Έχει πλέον παρέλθει μιάμιση δεκαετία από τότε που οι Mogwai δονούσαν το ευρωπαϊκό underground με το Young Team, βγάζοντας το όλο κόλπο του post-rock στην επιφάνεια. Και μπορεί ως φόρμα το post-rock να ξέμεινε γρήγορα από ιδέες, κατάφερε όμως να επηρεάσει σημαντικά μία πτυχή της ροκ έκφρασης. Ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίον δομείται η ένταση, τα κανάλια στα οποία διοχετεύεται η συσσώρευσή της ή ορισμένα διακριτά ποιοτικά χαρακτηριστικά της μελωδίας είναι κάποια από τα στοιχεία που επιβίωσαν. Βρήκαν διέξοδο μέσα σε άλλες μουσικές φόρμες, αφομοιώθηκαν και αφομοίωσαν, δημιουργώντας νέα υβρίδια (post-metal, post-hardcore κ.ο.κ.). Η όλη διαδικασία έφερε ως αποτέλεσμα κάποιες πραγματικά αξιόλογες περιπτώσεις, μα προσέφερε σε πολλές άλλες το άλλοθι του πειραματισμού σε έναν κατά τ’ άλλα συμβατικής αντίληψης ήχο. Κι εδώ ακριβώς μπαίνουμε στο ζουμί της υπόθεσης των Maybeshewill.
Οι πέντε μουσικοί από την αγγλική ενδοχώρα διαμορφώνουν το δικό τους υβρίδιο, παίρνοντας τους βασικούς κανόνες του post-rock και βουτώντας τους λίγο στο hardcore και λίγο στην ποπ. Πακετάρουν το σύνολο χρησιμοποιώντας το «εναλλακτικό» και μοδάτο τους attitude και ιδού: ένας μουσικός λόγος ο οποίος ναι μεν έχει ενέργεια, μια κάποια δύναμη, ίσως και μια επίφαση προοδευτισμού, αλλά από ουσία; Πέρα δηλαδή από το πόσο ωραία ή άσχημα τοποθετούν τα κομμάτια του ηχητικού τους κολάζ, ποια είναι η πρόταση, ποιο το μεταφερόμενο μήνυμα;
Δεν λέω, το εύρος μέσα στο οποίο παίζουν, οι Maybeshewill το έχουν κατακτήσει: ξέρουν το γήπεδο όπου παίζουν μπάλα. Εξ ου και υπήρξανε φορές μέσα στο live της Παρασκευής που το όλο πράγμα λειτούργησε σε μια σχετική εντέλεια κι αυτό έμοιαζε αρκετό. Συγκριτικά μάλιστα με την προηγούμενη εμφάνισή τους στα μέρη μας (Σεπτέμβρης του ’09, ανοίγοντας για τους Crippled Black Phoenix) εμφανίστηκαν βελτιωμένοι. Η προσθήκη ενός νέου μπασίστα λ.χ., έφερε τον (πανύψηλο) πρώην μπασίστα μπροστά από τα πληκτροφόρα να παίζει ζωντανά ένα μεγάλο μέρος των (πολλών) προηχογραφημένων που χρησιμοποιούσαν τότε και να δίνει γενικώς μια μεγαλύτερη πληρότητα στον ήχο τους. Η εξωστρέφεια δε της πεντάδας από το Λέστερ προσέθετε ενδεχομένως και μία επιπλέον δυναμική στις συνθήκες ενός live. Εάν σου αρέσουν οι δίσκοι τους, δύσκολα θα σε απογοητεύσει η ζωντανή εκδοχή τους –κι οι αντιδράσεις του γεμάτου Αn Club σπεύδουν προς επιβεβαίωση.
Προσωπικά, ωστόσο, αισθάνθηκα γρήγορα ότι κάτι λείπει. Οι Maybeshewill μου φάνηκαν σαν κάτι αδέξιους τρομοκράτες που μελετάνε διεξοδικά έναν στόχο αλλά τελικά καταλήγουν με τη βόμβα να σκάει στα χέρια τους. Έχτιζαν ας πούμε με δυναμική και μεθοδικότητα μία ένταση κι όταν αυτή θέριευε και αναζητούσε διεξόδους, δεν ήξεραν πώς να τη διαχειριστούν. Τα μελωδικά ξεσπάσματα εν είδει ρεφρέν, κάποιες παύσεις με διάφορα samples ή ορισμένες επιμόνως μονοδιάστατες εκρήξεις, είναι κάποιοι τρόποι, αλλά στην ουσία όλα τα τεχνάσματα των Maybeshewill εξυπηρετούσαν μία ταυτόσημη λογική. Τόσο ταυτόσημη, ώστε γρήγορα ξέπεσε στο επίπεδο της μανιέρας. Από ένα σημείο κι έπειτα καταλάβαινες πως στην ουσία η μουσική τους είναι φτιαγμένη από ενωμένα μεταξύ τους καλούπια –εξ ου και αρκετά άκαμπτη ως προς την δημιουργικότητά της. Έπειτα, είναι κι αυτό το οξύμωρο που κάποιες εξάρσεις μου έφεραν στο μυαλό: μελωδικό hardcore. Ή, αλλιώς, πώς μετατρέπεις μία αιχμηρή μουσική σε έναν στρογγυλεμένο και ακίνδυνο μουσικό κώδικα.
Των Maybeshewill προηγήθηκαν δύο αθηναϊκά συγκροτήματα, οι Hope Thinks Infinite και οι Afformance. Οι πρώτοι, οι οποίοι και άνοιξαν τη βραδιά, έπαιζαν ένα post rock με κάποιες δυναμικές εναλλαγές, σε ένα κράμα που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να φανεί ενδιαφέρον. Υπήρχανε ιδέες, όμως η μετουσίωσή τους σε πράξη φαινόταν λιγάκι άγουρη. Από την άλλη, οι Afformance είχανε μια σαφώς πληρέστερη πρόταση. Με τις τρεις κιθάρες να συνθέτουν ένα σχετικά λεπτομερές και καλοδουλεμένο πλέγμα μελωδικών σχέσεων και έναν λιτό μα (τις περισσότερες φορές) ουσιαστικό ντράμερ, το κουαρτέτο των Afformance ακολουθούσε κι αυτό πιστά τις post-rock νόρμες, φαινόταν όμως ικανό να τις περιβάλλει με περισσότερη ουσία. Μπορεί κάποιες φορές να γινόταν εμφανής η έλλειψη ενός στιβαρού ρυθμικού κέντρου (το μπάσο χρησιμοποιήθηκε σε λίγα μόνο κομμάτια) ή κάποιες άλλες ενδεχομένως να χρειαζόταν μία περισσότερο απελευθερωμένη και τολμηρή σκέψη (όσον αφορά στη δομική ανάπτυξη των συνθέσεων), όμως οι προσεγμένες δυναμικές του κουαρτέτου και η άνεση με την οποία κινούταν τόσο στις χαμηλές εντάσεις όσο και στις υψηλές, αντιστάθμιζαν (προς το παρόν) επαρκώς τις όποιες αδυναμίες.
Post-rock εις τον κύβο, λοιπόν, το βράδυ της Παρασκευής στο Αν. Και η αλήθεια είναι πως, πέρα από τα επιμέρους ζητήματα, το live εκπλήρωσε τις υποσχέσεις του. Υπήρχε δηλαδή αντιστοιχία μεταξύ αυτού που περίμενε να δει κανείς κι αυτού που τελικά είδε. Όσες ενστάσεις κι αν διαμορφώνονταν στην πορεία…
{youtube}DrLhzT_VRB4{/youtube}