Παρότι ήξερα τι πήγα να δω τη Δευτέρα, στην πράξη δεν πολυκαταλάβα το γιατί οργανώθηκε όπως οργανώθηκε η συγκεκριμένη συναυλία. Θέλω να πω ότι, εντάξει να παίξει λίγο μόνη της η Καμεράτα, ασφαλώς να παίξει και λίγο σόλο ο Alain Lefèvre, ποιο όμως το νόημα της συνύπαρξης, εάν δεν επιδιωκόταν η σύμπραξη, το αλισβερίσι; Άλλωστε εκείνο που πυροδότησε τελικά τα μανιασμένα χειροκροτήματα και τις ιαχές των «μπράβο!», ήταν ακριβώς το ότι ο δημοφιλής Καναδός και η διαρκώς ανερχόμενη ορχήστρα μας στάθηκαν επιτέλους πλάι-πλάι στο φινάλε της βραδιάς, μεγαλουργώντας στο "Κοντσέρτο αρ. 1 για πιάνο, τρομπέτα και έγχορδα, έργο 35" του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
Η Καμεράτα, πάντως, ξεκίνησε εξίσου εντυπωσιακά. Έχει τύχει να τη δω σε διάφορες φάσεις της πορείας της τα τελευταία χρόνια, ενώ όμως έπαιζε εκείνους τους τρεις εμπνευσμένους από τη δημοτική μας παράδοση χορούς του Νίκου Σκαλκώτα για ορχήστρα εγχόρδων ("Μαζωχτός", "Ηπειρώτικος", "Τσάμικος"), διέκρινα ένα νεοαποκτηθέν σφρίγος, καθώς κι ένα ολοφάνερα κατακτημένο σκαλί. Ρόλο βέβαια έπαιξε ασφαλώς και ο Ηλίας Βουδούρης, ο οποίος και διηύθυνε την ορχήστρα. Γιατί μπορεί να περιμένεις από έναν μαέστρο να είναι ζωηρός, εκείνος όμως διέθετε το κάτι το παραπάνω: η λεπτότητα και η σβελτάδα των κινήσεών του, μαζί με κάποια φευγαλέα (σχεδόν χορευτικά) πέρα-δώθε του κορμού, πρόδιδαν έναν βαθμό άμεσης ψυχικής επαφής με τα ούτως ή άλλως εξαιρετικά έργα του Σκαλκώτα.
Αντιθέτως, βρήκα τον Τσαϊκόφσκι της διαυγή, αλλά χωρίς πνοή: τα πάντα δούλευαν ρολόι στη "Σερενάτα Για Έγχορδα", μα η εκτέλεση έχανε σε προσωπικότητα. Ακόμα και οι εξάρσεις, ενώ αποδόθηκαν σωστά, έμοιαζαν κάπως αποχυμωμένες, με αποτέλεσμα να διασπαστεί η προσοχή μου και να αρχίσω να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς θα βλέπαμε επιτέλους τον Alain Lefèvre. Το νοερό ερώτημά μου απαντήθηκε γύρω στο 40λεπτο μετά την έναρξη, όταν ο Βουδούρης και οι σολίστ αποσύρθηκαν και δύο άτομα του προσωπικού μετακόμισαν το πιάνο από το αριστερό άκρο στο μέσον της σκηνής, απέναντι ακριβώς από τη μπροστινή σειρά των θεατών. Ο κόσμος, παρεμπιπτόντως, ήταν αρκετός. Όχι πολύς –αρκετά καθίσματα έμειναν άδεια σε πλατεία και θεωρεία– όχι πάντως και λίγος.
Ο Lefèvre τώρα είναι από εκείνους τους πιανίστες σταρ. Μπορεί να μην συγκαταλέγεται στους κορυφαίους των σύγχρονων κλασικών εκτελεστών (βρίσκεται μάλλον προς το μέσον), αλλά ο αριστοκρατικός του αέρας, ορισμένοι αγαπητοί στο μεσήλικο κοινό θεατρινισμοί και ο χειμαρρώδης τρόπος με τον οποίον εκφράζεται πάνω στα πλήκτρα, διαθέτουν κάτι από την αύρα των φτασμένων ποπ και ροκ αστέρων.
