Με πέντε ενισχυτές + την κιθάρα του ο Stephen O' Malley, με τη φωνή του + μια πεταλιέρα ο Attila Csihar, πέτυχαν να ταρακουνήσουν αρκούντως το An Club την Παρασκευή, πριν κλείσουν συμπράττοντας για ένα κοινό σετ. Την επόμενη μέρα, σε άλλο εξαρχειώτικο στέκι –στο Drugstore– παρουσίασαν κάτι διαφορετικό, περισσότερο μια ευτυχή μάζωξη με αφορμή τη μουσική, παρά μια τυπική συναυλία. Βαγγέλης Πούλιος και Διονύσης Κοτταρίδης έδωσαν το παρών στα δύο live και μας τα λένε αναλυτικά...
An Club, 18/1
του Βαγγέλη Πούλιου
Έχουν υπάρξει αρκετές περιστάσεις στις οποίες έχουν συμπράξει ο Stephen O’ Malley και ο Attila Csihar –μεταξύ των Sunn O))) και του τρίο των Gravetemple σημειώστε και τον δίσκο 6º Fskyquake, τον οποίον έγραψαν ως duo το 2008. Ετούτη όμως είχε μια ιδιαιτερότητα, με την έννοια ότι το κέντρο βάρους δεν εστιαζόταν τόσο στη μεταξύ τους χημεία, αλλά στα δύο ξεχωριστά μουσικά τους στίγματα. Μπορεί να έκλεισαν τη βραδιά με ένα κοινό σετ, όμως στο επίκεντρο βρίσκονταν οι δύο σόλο εμφανίσεις που προηγήθηκαν.
Έπειτα από αρκετή αναμονή, πρώτος βγήκε ο O’ Malley εκεί γύρω στις 10:30. Ευχαρίστησε το λιγοστό κοινό για την παρουσία του, εξήγησε τα διαδικαστικά της βραδιάς και, αφού άνοιξε τους πέντε ενισχυτές του, τακτοποιήθηκε στην άκρη της σκηνής. Ό,τι ακολούθησε για τα επόμενα 40 λεπτά, ήταν περίπου αναμενόμενο –συμβατό δηλαδή με την κιθαριστική λογική των Sunn O))): ασήκωτα drones, αργοσάλευτα ακόρντα κι ένας ήχος ο οποίος πηγάζει από τις πιο σκοτεινές πλευρές του μέταλ, αλλά εκφέρεται με τέτοιον τρόπο, ώστε εν τέλει υπερβαίνει τα στεγανά που θέτουν παρόμοιες κατηγοριοποιήσεις. Τα βαρύτονα ακόρντα βρίσκονταν πάντοτε στο πρώτο πλάνο και οι δονήσεις τους σε έκαναν να αισθάνεσαι πως ο ήχος έπαιρνε μία σχεδόν υλική υπόσταση· πως γέμιζε τον χώρο όχι ως αόρατο κύμα, αλλά ως φυσική παρουσία. Οι μπόλικες παραμορφώσεις, κάποιες λούπες, αλλά και το γεγονός ότι το σήμα της μίας και μόνης κιθάρας έσπαγε σε πέντε ενισχυτές (επιτρέποντας έτσι τη διαφορετική ρύθμιση κάθε μονάδας ήχου), έδιναν στον O’ Malley περιθώριο να διαφοροποιεί τις χροιές του και να χτίζει με αυτές ένα αδιαπέραστο ηχητικό τείχος. Και σε αυτό ο κιθαρίστας από το Σιάτλ είναι –όπως σε γενικές γραμμές απεδείχθη– μάστορας απ’ τους λίγους.
Κι αν ο O’ Malley με την κιθάρα του γέμιζε χωρίς δυσκολία τον ηχητικό χώρο, υπήρχε μια απορία πώς θα κάνει το ίδιο ο Attila Csihar με μοναδικό όπλο τη φωνή του και μια πεταλιέρα η οποία τον περίμενε στο μπροστά μέρος της σκηνής. Με το που εμφανίστηκε όμως ο Ούγγρος τραγουδιστής των Mayhem, οι απορίες διαλύθηκαν ως μη έχουσες πλέον νόημα. Διότι, πριν φθάσουμε στο πώς τελικά το λαρύγγι του ανταποκρίθηκε στην πρόκληση, πρέπει να σημειωθεί ότι μιλάμε για έναν πληθωρικό performer. Κρυμμένος κάτω από την κουκούλα της μαύρης του μπέρτας, με τους καπνούς πολλές φορές να κρύβουν την επιβλητική του φιγούρα (και να τονίζουν το απόκοσμο του όλου θέματος έτσι όπως φαίνονταν να βγαίνουν από μέσα του) και με τις λίγες και αργές του κινήσεις οι οποίες προσέθεταν ένταση, ο Attila έχτιζε ένα λίαν ατμοσφαιρικό υπόβαθρο για τους επιβλητικούς βοκαλισμούς του. Όσον αφορά στους τελευταίους, τα σαρδόνια γέλια ή οι αινιγματικοί ψίθυροι συνδυάζονταν με τις κυρίαρχες παραπομπές σε μία εντελώς ιδιόμορφη θρησκευτικότητα· πότε άκουγες χριστιανικούς ψαλμούς, πότε τις σατανικές επιρροές του black metal εαυτού του, πότε τα ισοκρατήματα του βουδιστικού throat singing, όλα πτυχές μίας αλλόκοτης μεταφυσικής. Βασιζόμενος κυρίως στις λούπες που έφτιαχνε με όλα τούτα (και σε ελάχιστα προηχογραφημένα που χρησιμοποίησε κυρίως προς το τέλος), ο Attila δημιουργούσε ένα γεμάτο ηχητικό περιβάλλον και μια παράσταση η οποία μαγνήτιζε το ενδιαφέρον σου, αποτελώντας έτσι –προς προσωπική μου έκπληξη– το highlight της βραδιάς.
