Το περασμένο Σαββατοκύριακο στη μικρή σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, τέσσερα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου συναντήθηκαν με τέσσερα σύγχρονα μουσικά σχήματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η ιδέα δεν είναι βέβαια πρωτότυπη –η ζωντανή συνοδεία βωβών ταινιών ήταν η μοναδική πρακτική στα πρώτα χρόνια του σινεμά– ευτυχώς όμως για τους λάτρεις των βωβών φιλμ βρίσκει τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερους ένθερμους υποστηρικτές. Θυμίζω για παράδειγμα το Φεστιβάλ Βωβού Κινηματογράφου που διοργανώθηκε φέτος στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη (για πέμπτη συνεχή χρονιά), καθώς και τις προβολές στο Τριανόν, στο Nixon Screen Room (με πρωτοβουλία κι εκεί του Μιχάλη Μοσχούτη) και στο Λαΐς.
Ημέρα 1η (Σάββατο 12/10)
The Wind (1928)
Σκηνοθεσία: Victor Sjöström
Μουσική: Μιχάλης Μοσχούτης (κιθάρα, λάπτοπ)
Μία από τις τελευταίες αμερικανικές βωβές ταινίες, ένα δραματικό γουέστερν φτιαγμένο από τον γνωστό σκηνοθέτη και ηθοποιό της εποχής Victor Sjöström, γυρισμένο εξ ολοκλήρου στην έρημο Μοχάβι. Όπως μαρτυρά και ο τίτλος, επιπλέον πρωταγωνιστής είναι εδώ ο αέρας, ο οποίος και καθορίζει τη μοίρα των ηρώων. Το φιλμ ξεκινά μάλιστα με μια αναφορά στη φύση: «είναι η ιστορία μιας γυναίκας που βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του ανέμου». Η Lillian Gish, μία από τις μεγαλύτερες σταρ εκείνης της δίχως ήχο περιόδου, είναι μια γυναίκα που έχει φοβία με τον δυνατό άνεμο και προσπαθεί να επιβιώσει και να αναμετρηθεί με τα συναισθήματά της σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον.
Ο επιβλητικός ρόλος του ανέμου σε όλη τη διάρκεια του The Wind δεν στάθηκε εύκολη υπόθεση για τον Μιχάλη Μοσχούτη –εμπνευστή και διοργανωτή του In Mute Festival– ο οποίος επέλεξε να αναλάβει ο ίδιος τη μουσική επένδυση στο συγκεκριμένο φιλμ: «Ομολογώ ότι ήταν μια πρόκληση, γιατί σε όλη την ταινία υπονοείται ο ήχος του ανέμου κι έτσι έπρεπε να αποφύγω το προφανές. Γι' αυτόν τον λόγο, αρχικά χρησιμοποίησα ήχους από ένα παλιό pump organ που έχω στο στούντιο, αλλά έχω αφήσει το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής να προκύψει ζωντανά κατά τη διάρκεια της προβολής, οπότε και θα διαμορφωθεί σε έναν μεγάλο βαθμό από την ακουστική της αίθουσας. Με αυτόν τον τρόπο πιστεύω ότι θα αποδοθεί καλύτερα η ένταση και η τυχαιότητα του ανέμου, αλλά και η ανεξέλεγκτη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ηρωίδα της ταινίας». Ο Μοσχούτης, ο οποίος δρα μουσικά και με το κωδικό όνομα Kerkville, επέλεξε λοιπόν ως μέσο συνοδείας της ταινίας τον μουσικό αυτοσχεδιασμό. Χρησιμοποιώντας κυρίως κιθάρες, effects, feedback, ηλεκτρονικούς βόμβους και σε σημεία δυνατά beats, έπαιξε με τις αντιθέσεις μεταξύ του καθαρού και του επεξεργασμένου ήχου, της μελωδίας και του θορύβου, στηριζόμενος αρκετά και σε έναν εξωτερικό αυτοσχεδιαστικό παράγοντα: τον συντονισμό των μεταλλικών στοιχείων της αίθουσας.
Ο Μοσχούτης προτίμησε κατά τη γνώμη μου να σταθεί ολοκληρωτικά στην ηχητική απόδοση του στοιχείου που βλέπουμε, αλλά δεν ακούμε –του αέρα– και να στήσει εκεί πάνω τον αυτοσχεδιασμό του, αφήνοντας στην άκρη τις υπόλοιπες συνιστώσες του έργου. Δεν είμαι υπέρ του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού όταν μιλάμε για συνοδεία βωβών ταινιών. Καθώς μάλιστα ασχολούμαι και η ίδια με το αντικείμενο, προτιμώ γενικά μια υπόκρουση με μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ εικόνας και μουσικής, που να ακολουθεί τις σκηνές και τη ροή της ταινίας χωρίς να την υπερκαλύπτει. Παρ' όλα αυτά, έχει πάντα ενδιαφέρον ο πειραματισμός μέσω της ηχητικής απόδοσης της ατμόσφαιρας τέτοιων φιλμ, μιας και ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε μια ταινία (και ειδικότερα μια βωβή ταινία) ποικίλλει δραματικά και ποικίλλει ακόμη περισσότερο με τη χρήση μουσικής. Γι' αυτό και είναι καλοδεχούμενος.
Nanook Of The North (1922)
Σκηνοθεσία: Robert J. Flaherty
Μουσική: Thomas Köner (λάπτοπ) & Ivana Neimarevic (πιάνο)
Ντοκιμαντέρ-σταθμός, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 100 καλύτερες βωβές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, αν και πίσω στα 1922 ο σκηνοθέτης του δέχτηκε σφοδρές κριτικές, π.χ. ότι παραβίασε τους κανόνες δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ, στήνοντας αρκετές σκηνές. Έχουμε όμως πράγματι να κάνουμε με ένα αριστούργημα (και ουσιαστικά με το πρώτο ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε ποτέ), στο οποίο ο Robert J. Flaherty παρακολουθεί και κινηματογραφεί τη σκληρή ζωή του Inuk Nanook, ενός Εσκιμώου του Αρκτικού Κύκλου.
Τα ατέρμονα λευκά τοπία και οι γεμάτες μεγαλείο εικόνες συγκίνησαν αρκετούς συνθέτες στην πορεία, με αποτέλεσμα το Nanook Of The North να έχει επενδυθεί πολλές φορές μουσικά. Τη βραδιά του Σαββάτου, την αποστολή ανέλαβε ο Γερμανός Thomas Köner, ο οποίος ασχολείται με τον βωβό κινηματογράφο από το 1994, έχοντας γράψει μουσική για περισσότερες από 25 ταινίες: «Σκοπός μου είναι να δημιουργήσω ένα ηχητικό διάστημα που να επιτρέπει στις εικόνες να αναπνεύσουν ξανά. Έχω παρατηρήσει ότι σήμερα δεν εκτιμούν τις ταινίες αυτές, επειδή δεν πληρούν κάποια πρότυπα. Γι' αυτόν το λόγο επιλέγω να μη δουλεύω επεξηγηματικά, αλλά να δημιουργώ ένα ηχητικό πλαίσιο που να διευρύνει την αντίληψη και να τις βοηθάει να απελευθερώνονται, έτσι ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν την αρχική διαχρονική ομορφιά τους. Έχουν μια υπέροχη ομορφιά αυτές οι ταινίες. Η κάμερα και ο φωτισμός τους προκαλούν πολύ δυνατά συναισθήματα. Τα κάδρα τους είναι τόσο κομψές συνθέσεις. Έχουν η καθεμιά τους διαφορετικό τρόπο εικονικής αφήγησης. Είναι ολοκληρωμένες σαν ένας πίνακας ζωγραφικής στον χρόνο».
