Κυριακή, 24 Μαρτίου, ώρα 22.00. Για άλλη μία φορά το An Club σχεδόν γέμισε. Τείνω να πιστέψω πως η Catch The Soap είναι πολύ κοντά στο να γίνει η επόμενη Arte Fiasco στα συναυλιακά δρώμενα της πόλης, φέρνοντας μπάντες κυρίως από το ευρύτατο indie rock φάσμα. Μπάντες που μοιάζουν να βρίσκονται ένα σκαλί μόνο πριν το ζενίθ της δημιουργικής τους καριέρας, πράγμα το οποίο καθορίζει τις οικονομικές τους απαιτήσεις, συνεπώς και τις τιμές των εισιτηρίων. Ποιος ξέρει πόσα παραπάνω χρήματα θα κοστολογείται μια μελλοντική εμφάνιση των Psychic Ills. Αν και νομίζω ότι οι εποχές που τα τριαντάρια έφευγαν χωρίς δεύτερη σκέψη για μια συναυλία, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Το κόστος της συγκεκριμένης ήταν 17 ευρώ στην πόρτα, ποσό αρκετά τίμιο για μια μπάντα από τη Νέα Υόρκη –αν και ευρισκόμενη σε ευρωπαϊκή περιοδεία– ενώ το ζέσταμα ανέλαβαν οι Θεσσαλονικείς This Is Nowhere. Ένα σχήμα που θύμιζε αρκετά τους προηγούμενους καλεσμένους της CTS, Samsara Blues Experiment: αργόσυρτα stoner/space τραγούδια με μια μπλουζ/μινόρε αίσθηση και έμφαση στα σκληρά ριφάκια και στα χαοτικά, ψυχεδελικά σόλο που «άνοιγαν» το εκάστοτε κομμάτι. Οι συνθέσεις τους ενδιαφέρουσες, αν και φάνηκε πως ακολουθούσαν την ίδια περίπου δομή στο χτίσιμό τους. Δεν είμαι σίγουρος αν κέρδισαν τον κόσμο, εμένα πάντως μου άφησαν καλές εντυπώσεις και θα περιμένω νέα τους.
Η προσωπική μου άποψη, ωστόσο, είναι πως το συγκρότημα που ανοίγει μια συναυλία πρέπει να κινείται στα χνάρια της επικεφαλής μπάντας. Όχι απαραίτητα μουσικά, αλλά όσον αφορά στην αίσθηση του ήχου, στο άκουσμα δηλαδή το οποίο λαμβάνει το κοινό. Όλα είναι σημαντικά όταν μιλάμε για τη δημιουργία συναυλιακού κλίματος: από τα bpm μέχρι την ένταση και τη σκληράδα του ήχου. Και οι υποσυνείδητες –τουλάχιστον– συγκρίσεις μεταξύ δύο συγκροτημάτων που παίζουν το ένα μετά το άλλο μοιάζουν αναπόφευκτες. Ένα σωστό ζέσταμα ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες τραυματισμών κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Θεωρώ έτσι πως η επιλογή των This Is Nowhere δεν ήταν η καλύτερη δυνατή (κάτι που σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με τη μπάντα αυτή καθ' αυτή, όπως εξήγηση). Με ήχο σκληρό και βαρύ, οι Θεσσαλονικείς έκαναν τους Psychic Ills να φαίνονται ακόμα πιο ανάλαφροι και άδειοι –αν και εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό είναι ένα έσχατο χαρακτηριστικό και επιδίωξή τους, ακούγοντας τα δύο τελευταία τους άλμπουμ.
Κατά τις 11 και κάτι λοιπόν, οι Psychic Ills ανέβηκαν στη σκηνή του An Club. Ακούγοντάς τους θυμήθηκα πόσο απλή και άμεση μπορεί να είναι η μουσική μέσα από τα τραγούδια, π.χ. το πανκ στις πρώτες του εκφάνσεις ή η ποπ έκφραση μέσα από μια ακολουθία των τεσσάρων –και βγάλε– ακόρντων. Το να λες «κι εγώ μπορώ να το κάνω αυτό», χωρίς την παραμικρή υπόνοια μείωσης αυτού που ακούς, της εξωτερίκευσης σκέψεων και συναισθημάτων του άλλου. Το να κοιτάς το κοινό κατάματα και να το χτυπάς ευθύβολα με το παίξιμό σου. Το να τραγουδάς με μια χροιά σα να βαριέσαι, αλλά να μη βαριέσαι ποτέ να τραγουδάς και να παίζεις σολάκια με ένα γλυκό fuzz στην κιθάρα, σα να βρίσκεσαι στο σαλόνι του σπιτιού σου –φαλτσάροντας μια στο τόσο, όταν χρειάζεσαι μια μικρή αλλαγή ή απλά επειδή συμβαίνει.
Οι Psychic Ills είναι λοιπόν ποπ. Ένα μαχμουρλίδικο, σκληρό ποπ γκρουπ το οποίο ντρέπεται, χαμογελάει αμήχανα στις επευφημίες του κόσμου, δεν λέει πολλά και παίζει.
{youtube}jpRasDRsXs4{/youtube}