Μπαίνοντας στο An γύρω στις 11 το βράδυ της Παρασκευής, η εικόνα ήταν σχεδόν αποκαρδιωτική. Αν και το τυπικό ραντεβού είχε δοθεί για μία ώρα νωρίτερα, οι παρευρισκόμενοι ήταν ελάχιστοι, το εξαρχειώτικο club σχεδόν άδειο και η συναυλία έμοιαζε να οδεύει προς την αποτυχία.
Κρίμα δηλαδή γιατί το σετ της Anna Mystic, το οποίο ήδη βρισκόταν εν εξελίξει, άξιζε της προσοχής. Είχε παλμό, είχε ένταση, έξυπνες τοποθετήσεις, με λίγα λόγια έκανε ό,τι έπρεπε για να εισάγει τον ακροατή στις έννοιες και στις πρακτικές του dub. Μέσω λάπτοπ και κονσόλας, η DJ διαπερνούσε ένα σημαντικό εύρος της reggae παράδοσης (από το roots ως το dancehall) ενώ έμενε σταθερά προσηλωμένη σε γεμάτα ρυθμικά θέματα (εννοείται με ιδιαιτέρως ενισχυμένες μπασογραμμές), ικανά να μεταδώσουν μια κάποια ενέργεια. Και όσο ο κόσμος μαζευόταν –αργά αλλά σταθερά– και ξεπερνιόταν η σχετική αμηχανία της αρχής, το πράγμα γινόταν καλύτερο. Ή, καλύτερα, έβρισκε την εφαρμογή που του ταίριαζε.
Γύρω στις 12:30, η Anna Mystic έδωσε τη σκυτάλη στον Joe Ariwa, γιο του Mad Professor, ο οποίος προλόγισε τον πατέρα του με ένα drum ‘n’ bass δεκάλεπτο. Η σχέση πατέρα-γιου είναι η μόνη που με έναν τρόπο δικαιολογούσε την παρουσία του Joe στη σκηνή (φάση «παίρνω μαζί τον μικρό για να μάθει τη δουλειά»), καθώς η συνεισφορά του –από τη στιγμή που ο Mad Professor ανέλαβε την κονσόλα– περιορίστηκε σε λίγα ουρλιαχτά και σε τετριμμένες προσπάθειες επικοινωνίας με το κοινό. Το «καλλιτεχνικό» του βέβαια δεν είναι τυχαίο, καθώς Ariwa ονομάζεται και το στούντιο το οποίο διατηρεί ο Προφέσορας στο νότιο Λονδίνο, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο οποίο φαντάζομαι έχει περάσει ένα σημαντικό μέρος της ζωής του. Σημαίνει δε «επικοινωνία» στη γλώσσα των Yoruba (εθνοτική ομάδα της δυτικής Αφρικής).
Το dub βέβαια έχει να κάνει με τον «μηχανικό που γίνεται καλλιτέχνης» (όπως εύστοχα το όρισε ο dub ποιητής Mutabaruka στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Bruno Natal, Dub Echoes). Μια dub συναυλία, λοιπόν, φέρνει το στούντιο στη σκηνή και έχει να κάνει με την επεξεργασία της μουσικής: μια «δευτερογενής» δηλαδή διαδικασία η οποία γίνεται «πρωτογενές» γεγονός. Το κομμάτι «μπαίνει» στην κονσόλα σε ξεχωριστά κανάλια (το κανάλι της φωνής, το κανάλι του μπάσου, των ντραμς κ.ο.κ.), πράγμα που επιτρέπει στον παραγωγό να το δομήσει –και να το αποδομήσει– κατά το δοκούν, επεμβαίνοντας με τα εφέ του στο καθένα ξεχωριστά. Πρόκειται για μια σύνθεση ιδιοτήτων, αφού απαιτείται αρχικά η επιλογή των κομματιών που θα μιξάρεις, δεύτερον η τεχνική γνώση της ζωντανής μίξης και, τρίτον, το καλλιτεχνικό αισθητήριο του τι προκρίνεις ως εύηχο.
Αποδεδειγμένα, ο Mad Professor ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω. Μιλάμε άλλωστε για έναν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της δεύτερης γενιάς dub παραγωγών και σημαντικό κρίκο στις εξελίξεις της dub φόρμας στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Και στη ζωντανή του εμφάνιση την Παρασκευή το απέδειξε αυτό, έχοντας σαφές το στίγμα του στις έντονες ρυθμικές δομές και περνώντας μέσα από την κονσόλα του αρκετά γνωστά και θεμελιώδη reggae τραγούδια –λ.χ. το “Jammin” του Bob Marley ή το “I Chase The Devil” του Max Romeo. Τραγούδια τα οποία χρησιμοποιούσε ως παραπομπές (χαρακτηριστικό το “Meditation” των Abyssinians, που έφθασε στο σετ του ως “De-Meditation Dub”, συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή στην αναφορά του και το dub του Augustus Pablo), ως σημείο εκκίνησης για να φθάσει στο χαρακτηριστικό του ύφος της σκληρής ηλεκτρονικής dub.
Έπαιρνε με λίγα λόγια τις εκφραστικές αναφορές από το πρωτογενές υλικό, και τις μετέτρεπε σε υψηλής πυκνότητας ηλεκτρονική φόρμα. Με περάσματα και από διάφορα παραπαίδια του dub –όπως για παράδειγμα η drum ‘n’ bass– καθώς και με μερικές εκπλήξεις, όπως οι τρεις «διαγωνισμοί» που διενέργησε με έπαθλο ισάριθμα 7’’ της Ariwa Sounds (ο πρώτος ας πούμε ήταν μνήμης, με ερώτηση για την κυριολεκτική σημασία της λέξης «ariwa», την οποία είχε αναφέρει στην αρχή του σετ), ο Mad Professor δεν ξέφυγε από τα αναμενόμενα, προσέφερε όμως ένα σετ που σίγουρα ικανοποίησε.
Και κάπως έτσι, περασμένες 2:30, η βραδιά όδευε προς το τέλος, με την Anna Mystic να αναλαμβάνει και πάλι τα decks για την αποφώνηση. Μια βραδιά η οποία τελικά σίγουρα δεν έφτασε εκεί όπου έδειχνε να οδεύει στην αρχή της. Τουναντίον…