Έτσι λοιπόν, μαζί με τις σημαντικές παρεμβολές της Ivana Neimarevic στο προετοιμασμένο πιάνο, ο Köner άπλωσε ένα κατάλευκο παγωμένο ambient πέπλο, εύθραυστο και διακριτικό σαν τους πάγους που σπάνε: αχανές και όμορφα στατικό σαν τα τοπία του Αρκτικού Κύκλου, με σιωπές που ακολουθούσαν τη μοναχικότητα της οικογένειας του Νανούκ, και σε στιγμές περιγραφικό, όταν για παράδειγμα χρειαζόταν να αποδώσει τα καιρικά φαινόμενα –ειδικά ο βόμβος του αέρα υπήρξε απίστευτα ρεαλιστικός. Έχοντας δει άλλες δύο δουλειές του Köner, χαίρομαι ιδιαίτερα να διαπιστώνω πως η σύγχρονη μουσική επένδυση ταινιών του βωβού κινηματογράφου έχει βρει στο πρόσωπό του έναν εξαιρετικό εκπρόσωπο.
Ημέρα δεύτερη (Κυριακή 13/10)
The Fall Of The House Of Usher (1928)
Σκηνοθεσία: Jean Epstein Μουσική:
Silent Move (Βασίλης Τζαβάρας/πιάνο, κιθάρα & Γιάννης Παξεβάνης/κιθάρα, tapes)
Δεν είναι η πρώτη φορά που το επιβλητικό διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε μεταφέρεται στον κινηματογράφο, αλλά οι λάτρεις της σκοτεινής γοτθικής λογοτεχνίας –ανάμεσά τους κι εγώ– σίγουρα ενθουσιάστηκαν το βράδυ της Κυριακής, παρακολουθώντας τη γαλλική του μεταφορά από τον Jean Epstein. Στη συγκεκριμένη εκδοχή συμμετείχε μάλιστα και ως βοηθός σκηνοθέτη ο Luis Bunuel, ο οποίος αποχώρησε όμως πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα, θεωρώντας πως ο Epstein παρέκαμπτε τελικά το διήγημα του Πόε. Εντούτοις εκείνος, φλερτάροντας διαρκώς με το παράδοξο κι έχοντας στα χέρια του τρία σημαντικά εργαλεία –τη φωτογραφία, το μοντάζ και τον Jean Debucourt στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ως Sir Roderick Usher– μας έδωσε ένα βωβό δημιούργημα άκρως εντυπωσιακό, τόσο αισθητικά όσο και τεχνικά, αντάξιο τελικά του χάρτινου αριστουργήματος του Πόε.
Υπέροχες εικόνες με συνεχείς διπλοτυπίες, κάμερα κινούμενη με αστάθεια, λήψεις σε αργή κίνηση και ανετάριστα πλάνα, δημιούργησαν μια υποβλητική και απόκοσμη ατμόσφαιρα, η οποία αποδόθηκε ιδανικά από τον Τζαβάρα και τον Παξεβάνη. Όπως μαρτυρά το παρελθόν τους στη μουσική συνοδεία βωβών έργων, έχουν μια ιδιαίτερη προτίμηση στην επένδυση ταινιών με σκοτεινή ατμόσφαιρα, στις οποίες συνυπάρχουν το ρομαντικό με το αποτρόπαιο: ξεκίνησαν το 2009 δίνοντας τη δική τους ηχητική εκδοχή στο αριστούργημα του Friedrich Murnau, Nosferatu (1922), και συνέχισαν με το The Passion Of Joan Of Arc του Karl Dreyer. Βουτώντας την Κυριακή στον ζοφερό κόσμο της Πτώσης του Οίκου των Άσερ, το έκαναν με μηδενική διάθεση διατάραξης ή υπερκάλυψης της οπτικής αίσθησης της ταινίας, ενσωματώνοντας διακριτικά τη μουσική τους μέσα σε αυτήν.
