Είναι πράγματι ευτυχής η συγκυρία να βλέπεις ζωντανά ένα συγκρότημα στο σωστό timing· τη στιγμή ακριβώς που έχει δημιουργήσει τις συνθήκες για να γονιμοποιήσει τις επιρροές του σε μία (το δυνατόν) αυθύπαρκτη μουσική οντότητα. Και είναι ευχάριστο όχι για τη φετιχιστική ικανοποίηση που ίσως λάβεις στο μέλλον λέγοντας τη φράση «ήμουν κι εγώ εκεί», αλλά διότι αυτό που σου παρουσιάζεται από σκηνής μοιάζει ακόμα εύπλαστο, μια διαδικασία η οποία έχει μεν δώσει ήδη συγκεκριμένη κατεύθυνση, σίγουρα όμως βρίσκεται εν εξελίξει.

Μια τέτοια περίοδο φαίνεται ότι διανύουν οι Portico Quartet. Με το περσινό (ομώνυμο) άλμπουμ τους έκαναν το βήμα εμπρός και από μία απλώς καλή μπάντα, μέσα στις πολλές που προσπαθούν να φέρουν την τζαζ στα μέτρα των ανοικτών οριζόντων τους, δείχνουν πλέον ικανοί να εκφράσουν το μουσικό τώρα με ένα προσωπικό και αρκετά ιδιόμορφο αμάλγαμα ήχων –αποτέλεσμα της τοποθέτησης των πρότερων εμπειριών στη σύγχρονη ηλεκτρονική φόρμα.

Portico_2

Τούτο το τελευταίο, έχει τη σημασία του. Καταρχάς γιατί δείχνει ότι οι Portico Quartet είναι πλέον μόνο εξ αντανακλάσεως ένα τζαζ κουαρτέτο• και κατά δεύτερον γιατί η έμφαση στη συγχρονικότητα δεν είναι απλώς σημειολογική, μα διαπερνά τόσο τους όρους της ίδιας της σύλληψης της μουσικής, όσο και τη λογική η οποία διέπει τη ζωντανή της απεικόνιση. Και μοιάζει να οδηγεί το σχήμα σε εξαιρετικά γόνιμα εδάφη, όσο και στα όποια αδιέξοδα.

Αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί για να θέσει το ζήτημα σχηματικά, είναι πως η μουσική των Portico Quartet δεν αποτελείται από νότες, αλλά από patterns. Πως το βάρος δεν πέφτει τόσο στις αλληλουχίες των νοτών και στην εξέλιξη των (μελωδικών) θεμάτων, αλλά περισσότερο στον επιμελή εμπλουτισμό αυτών των μοτίβων και στην ομαλή διαδοχή τους από τα επόμενα. Εξ ου και σε στιγμές γινόταν εμφανές στη συναυλία στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών κάτι το οποίο δείχνει να συμβαίνει και σε άλλα συγκροτήματα που δρουν σε παρόμοια μουσικά πεδία: άκουγες λ.χ. το βασικό θέμα στο μπάσο να παίζεται από προηχογραφημένη λούπα και τον Milo Fitzpatrick –ο οποίος κρατούσε πάνω στη σκηνή το ηλεκτρικό κοντραμπάσο– να επιδίδεται αντί αυτού σε ατμοσφαιρικές και παραμορφωμένες δοξαριές. Σε στιγμές, δηλαδή, αισθανόσουν να περιβάλλεται με μεγαλύτερη φροντίδα ο τρόπος με τον οποίον πλαισιώνεται μια φράση, παρά η φράση καθ’ αυτή.

Portico_3

Τούτο βεβαίως μπορεί πράγματι να λειτουργήσει, όταν είσαι ικανός να παίξεις με αυτά τα ρυθμικά μοτίβα και να καταλήξεις σε μια ιδιάζουσα ρυθμολογία. Έτσι κι αλλιώς, το κέντρο των επί σκηνής εξελίξεων εστιαζόταν στον Duncan Bellamy, ο οποίος –έχοντας μπροστά του μια κονσόλα, ένα drum machine, ορισμένα pads από ηλεκτρονικά τύμπανα, πιατίνια κι ένα ταμπούρο από ένα «κανονικό» σετ ντραμς– δημιουργούσε (και εν συνεχεία «πείραζε» κατά το δοκούν) ρυθμούς που αποτελούσαν τον βασικό κορμό πάνω στον οποίον στηριζόταν η όλη μουσική πράξη των Portico Quartet.

Γίνεται επίσης να λειτουργήσει όταν μπορείς να πλαισιώσεις αυτήν την ιδιαίτερη ρυθμικότητα με ένα πολυεπίπεδο πέπλο ατμοσφαιρικών παρεκκλίσεων. Έτσι, εκτός των Bellamy και Fitzpatrick, υπήρχε και ο Jack Wyllie ο οποίος περισσότερο μπέρδευε τις φράσεις των σαξοφώνων του (έπαιζε κυρίως με ένα σοπράνο, ενώ χρησιμοποίησε κι ένα τενόρο) με έναν συμπαγή όγκο reverb και λοιπών εφέ. Υπήρχε επίσης ο Keir Vine, ο οποίος είχε υπό την εποπτεία του τα πλήκτρα και βεβαίως το περίεργο αυτό ιδιόφωνο κρουστό hang, που κέντριζε το ενδιαφέρον με τον ανάμεσα σε βιμπράφωνο και άρπα ήχο του. Μπορεί, τέλος, να λειτουργήσει αν διαθέτεις ένα ικανό αισθητήριο στη σύνδεση της αρκετά μεγάλης γκάμας των επιρροών σου, καθώς και μια ιδιαίτερη ευχέρεια στη διαχείριση των πολύπλευρων εκφραστικών ανοιγμάτων που συνεπάγονται από αυτήν.

Portico_4

Οι Portico Quartet επέδειξαν μια σχετική επάρκεια σε όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις και νομίζω πως δικαίως εισέπραξαν το ζεστό χειροκρότημα όσων γέμισαν την κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών. Παρόλο που μετά την εξαιρετική εισαγωγή (αναφέρομαι περισσότερο στο επιβλητικό drone του “Window Seat” και λιγότερο στην εκτέλεση του “Ruins” που ακολούθησε), χρειάστηκε να φθάσουμε περίπου στη μέση για να βρουν επί της ουσίας τον βηματισμό τους (μαζί με εκείνη τη δαιμονιώδη ρυθμολογία του “Lacker Boo”), να δέσουν τις εκτελέσεις με κάποια εξαιρετικά ανοίγματα και γενικώς να αποδείξουν ότι δικαίως έχουν συγκεντρώσει τόσο ενδιαφέρον γύρω από το όνομά τους.

 

{youtube}jQH0GPL33uc{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured