Έχει χαρακτηριστεί ως «The Godfather of neo soul», τα τραγούδια του έχουν σαμπλαριστεί όσο κι εκείνα των James Brown και George Clinton και παραμένει –στα 72 του χρόνια– ένας αεικίνητος καλλιτέχνης. Ακομπλεξάριστος, επικοινωνιακός, χαμογελαστός και ολότελα δοτικός, ο Roy Ayers μοιράστηκε το βράδυ της Παρασκευής την πολύχρονη jazz/funk/R’n’B εμπειρία του σε ένα κατάμεστο Gazarte, μαζί με μπόλικες αυτοσχεδιαστικές και ζεστές στιγμές εκ μέρους της πενταμελούς παρέας του.
Οι ετερόκλητες μουσικές δάφνες ουδέποτε αποτέλεσαν ελκυστικό ή δυνατό θέλγητρο για τον ίδιο και τις δημιουργικές επιλογές του. Στο ανήσυχο διάστημα των τεσσάρων δεκαετιών κατά τις οποίες δρα, ο Ayers δείχνει εμφατικά ότι αυτό που στην ουσία τον αφορά είναι η μουσική που μπορεί να σημαίνει κάτι στον άλλον. Αντισυμβατικός ήδη από τη νεότητά του, κατάφερε να αξιοποιήσει κάθε ρόλο του ως βιμπραφονίστας, συνθέτης, τραγουδιστής και bandleader, εμπνέοντας τις νεότερες γενιές μουσικών που πατούν στα ευφάνταστα χνάρια του.
Για την πρώτη του εμφάνιση στα αθηναϊκά εδάφη, ο γερόλυκος πρόσταξε το groove να είναι ο πιστός του ήρωας και ήρθε με μια άκρως φιλική μπάντα, η οποία δεν σταμάτησε να ακολουθεί ή και να δίνει τη δική της πινελιά στα αυθόρμητα (και μη) τερτίπια του πρωταγωνιστή της βραδιάς. Σε όλη του τη ζωή ο Ayers συνεχίζει να ψάχνει και να ψάχνεται, κι έτσι το εναρκτήριο "Searchin’" μάς έδωσε ένα γερό χαρτί για το τι θα ακολουθούσε, με δημοφιλείς συνθέσεις όπως το "Don’t Stop The Feeling" ή το "Baby You Got It". Όσο για τον ακρογωνιαίο λίθο –και φίλο του– Fela Kuti, ο σεβασμός είναι μια μικρή λέξη, όπως σχολίασε και ο ίδιος, αφιερώνοντάς του το afro-funky “Black Family”.
Η ατμόσφαιρα έχει πάρει τα πάνω της, η μπάντα γελάει συνεχώς –μεταξύ της και με το κοινό– και το κλασικό "We Live In Brooklyn, Baby" ανασηκώνει ακόμα και τις «βαριές» παρέες του καναπέ της πρώτης γραμμής σε χορευτικά σκέρτσα και χαριεντισμούς, στο άκουσμα της παραλλαγής του κομματιού με την ελληνική πραγματικότητα. Τι άλλο θα περίμενε κανείς για τη συνέχεια από το δημοφιλές και πολυαναμενόμενο "Everybody Loves The Sunshine", που ξύπνησε τα acid jazz πνεύματα και τις υπνωτικές χορογραφίες μεγάλου μέρους του κόσμου (μάλλον ήμουν από τις λίγες που δεν «κατακτήθηκε» στα χρόνια από αυτό το άσμα). Και με το αλκοόλ να ρέει δεόντως φτάνουμε –όπως πρέπει κατά την ταπεινή γνώμη μου– στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με ένα περίτεχνο medley των "Can’t You See Me", "Doobiboo Run Run Run" και "Evolution", το οποίο ανέδειξε τις δεξιοτεχνικές ισορροπίες του Ayers ανάμεσα στο ενίοτε easy αλλά όχι «εύκολο» groove και στον προσωπικό του εκλεκτισμό. Είναι εκείνη η περίοδος που για μένα έχει δισκογραφικά «συμφιλιωθεί» με τις εσωτερικές του δυναμικές εγρηγόρσεις, ώστε να μπορεί να προχωρήσει και σε άλλα ηχητικά μονοπάτια, όπως και έπραξε με μεγάλη απήχηση...
Όμως βρισκόμαστε εν έτει 2013 και στο τέλος μιας (σύντομης) συναυλιακής βραδιάς με το απαραίτητο encore, η οποία σε αφήνει με μια ευχάριστη –για την ιστορία της μουσικής– αίσθηση και με το ερωτηματικό αν αυτό που είδες έφτασε (αν έπρεπε κιόλας) στο σκηνικό/μουσικό του «ζενίθ». Την απάντηση την έδωσε, μάλλον, ο ίδιος ο καλλιτέχνης με τη φράση «Keep the groove alive».
Το κεφάλαιο Roy Ayers έχει τη δική του ιδιαιτερότητα και αξία στον χρόνο και αν δύναμαι να σχολιάσω τον ίδιο ή μια συναυλία του είναι ότι ποτέ δεν αφέθηκε σε ευκολίες, επιδεικτικές συμπεριφορές ή σκηνικούς βεντετισμούς. Η «hot» αύρα του, στα πάνω ή στα κάτω της, έχει το δικό της βάρος στο πέρασμα των χρόνων.
{youtube}DjKae2ARN14{/youtube}