Επιλέγοντας μια συνολικά πιο αφαιρετική προσέγγιση, οι Silent Move προτίμησαν να περιγράψουν ηχητικά το εικαστικό μέρος της ταινίας και τον περιβάλλοντα χώρο της, παρά να ακολουθήσουν τη δράση της καρέ καρέ –αν και στις περισσότερες σκηνές η μουσική τους ακολουθούσε τόσο τα συναισθήματα, όσο και τα τεκταινόμενα. Το παράδοξο, η παράνοια και ή συνεχής αίσθηση του ιλίγγου που επικρατούν μέσα στο σπίτι, αποδόθηκαν ιδανικά με δυνατές παραμορφώσεις και δοξαριές στην ηλεκτρικές κιθάρες, με ισοκρατήματα, υπόκωφα τριξίματα και σιγανούς ηλεκτρονικούς βόμβους, που δημιουργούσαν μια συνεχή αγωνία. Τα δε αρπίσματα μέσα στις χορδές του προετοιμασμένου πιάνου και τα χτυπήματα μέσα σε αυτό προσομοίωσαν στο μακάβριο χτύπημα των καρφιών στο φέρετρο, ενώ ευρηματική ήταν και η επιλογή χρήσης προηχογραφημενης ομιλίας για να δειχθεί το πέρασμα του χρόνου μέσα στο άδειο σπίτι, καθώς και το παιχνίδι του θορύβου με τις σιωπές στα τελευταία πλάνα.
Στη μικρή σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, οι Silent Move κατάφεραν έτσι κι αυτοί με τη σειρά τους (μετά τον Epstein) να προσεγγίσουν ένα βωβό έργο τέχνης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δημιουργώντας μια εκπληκτικά σκοτεινή ατμόσφαιρα.
Stachka (1925)
Σκηνοθεσία: Sergei Eisenstein
Μουσική: Lawrence English (λάπτοπ)
Ύστερα από ειδική ανάθεση της Στέγης, ο Αυστραλός συνθέτης, παραγωγός και εικαστικός Lawrence English κλήθηκε να αναμετρηθεί με ένα από τα πρώιμα μεγαθήρια του βωβού κινηματογράφου. Το Stachka (Απεργία) είναι η πρώτη ταινία μεγάλης διάρκειας του Sergei Eisenstein, η οποία προηγήθηκε του Θωρηκτού Ποτέμκιν και αποτελεί ένα από τα παλαιότερα δείγματα καθαρόαιμης κομμουνιστικής προπαγάνδας. Γυρισμένη το 1925, και με έντονα θεατρικά στοιχεία –μιας και ο μόλις 26 χρόνων τότε Αϊζενστάιν δούλευε ως θεατρικός σκηνοθέτης στην Proletkult– ήταν το πρώτο μέρος μιας σειράς οκτώ ταινιών με τον γενικό τίτλο Προς τη Δικτατορία (του Προλεταριάτου). Τα επόμενα κεφάλαια ήταν το Θωρηκτό Ποτέμκιν (Bronenosets Potyomkin, επίσης 1925) και ο Οκτώβρης (Oktyabr) του 1928.
Όπως λέει και ο Lawrence Εnglish σε συνέντευξή του, «Με έχει συνεπάρει το μοντάζ που έκανε ο Αϊζενστάιν στις ταινίες του. Ήταν πρωτοπόρος στον τομέα και με αυτήν τη δουλειά του τον κάλεσαν να δουλέψει στο Χόλιγουντ. Αν και δεν πέτυχε τίποτα εκεί, πιστεύω πως δείχνει πόσο σημαντικό τον θεωρούσαν ακόμα και τότε. Νομίζω ότι το φιλμ μιλάει για μια περίοδο που αποτέλεσε σημείο καμπής για την ιστορία. Δείχνει τις συνθήκες ζωής τον 19ο αιώνα και δίνει μια ιδέα του πού θα οδηγούσε ο 20ός αιώνας μερικές χώρες –όπως και έγινε. Είναι δύσκολο να μη σεβαστεί κάποιος τα θεμέλια που έβαλε αυτός ο καλλιτέχνης και την επιρροή την οποία άσκησε στο σημερινό σινεμά. Όταν το κοινό πρωτοείδε το Strike σίγουρα θα αντέδρασε αρνητικά με την τεχνική που χρησιμοποιήθηκε, πιστεύω όμως ότι η δουλειά του Αϊζενστάιν ζει μέσα σε αρκετές από τις ταινίες που βλέπουμε σήμερα».