Ώσπου ήρθε η ώρα τα δύο στίγματα για τα οποία μιλούσα στην εισαγωγή να συναντηθούν. Δίχως να σταματήσει το σετ του Attila Csihar, σε κάποια φάση ο O’ Malley ανέβηκε κι εκείνος στη σκηνή και ζώστηκε με την κιθάρα του για το ντουέτο της βραδιάς. Όμως, κατά έναν περίεργο τρόπο, το τοπίο έμοιαζε κάπως να θόλωνε· σαν οι δύο να τραβούσαν σε δρόμους παράλληλους και όχι τεμνόμενους. Προς το τέλος του κοινού τους σετ βρήκαν βέβαια τον βηματισμό τους, αλλά –ήταν νομίζω φανερό– τα καλύτερα είχαν ήδη παρέλθει και για τους δύο…
Drugstore, 19/1
του Διονύση Κοτταρίδη
Αυτό δεν ήταν συναυλία –εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε. Και προς τι να ήταν δηλαδή, όταν είχε προηγηθεί κανονική και με τον νόμο την ακριβώς προηγούμενη; Μια ευτυχής μάζωξη ήταν με αφορμή τη μουσική και για ένα μέρος μόνο της βραδιάς με ζητούμενο τη μουσική. Κι αν θέλετε τη γνώμη μου, έτσι είναι καλύτερα.
Αν και για να πάρεις χαμπάρι πως στο διπλανό σκαμπό κάθεται ο Αττίλας ο Ούγγρος, έπρεπε να προβείς σε οπτική αναγωγή του φιλήσυχου θαμώνα μ' ένα δίκιλο λευκό «βιβεχρώμ» στη μόστρα και στη θέση του ανά χείρας ποτηριού να βάλεις ανθρώπινο κρανίο –ή έστω μια πτωχή τραγοκεφαλή. Όλα τούτα υπό τους ήχους του λάπτοπ του Stephen O' Malley, ο οποίος από την άκρη της μπάρας άλειφε το Drugstore δρόνους εν μέσω ζύθου και χαλαρής κουβεντούλας.
Κι εδώ θα ήταν δυνατόν να βγουν κάποια πρόχειρα συμπεράσματα για το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια αυστηρά ιδιωτική μουσική σε δημόσιο χώρο, αν πίσω απ' το λάπτοπ καθόταν κάποιος άλλος κι αν δεν έσπευδαν οι περισσότεροι να χειροκροτήσουν από ευγένεια ένα κατά τ' άλλα μέτριο σετ. Η δε θέα ευτυχούς ζεύγους να ασκεί το ευγενές σπορ του μπαλαμουτιάσματος με μια τελετουργική ντρόουν ρυθμικότητα μάλλον περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα... Πάντως, όποιος σκέφτεται ν' ανοίξει το πρώτο ντρόουν μπαρ της Αθήνας (χιπστεριά, αλλά τουλάχιστον χιπστεριά «ολ δε γουέι»), ας το σκεφτεί καλύτερα. Όσο κι αν τον γράφοντα καθόλου δεν θα τον χαλούσε, ενίοτε, τέτοιου τύπου ηχητική επένδυση στα ποτά και στις κουβέντες του.
Αν κάτι πλησίασε ελαφρά σε τυπική συναυλιακή συνθήκη αυτό ήταν η περφόρμανς του Attila Csihar, ο οποίος παρουσίασε ξανά αυτό το ημιζώντανο σώμα από προηχογραφημένα και φωνητικές λούπες ανοικοδόμησης –μοναστηριακές, ερπετικές, τευτονικές. Αυτή τη φορά δίχως το παραμικρό οπτικό βοήθημα, γεγονός που στοίχισε κάμποσο στην όλη εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα κατέδειξε πως η μουσική του μπορεί άνετα να σταθεί κι από μόνη της και ότι ο ίδιος δύναται να εισέλθει σε τρανς δίχως να κρύβεται πίσω από πάσης φύσεως χημικά και κουκούλες.