Ξεκινώντας κατά κάποιον τρόπο ανάποδα, την Παρασκευή παρακολουθήσαμε μία από τις πραγματικά ωραίες συναυλίες των τελευταίων μηνών, είτε μιλάμε για το opening act του ανανεωμένου Θανάση Χριστοδούλου, είτε για τους εξαιρετικούς –όπως αποδείχθηκε επί σκηνής– Esben And The Witch. Ειδικότερα οι Βρετανοί στάθηκαν πολύ ανώτεροι των προσδοκιών μας, οι οποίες προφανώς και παίζουν μεγάλο ρόλο στη ψυχαγωγική αξία της ζωντανής παρακολούθησης των περισσότερων ονομάτων που εμφανίστηκαν στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο (Parquet Courts, Iceage, Tropic Of Cancer/DVA Damas κτλ.), για τον απλούστατο λόγο ότι ανήκουν πάνω-κάτω στο ίδιο «ράφι» μουσικού μεγέθους.

Επιστρέφοντας όμως στην αρχή της βραδιάς, ο Lumiere Brother άλλαξε ριζικά τη σύνθεση της μπάντας που είχαμε δει στη παρουσίαση του φετινού του δίσκου, μειώνοντας/αλλάζοντας τα μέλη και κατ’ επέκταση και τις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών του. Η συγκεκριμένη απόφαση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους: ακόμα κι αν οι ρίζες του τραγουδιών βγαίνουν απ’ το πιάνο, μπορεί να υποστηρίξει με επιτυχία το υλικό βασισμένος σε ένα ροκ πλαίσιο, αφήνοντας στην άκρη (πέρα από το πιάνο) και τα έγχορδα που χρησιμοποίησε σε εκείνη τη συναυλία του Απριλίου. Είχαμε –περίπου– πει και τότε ότι η επιβλητική παρουσία του Ματσούκα στα ντραμς είναι από μόνη της λόγος να «ρισκάρει» περισσότερο η μπάντα, κάτι που επαληθεύτηκε το βράδυ της Παρασκευής. Η εμφάνιση είχε τη σωστή διάρκεια ενός support (γύρω στα 25 λεπτά) και αποδείχτηκε τελικά ορθή επιλογή για προθέρμανση πριν τους Esben And The Witch. Δεν γνωρίζω αν η συγκεκριμένη σύνθεση αποτελεί πια μόνιμη κατάσταση, αλλά ίσως να είναι και η πιο κατάλληλη.

Esbw_2_Lumiere_Brother

Το τρίο απ’ το Μπράιτον ακολούθησε λίγο μετά, επιβεβαιώνοντας το γνωστό ρητό «τους δίσκους τους κρίνουμε στο σαλόνι, τις μπάντες στο σανίδι». Η μικρή δισκογραφία τους δεν αποτελεί και καμιά μεγάλη παρακαταθήκη• η βασική γοητεία πηγάζει κατά κύριο λόγο απ’ τη φωνή της Rachel Davies (άλλη μια απ’ τις «κόρες» της Siouxsie) και μετά ακολουθούν τα τραγούδια, τα οποία ναι μεν υπάρχουν διάσπαρτα στις δύο κυκλοφορίες της μπάντας, αλλά δεν είναι και τόσα πολλά. Η σκηνή πάντως έδειξε διαφορετικά πράγματα: ένα συγκρότημα που ξέρει πάρα πολύ καλά τι κάνει και δύο μουσικούς που χτίζουν τα σωστά πλαίσια για να κολλήσεις ακόμα περισσότερο με τις ερμηνευτικές δυνατότητες της Davies. Ειδική μνεία, λοιπόν, στον Daniel Copeman, ο οποίος (εκτός των ντραμς) αναλαμβάνει και τις λούπες και τα λοιπά ηλεκτρονικά μέρη και ήταν υπεύθυνος για τις καλύτερες στιγμές της συναυλίας τους.

Esbw_3

Η μεγάλη αυτοπεποίθηση των Esben And The Witch φάνηκε κατά κύριο λόγο με την επιλογή τους να παίξουν το καλύτερο –με διαφορά– τραγούδι τους “Marching Song” πολύ νωρίς (τρίτο αν θυμάμαι καλά), χωρίς κάτι τέτοιο να μειώσει το ενδιαφέρον μας κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου λάιβ. Κάπως έτσι, κομμάτια όπως τα “Slow Wave”, “When That Head Splits” και κυρίως το “Death Waltz” αποτέλεσαν συναυλιακά highlights των τελευταίων μηνών. Το φλερτ τους με τo post-rock (ειδικότερα στο τέλος της βραδιάς) ακούγεται πιο ωραίο ζωντανά απ’ ότι στο στούντιο, σε σημείο που δεν θα ενοχλούσε κανέναν να «φλυαρούσαν» λίγο παραπάνω.

Συνολικά, ήταν μια άψογα εκτελεσμένη συναυλία από ένα συγκρότημα που μέχρι την Παρασκευή απλά συμπαθούσαμε, μα τώρα έχει ανέβει πολλά σκαλοπάτια στα μάτια μας.

Esbw_4

 

{youtube}a2an5lxC5II{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured