Ένας υπέροχος χώρος –το αίθριο του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα– ένα δροσερό μαγιάτικο βράδυ και μια συναυλία με έναν από τους μεγάλους μαέστρους της τουρκικής μουσικής, τον Erkan Ogur. Όλα έβρισκαν τον τρόπο να δέσουν, σε ένα λάιβ με απολύτως καταπραϋντικές επιδράσεις.

Η αξία βεβαίως του Τούρκου δεξιοτέχνη δεν χρειαζόταν πολλά για να καταδειχτεί. Ήδη από τις πρώτες νότες, η μουσική όχι μόνο επιβαλλόταν σε εσένα τον ίδιο, αλλά καταλάμβανε και οικειοποιούνταν και τον χώρο γύρω της. Για μια στιγμή, η Πλάκα δεν εμπεριείχε αυτή την εκποίηση του παρελθόντος με τις τόσες ταβέρνες και τους αρχαιοελληνικούς κούρους και κίονες σε κάθε πιθανή μορφή σουβενίρ, αλλά ήταν εκείνη η παλιά πόλη που φέρει μέσα της το παρελθόν της, τους ανθρώπους και τις ζωές τους. Μέσα στη μουσική –σαν ήχος βγαλμένος από παρτιτούρα– και το θρόισμα των φύλλων από το απαλό αεράκι, μέσα και οι λιγοστοί ήχοι της κίνησης που κατάφερναν να περάσουν τον πέτρινο φράχτη του μουσείου. Δεν μιλάμε άλλωστε για κανάν αποστειρωμένο κλίβανο, μα για ζωή δραστήρια και επείγουσα.

Ogur_2

Τέτοιος ήταν ο τρόπος του Erkan Ogur. Η βαθιά τομή την οποία έκανε στο παρελθόν αποσκοπούσε στο να το σμίξει με το εδώ και το τώρα, να σμίξουν δηλαδή η παράδοση της Ανατολίας με τον επιτόπιο αυτοσχεδιασμό. Με χαμηλότονες δυναμικές και με τις μεταβάσεις από το ένα σημείο στο άλλο να είναι διαρκείς μα πάντοτε καίριες και εκφρασμένες με απόλυτη φυσικότητα, καταλάβαινες απλώς το αυτονόητο: ότι τα δύο, ήταν σημεία της ίδιας γραμμής· το ένα υπήρχε για να δώσει νόημα στο άλλο και τανάπαλιν. Έτσι, τα κεντρικά θέματα των συνθέσεων παραδίδονταν στον αυτοσχεδιασμό, όχι με σκοπό να επιδειχθεί η (αναμφισβήτητη) δεξιοτεχνία των τριών επί σκηνής μουσικών, μα ακριβώς για να σκιαγραφηθεί αυτή η προέκταση.

Η οποία δεξιοτεχνία έφερνε βεβαίως το όλο θέμα σε αρκετές κορυφές. Την περισσότερη ώρα έβλεπες τον Ogur αγκαλιά με την άταστη κλασική του κιθάρα –φυσική θαρρείς προέκταση των άκρων του. Και άκουγες έναν ήχο που έκλεινε μέσα του και τη Δύση και την Ανατολή, στο ίδιο πακέτο· και μια μουσική βασική αρετή της οποίας ήταν η αφοπλιστική εκφραστικότητα. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλές ως καλύτερες στιγμές της συναυλίας, μα αυτή που μου έχει μείνει περισσότερο είναι αμανές από τα μέρη του Ogur –την ανατολική πλευρά της Τουρκίας. Η μόνη (αν δεν κάνω λάθος) φορά που ακούσαμε φωνητικά (του ίδιου του Ogur) και από τις λίγες στιγμές της βραδιάς που τη θέση της κιθάρας κατέλαβε το σάζι.

Ogur_3

Πλάι στον Erkan Ogur, άξιοι συνοδοιπόροι ο Deryan Turkan στην πολίτικη λύρα και ο Παύλος Σπυρόπουλος (από τους Magnanimus Trio) στο κοντραμπάσο. Αμφότεροι εξαιρετικοί, όχι μονάχα στον υποστηρικτικό τους ρόλο, μα παίρνοντας συχνά πρωτοβουλίες και φέρνοντας ο καθένας το δικό του κομμάτι για να συμπληρωθεί το συνολικό παζλ. Ο μεν Turkan με την έντονη φόρτιση (πολιτισμική ή και «απλώς» αισθητική) που φέρει το συγκεκριμένο όργανο, ο δε Σπυρόπουλος παρέχοντας –επί μονίμου βάσεως– ένα ευσταθές ρυθμικό κέντρο και τονίζοντας τις όποιες αναφορές σε τζαζ δρόμους και τρόπους. Εξαιρετική και η μεταξύ τους συνεργασία, ιδίως όταν και οι δυο τους παίζανε με δοξάρι.

Ogur_4_Martha_Mayroeidi

Προτού συμβούν τα παραπάνω, τη βραδιά προλόγισε η Μάρθα Μαυροειδή. Η ίδια τραγουδούσε, έπαιζε ηλεκτρική λάφτα (ή αλλιώς πολίτικο λαούτο) και σάζι, έχοντας στο πλάι της τον Γιώργο Βεντούρη στο κοντραμπάσο και τον Βαγγέλη Καρίπη στα κρουστά. Με πρόσφατο τόσο τον νέο της δίσκο, όσο και το εξώφυλλο στο σημαντικό βρετανικό περιοδικό fRoots (τεύχος Μαρτίου), μας παρουσίασε τη δική της εκδοχή στη μεταποιημένη παράδοση. Σημείο αναφοράς η εξαιρετική της χροιά (την ίδια στιγμή μπορεί να σου φέρει στον νου τη Βαλκανική, αλλά και το αέρινο της νησιωτικής παράδοσης), μα και οι όμορφες συνθέσεις της (λ.χ. η “Βροχή”) ή οι πετυχημένες εκτελέσεις, αρχικά σε ένα βουλγάρικο παραδοσιακό –όπου την παράσταση έκλεψε το νταούλι του Καρίπη– κι έπειτα στο “Θαλασσάκι”, τραγούδι του Αντώνη Απέργη βασισμένο σε έναν σκοπό από τη Σκύρο.  

{youtube}LuHEoJeJt8M{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured