Μπαίνοντας στη Death Disco περασμένες 21:00 την Παρασκευή και αντικρίζοντας μόλις μια δεκαριά άτομα –ανάμεσά τους ο Steve Lake και μέλη της μπάντας που θα τον συνόδευε– άρχισα να αναρωτιέμαι τι σόι λάιβ θα παρακολουθούσα εκείνο το βράδυ. Μπορεί να ήταν νωρίς για τέτοια μέρα, αλλά η όλη τελετή (όπως πήρε το αυτί μου), θα έπρεπε να τελειώσει το πολύ μέχρι τις 00:15, αφού οι εμφανιζόμενοι ήθελαν να είναι ξεκούραστοι για το ταξίδι προς Θεσσαλονίκη, όπου θα εμφανίζονταν την επομένη.
Όταν ο τραγουδοποιός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Wob ανέβηκε στη σκηνή για να μάς παρουσιάσει τα τραγούδια του, οι θαμώνες ήταν μόλις... διπλάσιοι, οπότε κι εκείνος αποφάσισε να μην περάσει την ακουστική κιθάρα του στο βύσμα και να κατέβει στον χώρο του κοινού –κίνηση ματ, όπως αποδείχθηκε. Γιατί ο Wob είναι ένας ενεργητικότατος τύπος που γράφει punk pop τραγούδια με θέματα της καθημερινότητας, που κοπανάει την κιθάρα του και δεν στέκεται στιγμή. Κατόπιν ανακάλυψα ότι βρίσκεται στο κουρμπέτι από το 1990, πράγμα που δεν θα συμπέραινα ποτέ με βάση το παρουσιαστικό του. Υπήρξε αναντίρρητα πολύ καλός και μάς κέρδισε όλους, με τις μελωδίες, με το χιούμορ του και με το όλο στήσιμό του, το οποίο λάμβανε υπόψη κάθε τι που συνέβαινε στην αίθουσα. Δεν δίστασε, μάλιστα, κάποια στιγμή να διακόψει απότομα ένα τραγούδι για να καλωσορίσει ένα ζευγάρι που έμπαινε στη Death Disco.
Ο Wob κατέβηκε κατόπιν από τη σκηνή, αλλά η δουλειά του δεν είχε τελειώσει: ξανανέβηκε λοιπόν, αυτή τη φορά ως ντράμερ των Pog, ενός γκρουπ από το Μπράιτον, επίσης κινούμενο στον punk pop χώρο. Πρέπει να πω ότι γούσταρα ιδιαιτέρως τις πιασάρικες μελωδίες τους και τον τρόπο που ενσωματώνουν ακόμα και φολκ επιρροές στον ήχο τους, ο οποίος εκείνο το βράδυ στήθηκε από κλασική κιθάρα/βιολί/πλήκτρα/μπάσο/τύμπανα. Συνολικά οι Pog πραγματοποίησαν μια απολαυστική αν και σύντομη εμφάνιση, με μόνη παραφωνία την κάπως ασταθή φωνητικά απόδοση του ερμηνευτή-κιθαρίστα Paul Stapleton. Να οφειλόταν άραγε στα μπυρόνια που κατανάλωνε νωρίτερα;
Όταν ήρθε ύστερα η σειρά του Steve Lake, η Death Disco ήταν πια αρκετά γεμάτη. Παρ' όλα αυτά, το χειροκρότημα της υποδοχής ακούστηκε χλιαρό. Χλιαρός φαινόταν πάντως και ο ίδιος ο Lake, που ξεκίνησε σόλο με την κιθάρα του και έπαιξε δύο ποτ-πουρί από αγαπημένα του τραγούδια, δικά του και άλλων –ανάμεσά τους ξεχώρισα το “Gloria (In Excelsis Deo)” της Patti Smith και το “Get Up Stand Up” του Bob Marley. Στη συνέχεια κάλεσε στη σκηνή τρία μέλη των Pog για να τον συνοδεύσουν σε βιολί, μπάσο και τύμπανα και κάπου εκεί άρχισε το πράγμα να ρολάρει και το κοινό να ενθουσιάζεται. Ειδικά μετά το άκουσμα των “More Trouble Coming Every Day” και “Can’t Cheat Karma”, η βραδιά απέκτησε μια δυναμική που ούτε κάποια τεχνικά προβλήματα, ούτε η αδιαθεσία που έμοιαζε να γυροφέρνει τον Lake μπορούσαν να ανατρέψουν.
Με δεδομένα τα χρονικά όρια τα οποία είχαν τεθεί εξ αρχής, το σετ του Βρετανού βετεράνου προέκυψε αναμενόμενα σύντομο: δεν ξεπέρασε τελικά τα 45-50 λεπτά και τα 11 κομμάτια, συνολικά. Ο ίδιος φρόντισε πάντως να αποζημιώσει όσους παραβρέθηκαν, παίζοντας αυτά που ήθελαν όλοι να ακούσουν, δηλαδή τα κλασικά κομμάτια των Zounds. Έτσι ακούστηκαν, μεταξύ άλλων, δυναμικές και τραχιές εκτελέσεις των “Subvert”, “Little Bit More”, “Demystification” και “True Love”, με τον Lake να ερμηνεύει πάντα με τα μάτια κλειστά, να σχολιάζει ανάμεσα στα τραγούδια και να επιμένει στο μότο «peace and love».
Η βραδιά έκλεισε με τον ίδιο ν' αρνείται να παίξει έστω ένα τραγούδι για encore, δικαιολογούμενος από μικροφώνου με βάση τις υποχρεώσεις της επόμενης μέρας. Δύσκολα πάντως μπορώ να φανταστώ αυτή τη μικρή απογοήτευση να επισκιάζει στον νου των παρευρισκομένων τα όσα ωραία είχαν προηγηθεί.
{youtube}spnqNAFG_KA{/youtube}