
Στην πραγματικότητα, τίποτα από αυτά δεν συνέβη.
Στην πραγματικότητα, εν μέσω τυμπανοκρουσιών και ενθουσιασμού, το ασθμαίνον ΝΜΕ ανακοίνωσε τη φετινή του περιοδεία σε 8 πόλεις, προσπαθώντας να σπρώξει τις φρέσκιες ανακαλύψεις (Circa Waves, Royal Blood) και ποντάροντας στους ευλογημένους (δια χειρός Noel) Temples και βέβαια στην (ανάγκη για) επιστροφή των Interpol. Λίγο πριν το τέλος της περιοδείας, στάση στο Μπέρμινγχαμ –με αλλαγή χώρου λίγες μέρες πριν τη συναυλία, ενδεχομένως λόγω μικρής ανταπόκρισης των αδιάφορων Μπρούμις. Ανήμερα της ανοιξιάτικης επετείου, κατηφορήσαμε λοιπόν στο Institute, κατά κύρια ομολογία για να απαλλαγούμε από τα απωθημένα που μας είχαν αφήσει οι προ 3ετίας χαμένες ευκαιρίες (Γλασκώβη, Αθήνα).
Οι Circa Waves παίξαν ένα συμπαθητικό σετάκι από up-tempo indie pop, θυμίζοντας αρχές της χιλιετίας. Η χρονιά τους πάει καλά, με εμφανίσεις στα μεγάλα φεστιβάλ και δεν αποκλείεται να προκύψουν ενδιαφέροντα πράγματα στο μέλλον, δεν κρατάω όμως και την αναπνοή μου. Ακολούθως, το δυναμικό ντούο των Royal Blood αιμορραγούσε ακατάσχετα riffs και drum beats, αλλάζοντας τρόπο κάθε 45’’. Τη φανέλα την ίδρωσαν, η πιτσιρικαρία γούσταρε, και –για γκρουπ που έχει ζωή κανάν χρόνο μόλις– δεν τα πήγαν άσχημα. Αλλά χωρίς να έχουν μία συγκεκριμένη ιστορία να πουν, είναι απορίας άξιον τι έκανε κλικ στους Arctic Monkeys και τους διάλεξαν μέχρι και για support σε επερχόμενες εμφανίσεις τους, αντί να τους στείλουν πίσω στο γκαράζ για πρόβα...
Οι Temples, από την άλλη, βρίσκονται στο κουρμπέτι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο περισσότερο καιρό (The Moons, Sukie) και σαφώς είναι μπάντα με προκαθορισμένη αφήγηση και αρχή/μέση/τέλος. Το hype των τελευταίων ετών τους έδωσε τη δυνατότητα να εκφράσουν μια μελωδική ψυχεδέλεια η οποία μυρίζει –έντονα– αρωματικό στικάκι από τα 1960s και να περιφέρουν άφοβα το στυλιζαρισμένο λουκ τους, αφήνοντας και μια υπόνοια για γκλαμ μετάλλαξη στο μέλλον. Ας μην είμαστε άδικοι: το πρόσφατο ντεμπούτο τους έχει ένα ενδιαφέρον και σίγουρα υπάρχει κάποιο κοινό που θα περιμένει την εξέλιξή τους. Πάντως τα νύχια των περισσοτέρων δεν κινδυνεύουν.
Και μετά βγήκαν οι Interpol και τα πράγματα ζεστάθηκαν. Σχετικά δηλαδή, καθώς τα Midlands δεν είναι ούτε Μάντσεστερ, ούτε Λίβερπουλ. Εκτελεστικά, ήταν αυτό που περίμενες: σωστό, ρυθμισμένο, καλοδεχούμενο, με τη φωνή του Paul Banks να υποδαυλίζει συνειδήσεις, να παλαντζάρει ως εκκρεμές μεταξύ μιας ιδιότυπης ντροπαλοσύνης και της οργής που διακρίνεται πίσω από το παγωμένο του βλέμμα, με τον ίδιο να ισορροπεί ανάμεσα στο κουστουμάκι και στο ανοιχτό πουκάμισο με τη χοντρή καδένα, ανάμεσα στο προσεγμένο κούρεμα και στην αυθάδη φραντζούλα. Ας μη γελιόμαστε, η μπάντα είναι τέρμα προσωποκεντρική, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο του πέφτει βαρύ. Ενίοτε δε, δεν είναι καν μπάντα. Ναι, λειτουργούν ταυτόχρονα, είναι παρόντες στον ίδιο χώρο, αλλά δεν συμπράττουν –ο καθένας βρίσκεται στο σύμπαν του, θα μπορούσαν στο στούντιο να πηγαίνουν διαφορετικές ώρες (μη σου πω και μέρες).
Η διακοπή μετά την περιοδεία του ’11 επέτρεψε στους Interpol να λειτουργήσουν ως αυτόνομες οντότητες, τώρα λοιπόν πρέπει να ξαναγνωριστούν. Εν σχέσει με το κοινό, στιγμές-στιγμές άφησαν να εννοηθεί ότι θα ήθελαν περισσότερη επικοινωνία μαζί του, ο καθένας από το μετερίζι του, τελικά όμως (αυτο)περιορίστηκαν στα ψυχαναγκαστικά «θένκ γιου« του Banks μετά από κάθε κομμάτι. Ο Daniel Kessler έδειξε πάλι να διασκεδάζει με την κιθάρα του, εκτελώντας ιδιότυπες χορευτικές φιγούρες, ο Sam Fogarino τα έδωσε όλα –παρά την κρίση μέσης ηλικίας και τον παραδέχομαι γι' αυτό– ενώ ο χαμηλών τόνων Brad Truax ήταν μορφή σκοτεινή, στερεότυπα εντός ρόλου, με το μπάσο του να στέκει στο ύψος των περιστάσεων (μπορεί και να του αρέσει ως όργανο, όχι σαν κάτι άλλους!).
Μας απηύθυναν έναν κολακευτικό χαιρετισμό ξεκινώντας με το "Say Hello To The Angels". Παίξαν το "Heinrich Maneuver". Και το "C’mere", και το "Evil". Δοκίμασαν και καινούρια τραγούδια ("My Desire", "Anywhere", "All The Rage Back Home") –άλλωστε το άλμπουμ νούμερο 5 ετοιμάζεται. Παίξαν μέχρι και το "PDA" σε μια στιγμή υπολογισμένης έμπνευσης και αποχώρησαν μετά το "Slow Hands". Καλοδουλεμένη, δηλαδή, και κλινικά ισορροπημένη λίστα, αφήνοντας απ' έξω προϊστορικούς ελέφαντες, εμπόδια και τη γενέθλια πόλη. Βγήκαν για ένα(1) encore με μια πολύ δυνατή εκτέλεση του "Lights" σε όλη τη μελοδραματική του μεγαλοπρέπεια, περιγράφοντας με σαφέστατη ειρωνία το σκοτεινό μέρος όπου ζούσαν την προηγούμενη περίοδο, από το οποίο θέλουν (θέλουν;) να βγουν. Έστω και με σιγαστήρα στο κρεσέντο.
Kλείσαν με το "Stella Was A Diver And She Was Always Down", προφανώς γιατί η (Στέλλα) Κουρμουλάκη βρισκόταν στα 2 μέτρα απόσταση και όχι σε διάθεση συγχώρεσης. Αν και, πλέον, με ένα απωθημένο μείον...
{youtube}WP5H7zGiOj8{/youtube}