Ακόμα και όσοι ήρθαν από απλή περιέργεια την Κυριακή στο φωτεινό κτίριο της Συγγρού, πιστεύω ότι έφυγαν απόλυτα πεπεισμένοι ότι είδαν μπροστά τους έναν από τους σπουδαίους Αφρικανούς μουσικούς του σήμερα. Θα μου πείτε, σε τέτοιες συναυλίες πας από περιέργεια; Ίσως όχι, όμως παρατηρώντας το κοινό στην κεντρική αίθουσα της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών –το οποίο ήταν πολυάριθμο, σημειώστε– δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι ήταν από τα πλέον ετερόκλητα που έχω δει σε live: πιτσιρίκες με επιτηδευμένα αλήτικο στιλ, φοιτηταριό, 30άρηδες πρώην ρόκερς, τύποι και τύπισσες που βλέπεις συνήθως σε world festival, ώριμοι κύριοι με τις κυρίες τους που θα περίμενες να συχνάζουν στο Gazarte ή στο Μέγαρο. Κι όμως, όλοι ενώθηκαν εις αντίδραση μία κατά τη διάρκεια της εμφάνισης του Toumani Diabaté, συνεισφέροντας ενθουσιώδη σφυρίγματα και θερμό, πολύ θερμό χειροκρότημα.
Ο μάστορας της kora μπήκε ξυπόλητος και με πατερίτσα –είχε εμφανή δυσκολία στο ένα πόδι– και έλαβε θέση στο μέσον της σκηνής και μπροστά, έχοντας ενώπιόν του τη χαρακτηριστική δυτικοαφρικανική άρπα. Οι τρεις μουσικοί του πήραν θέσεις αισθητά πιο πίσω του, με τα τύμπανα του Fode Kouyaté στο βάθος, την κιθάρα του ξαδέρφου του Fanta Mady Kouyaté στο πλάι αριστερά (όπως κοιτούσες) και το μπάσο του Mohamed Koita στο πλάι δεξιά (ο μόνος μουσικός που δεν προερχόταν από το Μάλι, μα από τη Μπουρκίνα Φάσο). Το σχήμα δεν ήταν διόλου τυχαίο: εξ αρχής δήλωνε κάτι για την ηχητική πλεύση του live, αλλά και για την άποψη του Toumani Diabaté για τη world μουσική. Ότι δηλαδή το όποιο fusion δεν θα λάμβανε χώρα σε βάρος της παράδοσης. Ότι η kora δεν θα ήταν το μυρωδικό και το γλυκάδι της υπόθεσης, μα ο βασικός πρωταγωνιστής. Χαράσσοντας μια αναγκαία κόκκινη γραμμή (είναι της μόδας η έκφραση τελευταία, το ξέρω) κόντρα στον fusion ενθουσιασμό που έχει καταλάβει το κοινό μα και τους world κριτικούς στη Δύση, όσους στον πυρετό ενός αφελέστατου και επιφανειακού μούλτι-κούλτι διεθνισμού δεν έχουν πάρει χαμπάρι πόσο συχνά ξεφτιλίζονται οι τοπικές παραδόσεις στον βωμό του λικνίσματος των «προοδευτικά σκεπτόμενων» Δυτικών γοφών.
Εξ αρχής, μάλιστα, ο Toumani Diabaté έβαλε δύσκολα στο κοινό. Δεν ξεκίνησε δηλαδή με φουλ fusion, μα με μακροσκελείς συνθέσεις όπου η kora έπαιζε σόλο και μόνο κατά σημεία και ελεγχόμενα έμπαινε σε διάλογο με τα υπόλοιπα όργανα. Ήθελε προσοχή, υπομονή, αντίληψη εκ μέρους σου πέρα από τα εσκαμμένα για να παρακολουθήσεις, ειδικά στα πιο αυτοσχεδιαστικά μέρη. Ακόμα και στη συνέχεια όμως, όταν ακούσαμε συνθέσεις με πιο πλούσια διάδραση μεταξύ του κουαρτέτου, ο Diabaté αξιοποίησε την εμπειρία του από το jugalbandi –τον ινδικό διάλογο μεταξύ των οργάνων– κρατώντας την kora στο προσκήνιο. Και μη νομίζετε ότι ήταν τόσο εύκολο: οι μουσικοί που τον συνόδευαν αποδείχθηκαν δεξιοτέχνες από τους λίγους. Ειδικά ο Mady Kouyaté, ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες που έχω ακούσει, με καταπληκτικές κοφτές φράσεις οι οποίες μετέδιδαν μια διαρκή funky γκρούβα, ρίχνοντας μια ξεσηκωτική γέφυρα μεταξύ των παραδόσεων της πάλαι ποτέ κραταιής αυτοκρατορίας Mandingo και των πιο σύγχρονων ρυθμικών τάσεων που έπλασαν οι αφρικανικής προέλευσης Αμερικανοί.
Στην κορυφή όλων αυτών βέβαια στεκόταν ο Diabaté. Έσχατος εκπρόσωπος μιας οικογένειας μουσικών οι οποίοι υπηρετούν την kora εδώ και 71 γενιές, κάτοχος μυστικών παλαιότερων και από τον Μπαχ, μα και άνθρωπος του σήμερα, που είχε αφομοιώσει στη μουσική του τον Hendrix, τη soul των 1960s, ακόμα και τάσεις της τζαζ. Μας εντυπωσίασε και όταν έπαιζε, μας συγκίνησε και όταν μας μίλησε, έστω σ' αυτά τα αγγλικά που –όπως κι ο ίδιος είπε– δεν ήταν και τα καλύτερα. Χωρίς βεντετισμούς ή διάθεση για περιττά θεατρικά μας έδειξε πώς παίζεται η kora, μας μίλησε για την ταλαιπωρία που περνάνε οι χώρες μας –η Ελλάδα και το Μάλι– και μας θύμισε ότι, κόντρα στις νεοφιλελεύθερες λογικές, ένας λαός υπάρχει όσο έχει πολιτισμό να παρουσιάσει, δεν κρίνεται στη βάση των οικονομικών επιτυχιών και των ευημερούντων αριθμών.
Φυσικά και του ζητήσαμε encore, μουρμουρίζοντας εν χορώ –πλατεία και θεωρεία– μια μελωδία που ο ίδιος μας σύστησε και, εξίσου φυσικά, δεν μας στέρησε τη χαρά. Έφυγε κουτσαίνοντας όπως μπήκε, μα με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο κι εμείς τον χειροκροτήσαμε όρθιοι, με γνήσια συγκίνηση. Διάολε, ήταν συναρπαστικός.
{youtube}zOMZ6HWtvUs{/youtube}