Η ταινία, χωρισμένη σε 6 ενότητες, δίνει χάρη στις συγκρούσεις των πλάνων και της οπτικής αντίστιξης μεταξύ τους μια εξαιρετικά βίαιη αίσθηση. Χαρακτηριστικά της τεχνικής μοντάζ του σκηνοθέτη είναι τα συγκλονιστικά πλάνα κατάπνιξης της εξέγερσης των εργατών από τις Τσαρικές αρχές, όπως κι εκείνα των απεργούντων με τα πλάνα των σφαγμένων ζώων, ενώ ο παραλληλισμός των χαφιέδων με ζώα δημιουργεί πρωτοποριακές για την εποχή εικόνες μέσω του εκπληκτικού μοντάζ. Και βασισμένος στη συγκεκριμένη τεχνοτροπία του Αϊζενστάιν, έστησε άλλωστε κι ο Αυστραλός τη μουσική του συνοδεία.
Παρακολουθώντας συνεχώς επί σκηνής την ταινία και διαβάζοντας τις σημειώσεις του, ο English προτίμησε τη μουσική του να αποτελέσει ένα συνεχές ηλεκτρονικό χαλί που κινούμενο, τις περισσότερες στιγμές σε ηπιότερους τόνους, κατάφερε να προσδώσει –μέσω αυτής της αντίθεσης– μεγαλύτερη ένταση. Δένοντας αρχικά τα βιομηχανικά πλάνα του εργοστασίου με μια κοφτή και αντιστικτική industrial που θύμιζε Vladislav Delay, διατήρησε κυρίως μια μακρόσυρτη ambient (χαρακτηριστική η μουσική επένδυση της πέμπτης ενότητας, με τη σκηνή του πλιάτσικου) ενισχύοντάς τη στα κατάλληλα φιλμικά πλάνα με δυναμισμό μέσω της έντασης και της παραμόρφωσης: η μουσική του για την καταληκτική ενότητα της εξέγερσης, της σύγκρουσης, του μακελειού και της ήττας ήταν συγκλονιστική. Κάνοντας επίσης συχνά χρήση field recordings, προσπάθησε να δημιουργήσει ηχητικά εφέ και να προσομοιώσει την οπτική εμπειρία με την ηχητική, όπως ας πούμε συνέβη στη σκηνή απώθησης του πλήθους με νερό. Η προσέγγισή του στο μεγαλειώδες δημιούργημα του Eisenstein απέπνεε σεβασμό προς τον δημιουργό, αγάπη προς το έργο του και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως το ιδανικότερο παράδειγμα συνοδείας βωβής ταινίας.
Ως λάτρης του βωβού κινηματογράφου και άμεσα εμπλεκόμενη (όπως προείπα) με τη μουσική του επένδυση, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών για τη φιλοξενία ενός τέτοιου εγχειρήματος, όπως βέβαια και τον Μιχάλη Μοσχούτη για την πρωτοβουλία του. Κι αφού ευχηθώ του χρόνου να πραγματοποιήσουν ένα πολυήμερο φεστιβάλ με περισσότερες ταινίες κι ακόμα πιο πολλούς καλλιτέχνες, θα κλείσω με τα λόγια του Thomas Köner: «Η ιδανική εμπειρία είναι όταν το κοινό αντιλαμβάνεται την παρουσία σου στη σκηνή μόνο αφού ανάψουν τα φώτα. Όταν τότε μόνο καταλαβαίνει ότι η μουσική είναι ζωντανή. Έτσι αποδεικνύεται η βαθύτατη σχέση ανάμεσα στην εικόνα και στον ήχο. Γίνεται σπάνια, αλλά έχω την τύχη να μου έχει συμβεί. Οι προσδοκίες που έχουν δημιουργήσει ο σύγχρονος κινηματογράφος και η τηλεόραση μοιραία καθιστούν τις βωβές ταινίες ξεπερασμένες. Η δική μας δουλειά είναι να βοηθήσουμε τις εικόνες να απελευθερωθούν και, μαζί με εκείνες, να ξεδιπλωθεί η ομορφιά και η μαγεία που έχουν κλειστεί σε φιλμ για τόσα χρόνια».
{youtube}YAkSRLUei4o{/youtube}