Ακόμα και όσοι κατηφόρισαν στο An ως οπαδοί των Ισλανδών και όχι ως απλοί μουσικόφιλοι που εμπιστεύονται τυφλά τις μετακλήσεις της Arte Fiasco, απογοητεύτηκαν μόλις είδαν την ανακοίνωση στην είσοδο ότι οι Singapore Sling θα εμφανίζονταν χωρίς τον μπασίστα τους, ο οποίος κατάφερε να ξεχάσει το μοναδικό πράγμα που έπρεπε να έχει μαζί του. Έτσι το διαβατήριο έμεινε στο Λουγκάνο, ο ίδιος στο Μιλάνο κι εμείς χωρίς μπάσο. Και, όπως αποδείχτηκε, (σχεδόν) χωρίς rhythm section.
Το ρόλο του support ανέλαβαν οι My Drunken Haze, μια απ’ τις πιο δυνατές ψυχεδελο-garage μπάντες της πόλης. Σωστή επιλογή, «σωστή» και η εμφάνισή τους, με εξαιρετικές κιθάρες και μερικές πολύ καλές στιγμές, που περιμένουμε να ακούσουμε όταν επιτέλους κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους. Η «έκπληξη», για όσους είχαμε πολύ καιρό να τους δούμε ζωντανά, ήρθε στο τελευταίο τους κομμάτι, όπου τα φωνητικά ανέλαβαν τα αγόρια της μπάντας –και το έκαναν τόσο καλά, ώστε πλέον δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι τα γυναικεία φωνητικά αποτελούν την καλύτερη επιλογή. Βέβαια ο ηγέτης του σχήματος Spir Frelini άλλαξε αρκετές τραγουδίστριες στα λίγα χρόνια ύπαρξής τους, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του. Όπως και να 'χει, οι συνθέσεις του δείχνουν μεγάλη γνώση των 1960s, αλλά ας περιμένουμε τον πρώτο δίσκο τους για τα περαιτέρω.
Μετά το σετ των My Drunken Haze ξεκίνησε ένα απ’ τα πιο θλιβερά μουσικά θεάματα τα οποία έχουμε παρακολουθήσει τον τελευταίο καιρό. Δεν είμαι απ’ αυτούς που λατρεύουν τη μπάντα, αλλά μπορεί και να μην είχα φίλους σήμερα αν δεν είχα ακούσει προσεκτικά το προπέρσινο Never Forever, έναν από τους κλασικούς δίσκους που όλοι βαθμολογούμε 7 στα 10, κρατάμε 3 κομμάτια για τυχόν DJ σετ και περνάμε στον επόμενο. Μια χαρά δηλαδή, άσε που τέτοια συγκροτήματα δίνουν συνήθως εξαιρετικές συναυλίες, λόγω ορμής. Οι Singapore Sling δεν ανήκουν όμως σε αυτήν την κατηγορία.
Προφανώς και δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι θα βλέπαμε/ακούγαμε αν ο μπασίστας είχε έρθει στην Αθήνα, πάντως το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό. Γιατί όχι μόνο δεν είχαμε μπασίστα, δεν είχαμε ούτε ντράμερ, αφού το τρίτο μέλος της μπάντας έπαιζε μαράκες (ναι, μαράκες) σχεδόν όλο το βράδυ. Αν σε αυτά προσθέσεις και το γεγονός ότι ο Henrik Björnsson είναι τόσο αδιάφορος στη σκηνή όσο και οι μονολεκτικές απαντήσεις σε κάποιες συνεντεύξεις του, δεν μένει και τίποτα να ευχαριστηθείς. Τα τραγούδια τους, ακόμα και τα καλύτερα απ’ αυτά, αποδείχθηκαν τελείως νεκρά στη ζωντανή τους εκδοχή και κάπως έτσι ακόμα και τα “Tunnel Vision” και “Never Forever” δεν τράβηξαν έστω και στο ελάχιστο την προσοχή μας. Το “Nothing Inside” είναι η αλήθεια ότι κάπως διασώθηκε, απλά γιατί μας ανάγκασε να σταματήσουμε να κοιτάμε το iPod που είχε αντικαταστήσει εκτάκτως μπάσο-ντραμς.
Κι αφού περάσαμε την περισσότερη ώρα κοιτάζοντας τις λευκές, ταλαιπωρημένες μπότες του Björnsson και λέγοντας διάφορες εξυπνάδες (π.χ. «οι θορυβοποιοί με τις μαράκες»), ο υπεύθυνος του αδιάφορου κρουστού –γνωστός πια ως «μαράκας»– είχε τη φαεινή ιδέα να κάτσει στα ντραμς και να ακούσουμε λίγη μουσική, έστω και για 3 κομμάτια. Ήταν τόσο άψυχα όσα συνέβαιναν μέχρι εκείνη την ώρα, που έστω και ο υποτυπώδης ρυθμός μάς φάνηκε ότι μεταμόρφωσε το “Life Is Killing My Rock 'n' Roll” σε ένα απ’ τα κορυφαία τραγούδια των τελευταίων 10 ετών. Δεν είναι αλήθεια, αλλά τόσο μεγάλη ήταν η διαφορά, ειδικά όταν πήρε το μπάσο ο Χάρης των My Drunken Haze και κάπως έκανε αυτή την «κηδεία» να μοιάζει με συναυλία.
Αφού δεν κατάφεραν να παίξουν έστω κι ένα encore της προκοπής, οι Singapore Sling αποχώρησαν κι εμείς σχεδόν το ευχαριστηθήκαμε. Δεν ξέρω αν το συγκρότημα κρέμεται τόσο πολύ απ’ τον μπασίστα του, αλλά πολύ αμφιβάλλω ότι θα βλέπαμε κάτι πολύ καλύτερο αν είχε καταφέρει να έρθει στην Αθήνα. Η απορία της χρονιάς: γιατί αυτός ο άνθρωπος έπαιζε μαράκες τόση ώρα και δεν βρισκόταν απ’ την αρχή πίσω από τα ντραμς;
{youtube}rpm9Fn2Sqak{/youtube}