Ο Paul Roland είναι ένας ομιλητικός και ευγενικός άνθρωπος, αλλά και μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που καταπιάνεται με ένα σωρό δημιουργικά πράγματα. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια υπερπροβολή του τις τελευταίες μέρες που στην προκειμένη με βγάζει απ’ την ευχάριστη –προφανώς– θέση να γράψω κι εγώ τη γνώμη μου για εκείνον. Όσοι ενδιαφέρεστε, είχατε την ευκαιρία να διαβάσετε πολλά για τη ζωή του και την πορεία του και δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβω κάτι απ’ αυτά. Ας κρατήσουμε ότι μου είναι συμπαθής, αλλά με τίποτα δεν δηλώνω οπαδός. Ας τα πάρουμε όμως απ’ την αρχή, από την πρώτη ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς: τους Mani Deum, οι οποίοι άνοιξαν τη συναυλία του στο Gagarin.
Έχω δει 2 ή 3 φορές τη συγκεκριμένη μπάντα κι έχω γράψει ξανά γι' αυτήν. Δεν κατάφερα να βρω τα συγκεκριμένα κείμενα και να θυμηθώ ακριβώς τι σχολίαζα, θυμάμαι όμως πολύ καλά ότι οι παρατηρήσεις ήταν αρνητικές: στις συναυλίες έμοιαζαν ανέτοιμοι και στο EP Five Infected Blessings τα πράγματα ηχούσαν ακόμα πιο μέτρια. Έκτοτε έπαψα να τους παρακολουθώ και δεν απέκτησα το ολοκληρωμένο άλμπουμ που ακολούθησε, αν και άκουσα αρκετά θετικά σχόλια γι' αυτό. Πέρα λοιπόν απ’ τις επιφυλάξεις μου, οι Mani Deum όχι μόνο έλυσαν τα προαναφερθέντα προβλήματα αλλά έκαναν και πολλά, πάρα πολλά, βήματα μπρος. Η πολυλογία των ενορχηστρώσεων εξαφανίστηκε (νομίζω πως πλέον αριθμούν λιγότερα μέλη γιατί είμαι σίγουρος ότι δεν ήταν 6 άτομα την προηγούμενη φορά), έφυγε η βιόλα η οποία αναιρούσε τελείως το θέρεμιν (που σωστά παρέμεινε, αφού πλέον έχει σαφέστατη θέση στα τραγούδια τους), ενώ οι κιθάρες μπορούν πλέον να συνυπάρχουν χωρίς να παίζουν ταυτόχρονα τα ίδια πράγματα –με αποτέλεσμα, αντί για άχρηστο στόμφο, να έχουμε ουσιαστικές μελωδίες. Ακόμα έτσι και τραγούδια τα οποία δεν μου άρεσαν δισκογραφικά, το Σάββατο ακούστηκαν απολαυστικά. Αν σου αρέσουν οι Death In June δεν γίνεται να μην σου αρέσουν οι Mani Deum, στους οποίους οφείλω ένα μπράβο για τη μεγάλη πρόοδό τους τα τελευταία δύο χρόνια.
Στο κυρίως πιάτο τώρα, ο Roland παρουσίασε ένα περίπου ακουστικό σετ –δεν το γνώριζα εκ των προτέρων και τρόμαξα να πω την αλήθεια όταν είδα το στήσιμο στην αρχή– με εκείνον να αναλαμβάνει την ηλεκτροακουστική κιθάρα, τον τελείως πιτσιρικά/ντροπαλό/συμπαθέστατο γιο του Joshua στο μπάσο και την παλιά φίλη (μαζί του από την αρχή της καριέρας του) Jenny Benwell στο βιολί. Και τελικά ο Roland απέδειξε ότι, πέρα από μια εξαιρετική φαντασία η οποία εδώ και χρόνια τριγυρνάει μαζί με ξωτικά, νεράιδες και λοιπά μυστικιστικά τέρατα (ή οπτασίες), έχει και μια υπέροχη περσόνα, γεμάτη βρετανικό χιούμορ και μια σπάνια ευγλωττία. Η οποία του έδωσε το δικαίωμα να προσθέσει ενδιαφέρον στα όσα ακούγαμε, αλλά και 4-5 αγαπημένα κομμάτια που διάφοροι τριγύρω μου τραγουδούσαν σιωπηλά.
Έχω βέβαια την αίσθηση πως αυτοί οι τελευταίοι (ρώτησα άλλωστε και μερικούς 40+ φίλους) έμειναν με μια μάλλον χειρότερη άποψη απ’ τη δικιά μου. Με τον ίδιο τρόπο, φαντάζομαι, που κι εγώ θα προτιμώ τον Dulli με την όποια μπάντα του –τους Afghan Whigs κατά προτίμηση– απ’ ότι μόνο του με μια κιθάρα. Στην περίπτωση όμως του Roland, κατευχαριστήθηκα την εκτέλεση του “Cairo” αλλά και του “Nosferatu” προς το τέλος της βραδιάς, ενώ συνολικά βρήκα εξαιρετικό το δίωρο του Σαββάτου, αν προσθέσεις και τους Mani Deum.
Και επειδή δεν είδα τον αγαπητό συνάδερφο Τζιρίτα στο Gagarin, να του μεταφέρω τις ευχαριστίες του Roland για τα καλά λόγια που φαντάζεται ότι είπε για αυτόν την Παρασκευή το βράδυ στο Φλοραλ (μαζί με τον Αντώνη Φράγκο και την Άντα Λαμπάρα). Επίσης, επιδεικνύοντας για ακόμα μία φορά το ωραίο του χιούμορ, σχολίασε ότι «είναι ωραίο να ακούς εγκώμια αν είσαι ακόμα εν ζωή». Μετά πήρε τον γιο του («πρέπει να τον απομακρύνω από ένα σκοτεινό κλαμπ όπου όλοι πίνουν και καπνίζουν ένας θεός ξέρει τι») και έφυγε, εν μέσω χειροκροτημάτων.
{youtube}D9Z4JnnX2yA{/youtube}