Ενώ ας πούμε έπαιζε ένα δικό του έργο εμπνευσμένο από τη χώρα μας, το τριμερές "Impressions Hélléniques pour piano solo: Ilios, Thalassa & Anemos", έδενε τις μελοδραματικές εξάρσεις αυτού με μια περφόρμανς η οποία έδειχνε να πλέει στο συναίσθημα. Για ορισμένους, ίσως εδώ να υπάρχει μια υπερβολή, που με τον καιρό έχει γίνει λιγάκι μανιέρα. Μην έχετε ωστόσο καμία αμφιβολία: ο Lefèvre είναι ο εαυτός του• έτσι αντιλαμβάνεται τον ρόλο του πιανίστα, έτσι επικοινωνεί με το πιάνο. Κι αν το κομμάτι που μας παρουσίασε μπόρεσε να κομίσει επιτυχώς μια γεύση από την Ελλάδα του Αττίκ και του Μάνου Χατζιδάκι, δένοντάς τη με τον κινηματογραφικό λυρισμό του Érik Serra στο Απέραντο Γαλάζιο, εκείνος το σέρβιρε με το πάθος ενός Τόλη Βοσκόπουλου. Μην προτρέχετε παρακαλώ, αυτό εγώ το μετράω για καλό. Απλά γρήγορα αποδείχθηκε ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν κολλάει με κάθε έργο: το αμέσως επόμενο "Concerto de Québec" του συμπατριώτη του André Mathieu, για παράδειγμα, απαιτούσε μια εγκράτεια που εμφανώς λείπει από τον Lefèvre.
Και έφτασε επιτέλους η στιγμή που ο Lefèvre θα συναντούσε την Καμεράτα, πράγμα που πιστεύω θα έπρεπε να είχε επιδιωχθεί νωρίτερα για το χατίρι όλων μας. Στην παρέα προστέθηκε κι ένας ακόμα εξαιρετικός σολίστ, ο Παναγιώτης Καίσαρης στην τρομπέτα, και όλοι μαζί καταδύθηκαν στον Σοστακόβιτς, προσφέροντάς μας μια εκτέλεση που, όπως ήδη είπα, υπήρξε συγκλονιστική. Η Καμεράτα να δείχνει το καλύτερο πρόσωπό της, ο Καίσαρης να ανοίγει διαύλους επικοινωνίας προς την τζαζ σκέψη (ενώ βεβαίως παρέμενε γερά ριζωμένος στο κλασικό αιτούμενο) και ο Lefèvre να παίζει εκπληκτικά, με άκρατο μεσογειακό ταμπεραμέντο. Όσο απολάμβανε κανείς τα λιτά χαμηλώματα και τα έξοχα «σβησίματα», άλλο τόσο συναρπαζόταν στις κορυφώσεις. Από τα πλέον χαρακτηριστικά στιγμιότυπα, ορισμένα δευτερόλεπτα όπου τα δοξάρια των βιολιστών συγχρωτίζονταν ακίνητα στον αέρα μετά από ένα δυναμικό ξέσπασμα, όντας σε απόλυτη συνάφεια με την αεικίνητη μπαγκέτα του Βουδούρη, αλλά και με έναν παραληρηματικό, ιδρωμένο Lefèvre, σκυμμένο πάνω από το πιάνο με τις γραμμές προσώπου του γεμάτες ένταση.
Στο τέλος έσπασε επιτέλους και η βαρετή τυπολατρεία των κλασικών, όταν ο Lefèvre άρπαξε και αγκάλιασε σφιχτά τον Βουδούρη (αντί της συνηθισμένης χειραψίας), κάνοντας το ίδιο κατόπιν και για τον Καίσαρη, μα και για το πρώτο βιολί της Καμεράτα. Για να μην πω ότι μας μίλησε, με τα μισά γαλλικά του και τα σπασμένα αγγλικά του, τονίζοντας τη (γνωστή) αγάπη του προς τη χώρα μας, προτού μας καληνυχτίσει με ένα μικρό σόλο encore. Φύγαμε κι εμείς απογειωμένοι, με αρκετούς να παραμιλούν γι' αυτόν τον Σοστακόβιτς –κι εμένα να εύχομαι για μια πλήρη ελληνοκαναδική σύμπραξη την επόμενη φορά...
{youtube}mhaBAkmY-4g{/youtube}