Σε μερικές συναυλίες πας για να πεις ευχαριστώ σε κάποιους ανθρώπους που, με τον τρόπο τους ο καθένας, σου έδωσαν τη βενζίνη της νεότητας. Ο Rob "Edgar" Broughton είναι σαφώς ένας από αυτούς. Πάντα επίσης τρώει κάποιους από μας η περιέργεια να δούμε πώς είναι στις μέρες μας κάποιοι τέτοιοι (αφανείς σχεδόν) ήρωες του freak-out. Κρατάς λοιπόν κάποιες ελπίδες, ελπίζεις να μη απογοητευτείς και ξεκινάς.
Και η αλήθεια είναι ότι αυτό που περίμενα, αυτό είδα την Παρασκευή. Το Drugstore ήταν γεμάτο κόσμο, κυρίως άνω των 45 χρονών και από αμφότερα τα φύλα. Παρεκτός τώρα και επρόκειτο για επιθυμία του ίδιου του Broughton, φρονώ ότι ένας μικρός προβολέας άρμοζε να φωτίζει το σημείο όπου στεκόταν αντίπαλος με το μικρόφωνο, καθισμένος σε ένα από τα σκαμπό της μπάρας και με αποκλειστική συντροφιά την ακουστική του κιθάρα. Δεν το ξέρατε; Δεν υπήρχε περίπτωση να ακούσουμε τα σχιζοειδή και στρατευμένα παραληρήματα των Edgar Broughton Band από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Υπάρχει βέβαια το γρέζι αυτής της φωνής, ένεκα όμως της μεταλλαγής και μετάθεσης του βάρους των τραγουδιών ναι μεν παραμένει σαφής η ανθρωποκεντρική προσέγγιση του δημιουργού τους, αλλά μέχρι εκεί.
Ακούσαμε έτσι μπαλάντες με folk επίστρωση συνοδευόμενες από μακρόσυρτες εισαγωγές λόγου, οι οποίες κρίνονται τελικά ως αναγκαίες διότι ο Broughton αρέσκεται να μιλάει περί των βιοθεωριών του αλλά και των εμπειριών του. Παρέλασαν λοιπόν αρκετές ιστορίες αλλά και ιδεολογήματα από το μικρόφωνο, μπόρεσαν όμως να μας κρατήσουν μόνο στο πρώτο μέρος της συναυλίας. Αντιθέτως, στο δεύτερο κομμάτι, περισσότερο ως βαρίδια στάθηκαν στην επικοινωνία του Βρετανού με το κοινό, παρά ως γέφυρες. Πάντως ο θείος Έντγκαρ έδωσε την εντύπωση ζεστού ανθρώπου, με τις ιδέες τις χίπικες γερά ριζωμένες στο κρανίο του (γυμνό πια από μαλλιά στην κορυφή, μα με βαρύνουσα λευκή κόμη προς τα πίσω) και με πλήρη ενημέρωση για τις σύγχρονες –πολιτικές και κοινωνικές– εξελίξεις: πάμπολλες στάθηκαν οι αναφορές του σε σημερινά δημοσιεύματα ή ρεπορτάζ.
Υ.Γ.: Η πόρτα έτριζε και πολλοί θαμώνες νόμιζαν ότι εκνεύριζε τον καλλιτέχνη, αν κρίνω από τον βουβό τρόμο ο οποίος απεικονιζόταν στα πρόσωπά τους κάθε φορά που άνοιγε. Ωστόσο δεν ήταν έτσι: περισσότερο τη δική τους λαθεμένη οπτική τους περί «ιεροτελεστίας» παρεμπόδιζε τελικά, γιατί βετεράνοι σαν τον Broughton μπορούν να παίξουν ακόμα και σε σκουληκότρυπα. Χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι δεν πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την πόρτα από τη μεριά της παραγωγής.
Υ.Γ.2: Δυστυχώς δεν πήγα στη σαββατιάτικη εμφάνιση του Broughton, κατά την οποία ανάμεσα στα δύο μέρη της συναυλίας (μα και έπειτα) θα έπαιζε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες των εγχώριων πλατώ των δεκαετιών του 1980 και 1990, ο Γρηγορης Βάιος –από τους πλέον ενδελεχείς γνώστες του garage και της ψυχεδέλειας. Αντιθέτως, είχα την ατυχία να συρθούν στα αυτιά μου ήχοι ανοίκειοι με το συναυλιακό συμβάν. Αν αυτό που ερχόταν στον DJ της Παρασκευής, Χάρη Πολονύφη, στο ενδιάμεσο του σετ του Edgar Broughton, είναι ο Tom Waits και κάτι ημι-Motown πρελούδια, το λιγότερο ως ατυχείς επιλογές θα πρέπει να κριθούν... Έστω ένα Pretty Things, έστω ένα Kinks βρε αδελφέ. Δεν είπαμε να βάλεις και τη δισκογραφία του Screaming Lord Sutch, αλλά όχι και τέτοια απόσταση από τα τεκταινόμενα…
{youtube}fho17YxZfE0{/youtube}